Από τις στάχτες των περίφημων At The Drive-In, μίας από τις πιο αγαπημένες, συναισθηματικές, παθιασμένες και σκληρές punk μπάντες των 90s, δημιουργήθηκαν οι The Mars Volta. Αφήνοντας τους υπόλοιπους να βολοδέρνουν στα ίδια ηχητικά μονοπάτια με τους Sparta, ο τραγουδιστής Cedric Bixler Zavala κι ο κιθαρίστας Omar Rodriguez-Lopez έφτιαξαν κάτι εντελώς διαφορετικό που, από την αρχή του, ξεκίνησε hype. Μια με το EP που κυκλοφόρησαν πρόπερσι, μια με τις περιβόητες ζωντανές εμφανίσεις, στις οποίες ο Cedric Bixler Zavala οργίαζε πάνω και κατά μήκος της σκηνής (πέρα από το ότι για πρώτη φορά τραγουδούσε κανονικά!) και κατά τις οποίες ο κόσμος παραληρούσε στα εικοσάλεπτα encore, δεν ήθελε και πολύ για να τσιμπήσουν τα media του κόσμου.

Ήδη, η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά έχει ξεσηκώσει πλήθος συζητήσεων, αποδοκιμαστικών ως θριαμβευτικών σχολίων, για τα οποία δεν θέλει και πολύ προκειμένου να διαπιστώσουμε τα αίτια: Στη μία περίπου ώρα που διαρκεί αυτό το κλειστοφοβικό πανηγύρι του "Deloused In The Comatoriο", έχεις ήδη ζαλιστεί από το πανδαιμόνιο ιδεών, ήχων και ρυθμών. Για να συνέλθεις, θέλεις μία μικρή βόλτα με τους Hidden Cameras στα αυτιά και κανά δίωρο με βαμβάκι. Κι ύστερα είσαι έτοιμος να πατήσεις ξανά το play -για ένα άλμπουμ όμως πού κυριολεκτικά απαιτεί να το κάνεις ξανά και ξανά αν θέλεις να ρουφήξεις από όλους τους πόρους του, τα καλά κρυμμένα ζουμιά του.

Μία δεύτερη (και συνήθης) αιτία των αντιφατικών σχολίων είναι το κατά πόσο "pretentious" μοιάζει ένα τέτοιο εγχείρημα συμπύκνωσης πολλών ιδεών ακόμα και σε ένα τραγούδι, ειδικά όταν συνοδεύεται "αναίσχυντα" και ξεκάθαρα με την -αποτρεπτική για ένα μεγάλο μέρος των κριτικών- progressive ταμπέλα. Ήτοι, άφθονη χρήση keyboards και παραμορφωμένων φωνητικών, γρήγορες και μη αναμενόμενες αλλαγές ρυθμού, τίτλοι που δεν βγάζουν νόημα και κάποιες φορές ηθελημένα ασαφείς στίχοι και -φυσικά- το υποθάλπον θέμα του άλμπουμ (καθότι είναι η αλήθεια ότι δεν είναι και πάντα ευδιάκριτο) που αφορά κάποιον ο οποίος ξυπνά από κωματώδη κατάσταση και φτάνει σε ένα κόσμο που είναι νέος και τρομακτικός γι'αυτόν. Πρόκειται στην ουσία για ένα φόρο τιμής (ή την αφορμή, αν θέλετε για να αναπτύξουν μια ιστορία που μπορεί να υποστηρίξει το σουρεαλιστικό ηχητικό συνοθύλευμα) στον στενό τους φίλο Julio Venegas. Σκεπτόμενοι ότι περίπου με την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο keyboard player Jeremy Wards πέθανε από overdose ηρωϊνης, είναι επόμενα τραγικό το να μην ξέρουν που να το αφιερώσουν...

Μην φανταστείτε, βέβαια, ότι θα ακούσετε τους Yes σε νέα έκδοση. Η μουσική τους ορθώνει τα τείχη θορύβου και τις δυσαρμονικές γωνίες των At The Drive-In, κλέβει από τη '90s emo κίνηση, αλλά και τη στόφα του κλασικού rock, χωρίς να λησμονεί και την electronica. Τα φαντάσματα των Led Zeppelin και The Birthday Party, η ενέργεια εφηβικής punk μπάντας, η εξυπνάδα των Can και τα Neu! ηχοτοπία με ambient, εφετζίδικες κιθαριστικές παρεμβολές, όλα αυτά τα βρίσκουμε ακόμη και στο ίδιο κομμάτι. Reverbedκιθάρες, free-jazz ρυθμοί, πλήκτρα που συνοδεύουν ή μοιάζουν να οδηγούν το κομμάτι κι εκεί που λες ότι θα κρατήσουν για πάντα, διακόπτονται από tempo που οδηγούνται από bongos και συνοδεύονται από απανωτά κιθαριστικά σόλο. Αν ήδη ζαλιστήκατε από τις περιγραφές, προειδοποιώ ότι το ίδιο (και χειρότερο) θα πάθετε ακούγοντας το άλμπουμ!

Ένας ζοφερός κόσμος κακοποίησης φορμών, όπου οι σημειολογικές λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά, ένας θορυβώδης, progressive κόσμος, τον οποίο δεν συνηθίζεις εύκολα και τον οποίο ή θα λατρέψεις ή δεν θα μπορέσεις να ακούσεις για πάνω από 10 λεπτά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured