Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, ήμουν σίγουρος ότι οι Clawfinger έρχονται από τη Γερμανία: οι κιθάρες τους ακούγονται σαν να μην είναι ακριβώς κιθάρες αλλά samples από τους δίσκους των Rammstein, ενώ τα αγγλικά τους βγαίνουν με τέτοιο ζόρι που ευθύς αντιλαμβάνεσαι και την πηγή έμπνευσης του ύφους της μουσικής.

Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τόσο οι βάσεις εκκίνησης της δισκογραφικής τους εταιρίας όσο και του δικτυακού τους τόπου (πέρα απ’ το .com που ασφαλώς διαθέτουν). Τελικά όλα αυτά είναι παραπλανητικά. Οι Clawfinger είναι Σουηδοί και έχουν πέντε ακόμη άλμπουμ στο ενεργητικό της δεκαετούς καριέρας τους. Αυτό δεν λέει βέβαια τίποτε διαφορετικό για τους στόχους της μπάντας, που δεν είναι άλλοι απ’ τις καρδιές του ακροατηρίου του σκληρού ήχου της Γερμανίας.

Δεν πρόκειται ακριβώς για heavy metal, ούτε για industrial βέβαια, παραείναι soft για κάτι τέτοιο, οπότε μάλλον θα μιλούσαμε για σκληρή κιθαριστική μουσική με μπόλικα mucho στοιχεία που υποθέτουμε ότι θα έχει απήχηση σε πιτσιρικάδες που ακόμη ψάχνονται για έναν τρόπο εισόδου σε βαρύτερα ακούσματα και δεν έχουν τα κότσια να βουτήξουν με το κεφάλι στα “σκληρά”. Είναι με άλλα λόγια, ένα είδος Him για διαφορετικό ηχητικό ύφος, ποπ μουσική με κάλυψη σοκολάτας, nu metal ήθελα να πω για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Και για να μην μας πουν και ανάλαφρους, οι στίχοι είναι πραγματικά προβληματισμένοι. Το ομότιτλο κομμάτι μιλάει για όλα τα μηδενικά – αυτούς που δουλεύουν σκληρά για να μην αναγνωριστεί ποτέ η προσφορά τους από το αφεντικό τους – που στα μάτια του γκρουπ είναι οι αληθινοί ήρωες της ζωής, ενώ διάσπαρτες είναι και οι προτροπές στους ακροατές να μην βάζουν το κεφάλι κάτω και να προσπαθούν πάντοτε για το καλύτερο.

Πολύ ωραία ασφαλώς όλα αυτά, μόνο που η ηχητική επένδυση είναι ελαφρώς γραφική. Τόσο σκληρή που πετσοκόβει άνετα ένα κομμάτι βούτυρο και τόσο ελαφριά που μπορεί να περάσει και για την ποπ των απροσάρμοστων. Ή των Γερμανών teenagers που λέγαμε πιο πάνω.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured