Toν Ry Cooder τον ξέρουμε πλέον οι περισσότεροι. Ακόμα κι αν οι guest εμφανίσεις του στα albums των Rolling Stones, Little Feat και Randy Newman (για να πούμε ορισμένους) είναι πλέον παμπάλαια ιστορία, ακόμα κι αν η συνεισφορά του στους Captain Beafheart & the Magic Band ήταν σύντομη, ακόμα κι αν τα project του που εισήγαγαν ένα μεγάλο μέρος του κοινού σε διαφορετικές πτυχές της αμερικανικής μουσικής, τη folk, τα blues, την jazz, τη soul από τα 60s και το R&B από τα 50s, ήταν ψιλά γράμματα για μια μερίδα του κοινού, ακόμα κι αν η μουσική που έγραψε για κάποια soundtracks στα 80s δεν ήταν "αρκετή", ήταν οι λεγόμενες world music συνεργασίες του, με τον Ali Forka Tourne, και πολύ περισσότερο με τους Κουβανούς μουσικούς των 1950s αργότερα (Buena Vista Social Club), που τον έκαναν σταρ πλέον παγκοσμίου μεγέθους και σε κύκλους άσχετους με τη μουσική. Κι έτσι πλέον ένα δικό του άλμπουμ γίνεται επιθυμητό κι από περιοδικά ποικίλης ύλης με αμφισβητήσιμη αγάπη και γνώση για το καλλιτεχνικό του έργο, κι επίσης έτσι άργησε να φτάσει και στα χέρια μας. Το κρατήσαμε κι εμείς αδικαιολόγητα λίγο παραπάνω και φτάσαμε στο μήνα Μάιο για να σας μιλήσουμε γι'αυτό.

Εν πάσει περιπτώσει εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλη μία συνεργασία (δεν θυμόμαστε βέβαια και πότε ήταν η τελευταία φορά που κυκλοφόρησε σόλο άλμπουμ): Εδώ με τον Manuel Galban που -για να εμπλουτίσουμε άπαντες τις γνώσεις μας, δεν βλάπτει- ήτο και είναι φημισμένος doo-wop κιθαρίστας, ενορχηστρωτής του θρυλικού κουβανέζικου group Los Zafiros και συνοδός πολύ αργότερα στα live του Ibrahim Ferrer. Οι δυό τους παίζουν ηλεκτρικές κιθάρες σε ένα σεξτέτο που συμπληρώνουν τα κρουστά του conga-παίχτη Miguel Diaz και τα διακριτικότατα drums των Jim Keltner και Joachim Cooder, μαζί με τις μπασογραμμές του βετεράνου του BVSC Orlando Lopez.

Ακούγοντας πολύ προσεκτικά και επανειλλημένες φορές το άλμπουμ αυτό που διαπιστώνω είναι ότι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κανείς στην εκτίμησή του είναι να το θεωρήσει άλλο ένα παγκόσμιο ταξίδι, ένα ταξίδι στο χώρο. Ο Ry Cooder έφυγε αυτή τη φορά πολύ μακριά, στο χρόνο όμως περισσότερο. Ηχητικά βρισκόμαστε πίσω στα 50s, όταν η popular μουσική έφερε ψήγματα αμερικανικής jazz και οι cha-cha και mambo ρυθμοί ήταν διάχυτοι σε όλο τον κόσμο.

Παραδοσιακά αφροκουβανέζικα στοιχεία υπάρχουν λοιπόν, αλλά σε πολύ μικρές δόσεις, με την '50s jazz και κάποιες surf κιθάρες από τα μέσα των 60s να έχουν τη μερίδα του λέοντος. Τα son & bolero στυλ αφήνουν τη θέση τους σε ένα ηλεκτρικό ήχο κι αυτή η 50s κιθάρα σε εισάγει σε απέραντες ήρεμες παραλίες στις οποίες δεν διανοείσαι να κάνεις τίποτα άλλο από το να απολαμβάνεις ακίνητος την μορφιά γύρω σου και τον ήλιο που σου τσουρουφλίζει σαδιστικά το κορμί.

Στις διασκευές, π.χ. στην κλασική μελωδία του Perez Prado "Patricia", δίνει το δικό του χρώμα, ευτυχώς χωρίς να ισοπεδώνει, ενώ στα νέα κομμάτια, όπως στο ομώνυμο του album, εισάγει πολύ διακριτικά σύγχρονα στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να έχουν μπλεχτεί στο μείγμα από mambo-jazz καλλιτέχνες της εποχής. Τελικώς το φάντασμα των Perez Prado και Henry Mancini πλανάται πάνω από το Mambo Sinuendo, χωρίς όμως να του αφαιρεί την αυτόνομη μαγεία, αλλά και τον αναπόφευκτο νοσταλγικό χαρακτήρα. Το album πάντως κυλάει εσκεμμένα πολύ χαλαρά ως το τέλος, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, κάτι που ενδέχεται να παρεξηγηθεί από όσους γνωρίζοντας τον Ry Cooder από το BVSC περίμεναν μια πιο συγκλονιστική εμπειρία. Για τούτο όμως μόνο ο ίδιος και οι άριστοι μουσικοί του δεν ευθύνονται...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured