Το γεγονός ότι η Rosanne Cash κυκλοφορεί δίσκους από το 1978 είναι ιδανική δικαιολογία για τη σταθερότητά της ώς μουσικός και τραγουδίστρια που αποκολλήθηκε από την πατρική φιγούρα και διανύει το δικό της μονοπάτι. Μπορεί ο πατέρας της να είναι ο Johnny Cash, αλλά επ’ουδενί η Rosanne είναι η «φτωχή συγγενής». Αν και το γενικότερο στυλ της απέχει από το απόλυτο country του πατρός της και πλησιάζει περισσότερο το mainstream hard-rock/americana/MOR ύφος (που γενικά δεν μας συγκινεί), η προσπάθεια στα 2003 είναι κάτι παραπάνω από καλή.

Mε το πρώτο άκουσμα, η Rosanne παραπέμπει στην Linda Rondstant και λοιπές μεγαλοπρεπείς φιγούρες του stadium-rock της Αμερικής. Γυναικείες φιγούρες που γεμίζουν γήπεδα από κόσμο, έχουν συνεχόμενα νούμερο-1 για χρόνια και αναλώνονται σε μία κουλτούρα που κάνει τους περισσότερους Έλληνες να βαριούνται. Στο “Rules of Travel” όμως, αν δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή (όχι επειδή το οφείλουμε κάπου, αλλά τελικά επειδή το αξίζει) θα βρούμε και ψήγματα μουσικής ευφυϊας αλλά και νεωτεριστικής εξέλιξης σε ένα χιλιογοφορεμένο genre.

Η φωνή της Cash είναι αυτή που πρωταγωνιστεί. Γλυκιά και σαγηνευτική, η Αμερικανίδα άδει μεγαλοπρεπώς είτε μόνη της είτε με τη βοήθεια κάποιων ιδιαίτερα προικισμένων φίλων της. Οι Sheryl Crow, Steve Earle, Teddy Thompson συμμετέχουν φωνητικώς αλλά όπως αναμενόταν η καλύτερη συνεργασία αποδίδεται στο “September when it comes” όπου η Rosanne τραγουδά με τον πατέρα της. Η φωνή του Johnny Cash στο συγκεκριμένο τραγούδι έχει την φρεσκάδα μιας υπέροχης αναπνοής που χρειάζεται ο δίσκος και σε αυτό το σημείο τον απογειώνει.

Τα τραγούδια που δεν φέρουν την υπογραφή της Cash ανήκουν σε εξίσου σημαντικούς καλλιτέχνες. Οι Joe Henry και Jacob Dylan γράφουν το εξαιρετικό “Hope against Hope” και δίνουν στο δίσκο την αναγκαία πνοή της βιωσιμότητας σε ετερόκλητα κοινά. Όπως όμως σε όλους τους δίσκους που γυροφέρνουν την country, έτσι και στο “Rules of Travel”, οι ιστορίες που απαγγέλονται από την Rosanne έχουν την μεγαλύτερη σημασία. Ιστορίες καθημερινές, γεμάτες πόνο, έρωτα, φυγή και νοσταλγία. Η παραγωγή του John Leventhal είναι ιδανική και ως γενικότερο συμπέρασμα, ο δίσκος μας αγκαλίαζει. Ανταποδώστε το.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured