To 2002 στιγματίστηκε από επιστροφές ογκόλιθων της μουσικής όπως οι Johnny Cash, Solomon Burke και Bruce Springsteen που αν και άνηκαν σε διαφορετικά genres (country, soul, rock) ενώθηκαν νοερά σε ένα ηχητικό συνονθύλευμα που απέπνεε την εμπειρία σε συνδυασμό με την γλυκιά νοσταλγία. Το ξεκίνημα του 2003 βρίσκει τον απόλυτο γίγαντα Lou Reed να χαρίζει στο κοινό του αλλά και στον κόσμο γενικότερα έναν δίσκο μπερδεμένο δε, αλλά το δίχως άλλο ενδιαφέρον.

Ό,τι και να πούμε για τον Reed δεν θα είναι καινούργιο. Θα έχει τυπωθεί ή θα έχει ειπωθεί από χιλιάδες φανατικούς, εχθρούς ή κάτι ενδιάμεσο, διότι τα έχει όλα τα παραπάνω. Μένοντας στα γεγονότα, η ηχογράφηση και η κυκλοφορία του “The Raven” είναι ένα σημαντικότατο γεγονός που μέσα από την πολυσχιδή προσωπικότητα του αντανακλά την παρακμάζουσα ευφυϊα του Reed, αναδεικνύει την ποίηση ενός τεράστιου δημιουργού και αναμοχλεύει κάποιες μουσικές πτυχές με τέτοιο τρόπο που μόνο o Lou Reed μπορεί να κάνει. Δεν νομίζω ότι ο Reed μας λέει κάτι καινούργιο με το “The Raven”, παρόλ’αυτά κερδίζει την αμέριστη συμπάθεια μας και όχι επειδή στα 60’s και στα 70’s έκανε αριστουργήματα, αλλά επειδή σχεδόν ποτέ δεν ήταν μέτριος.

O τίτλος του δίσκου, τα λέει πάνω-κάτω όλα. Το πιο διάσημο ποίημα του Edgar Allan Poe, το «Κοράκι» είναι η κύρια πηγή έμπνευσης για έναν μεγαλωμένο δημιουργό που στηρίζει το νέο του «παιδί» σε κάτι κλασικό (γεγονός που εξασφαλίζει την μισή μόνο επιτυχία) αλλά το επεκτείνει κιόλας με αμφίβολα αποτελέσματα. Η εισαγωγή με το “Edgar Allan Poe” είναι ένας rock’n’roll δυναμίτης απόλυτα σύγχρονος με την συνταγή όμως των 70’s διαμαντιών που τόσο αγαπάμε. Στη συνέχεια το σύμπαν καταρρέει. Ο Reed θυσιάζει την συνοχή και την συνέπεια, «χώνοντας» στο δίσκο 21 τραγούδια που αγγίζουν τα 75 λεπτά. Τα κάνει σχεδόν όλα. Βάζει φίλους του να απαγγείλουν ποιήματα (Willem Dafoe, Steve Buscemi, Laurie Anderson), συνεργάζει με αγαπημένους του δημιουργούς (Ornette Coleman, David Bowie), δίνει παλιά του τραγούδια (Perfect Day) σε νέους τραγουδιστές (Anthony), επανεκτελεί κλασικά tracks (Τhe Bed από το Berlin) και τέλος απαγγέλει ολόκληρο το «Κοράκι» σε ένα ανατριχιαστικό κομμάτι (με τη φωνή του Dafoe).

Οι προθέσεις του είναι αγνές. Αυτό το θεωρούμε δεδομένο. Η απόπειρα όμως της ένταξης όλων αυτών των ετερόκλητων προσθηκών μοιάζει με εφηβική ανησυχία που αγωνιά αν θα προλάβει να ζήσει την επόμενη ημέρα οπότε και πραγματοποιεί όσα περισσότερα μπορεί στο «τώρα». Ο ίδιος ο Reed είναι τόσο ενθουσιασμένος με αυτόν το δίσκο, που σημαίνει ότι ελάχιστη σημασία έχει ότι και να πουν οι κριτικοί ανά τον κόσμο. Οι σκληροπυρηνικοί του fans σίγουρα θα ενθουσιαστούν ενώ οι λάτρεις του Poe (κυρίως οι αγγλόφωνοι) θα βρουν έναν ιδανικό εκφραστή (και ίσως τον μόνο που έχει το δικαίωμα) στα υπαρξιακά και εσωστρεφή ποιήματα του μεγάλου δημιουργού.

Κάποιοι ίσως πουν πως ο Reed λειτουργεί εκπαιδευτικά κυρίως προς όλην αυτή την φρέσκια γενιά των ακροατών που αρέσκονται στην γρήγορη πληροφόρηση και απόλαυση και γι’αυτό εντάσσει ένα τόσο μεγάλο φάσμα αποτυπωμάτων στο δίσκο. Το σύγχρονο κοινό όμως δεν έχει ανάγκη από νουθεσίες όπως δεν έχει ανάγκη να του πουν τί χρειάζεται. Αν ζούσε ο Lester Bangs, ο μεγαλύτερος και ίσως πιο παρανοϊκός φαν του Reed, ίσως έβρισκε στο “The Raven” ένα ακόμα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, αλλά η πραγματικότητα απέχει. Ευτυχώς ο Reed δεν έχει τίποτα να αποδείξει σε κανέναν και αυτό του δίνει το δικαίωμα να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί σε αυτό το χαοτικό δισκάκι. Σε μία πιο τελική ανάλυση, το «Κοράκι» θαμπώνει ενίοτε με την μακάβρια ομορφιά του, αλλά δυστυχώς σε ορισμένα σημεία δαγκώνει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured