Το μεγαλύτερο μέρος του μέχρι τώρα υλικού των Mountain Goats αποτελείτο από τους ήρεμούς ή μαινόμενους ακουστικούς lo-fi κιθαρισμούς του ακαταπόνητου John Darnielle. Κι όταν λέμε lo-fi εννοούμε κασετόφωνα, σπιτικές ηχογραφήσεις και τη λέξη παραγωγή να λάμπει δια της απουσίας της ως ιδέα από τις απολαυστικές του ιστορίες, τις οποίες μέσω μεταφορών, αλληγοριών και ανεπιτήδευτης αφήγησης απλώνει στα καυστικά, έξυπνα μα και με ουσία, στα ποιητικά σχήματά του.

Η εν λόγω περσόνα ηχογραφεί από το 1991 και υπάρχει ένα ολόληρο κοινό κριτικών και fans που περιμένουν κάθε του κυκλοφορία για να αποθεώσουν τον δικό τους "μικρό" Bob Dylan -ενώ για τον υπόλοιπο κόσμο παραμένει ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Σε εποχές όμως που τα κρυφά έσονται πολύ γρήγορα φανερά (και τούμπαλιν) δεν είναι να ξεστομίσει κανείς την κακιά τούτη λέξη χωρίς να προσελκύσει ακόμα και διεθνές ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον λοιπόν όταν μετά από άπειρες δουλειές (o.k., δέκα) έρχεται η παρθενική κυκλοφορία για την 4AD, αλλά και γενικότερα μεγάλη εταιρία.

Πάντως το 2002 ήταν οργιαστική χρονιά για τον κύριο Darnieller. Με το τέλος της χρονιάς η ακουστική του κιθάρα έχει τρυπώσει σε μια συλλογή σπανίων με τίτλο "Ghana", ένα single στην Sub Pop, ένα 12ιντσο, κάποια tracks σε συλλογές, την πρώτη πλήρη κυκλοφορία του ως The Extra Glenns (τη συνεργασία του με τον Franklin Bruno) και δύο albums με νέο υλικό, το "All Hail West Texas" και το παρόν, μάλιστα για πρώτη φορά ηχογραφημένο σε ένα επαγγλεματικό studio: Το "Tallahassee" ηχογραφήθηκε στα Tarbox Studios (βλ. λήμματα Mogwai, The Flaming Lips) με τον Tony Doogan (ομοίως βλ. Belle and Sebastian, Mogwai), εξ ου και τα overdubs, η δημιουργική προσθήκη του μπάσου (και όχι μόνο) του Peter Hughes -που ήταν απαραίτητο για τα γρατζουνίσματα του Darnielle-, κάποιων σκορπισμένων πλήκτρων και φυσαρμόνικας. Μέχρι και φουλ μπάντα με drums και lead κιθάρες παρατηρούμε να αλωνίζει ανενόχλητη στο "Tallahassee", με την απαραίτητη φειδώ, βεβαίως.

Εκείνο όμως που ξεχωρίζει την τραγουδοποιία του είναι, δίχως δεύτερη σκέψη, οι απαράμιλλης δύναμης στίχοι. Πραγματική ποίηση, θεματική, άλλα όχι από κάποια φανφαροδιάθεση. Ουσιαστική, βαθιά χωμένη στην ψυχοσύνθεση ανθρώπων που βιώνουν καταστάσεις όμοιες με εκείνες εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο και ισορροπούν στο υπαρκτό για όλους σχοινί των αντιθέσεων και των διλημμάτων.

Όπως σε όλες τις κυκλοφορίες του, έτσι κι εδώ, κεντρικός πυρήνας πρωταγωνιστών είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει σε ένα σπίτι στο Tallahassee και έχει φτάσει στο κρίσιμο και γνωστό σημείο που θα πρέπει να εκτιμήσει το μέγεθος της τριβής στη δυσλειτουργία της σχέσης του. Θα πρέπει να εκτιμήσει σωστά καταστάσεις, συναισθήματα, βιώματα, εξαρτήσεις και την ίδια την σκληρή πραγματικότητα και να αποφασίσει με καθαρό μυαλό αν θα πρέπει να χωρίσει ή να μείνει μαζί.

Ο Darnieller φαίνεται ότι μοιάζει μπουχτισμένος ως αηδιασμένος από τα ζευγάρια που λαμβάνουν την απόφαση αυτή εύκολα και φαίνεται να θεωρεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την περίπτωση ενός ζευγαριού που θέλει να δουλέψει στο μυαλό του -αλλά και με το διάλογο- όλες τις λεπτομέρειες, κόντρα στην αυτοκαταστροφική του διάθεση. Παρακολουθεί λοιπόν το ζευγάρι που μεταβαίνει στη Florida για να αναπνεύσει νέο αέρα και να καταλήξει κι απο εκεί εστιάζει στις ψυχολογικές μεταπτώσεις, τις αδυναμίες και τα πάθη του, τους ατέλειωτους τσακωμούς, αλλά κι εκείνη την παράξενη έχθρα που νιώθουμε σε στιγμές για ανθρώπους που πραγματικά αγαπάμε. Με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο αγγίζει το ξέσπασμα και το καταλάγιασμά του με μια αγκαλιά και πολλές φορές γλυκόπικρες διαπιστώσεις.

Σ'αυτό το συναισθηματικό σκαμπανεύασμα γίνεται περιγραφικός, μεταφορικός, χιουμοριστικός. Δεν διστάζει να πει "Our love is like the border between Greece and Albania" στο τραγούδι "International Small Arms Traffic Blues", ή "I hope I lie, and tell everyone you were a good wife" στο "No Children", συμπληρώνοντας "And I hope you die! I hope we both die!". Κι αυτό το μαύρο χιούμορ δεν είναι παρά ανθρώπινο ξέσπασμα: "I hope that our few remaining friends give up on trying to save us / I hope we come up with a fail-safe plot to piss off the dumb few who forgave us". Με το τελευταίο κομμάτι του album ("Alpha Rats Nest"), το ζευγάρι, με άφθονο αλκοόλ να ρέει, και τα εσώψυχά του πραγματικά πονεμένα, έχει πλέον φτάσει πιο κοντά στο τέλος από ποτέ, επιδιώκοντάς το. Φαντάζεται το ίδιο του το σπίτι να πιάνει φωτιά, μα κι αυτό ίσως είναι άλλη μια μεταφορά... "Sing for the flames that will rip through here and the smoke that will carry us away"...

Είναι αλήθεια άγνωστος Χ το τι θα πράξει η 4AD με αυτό το album, μα δεν είναι και εύκολο να κάνει κανείς πολλά πράγματα με μια έτσι κι αλλιώς μη καινοτόμο και αρκούντως αρχετυπική indie-folk κυκλοφορία που, ακόμα κι αν δέχεται την πρόοδο ηχητικά σε σχέση με τους προκάτοχούς της, στηρίζεται κυρίως στο μοναδικό πνεύμα της εμπεριεχόμενης κελαρυστής και περιπαθούς ποίησής της. Αν πάλι δεν έχετε και ιδιαίτερη διάθεση για εκτός ίσως ενδιαφερόντων και βιωμάτων ενδοσκοπήσεις, θα σας προτείναμε και μουσικά κάποια κομμάτια αξιοπρόσεκτης μελωδικής τουλάχιστον πρωτογένειας (όσο είναι αυτό δυνατόν για μια τέτοια κυκλοφορία, έτσι;), όπως το -έχον την αύρα των Violent Femmes- "Southwood Plantation", την πιανιστική αρμονία του ¨No Children", το "See America Right" που με τη δυνατή rhythm section σχεδόν ροκάρει, τον ήσυχο καμβά του "Peacecocks", τις γλυκές μουσικές βινιέτες του "Old College Try", αλλά και το δυναμικό κλεισιμο του "Oceanographer's Choice".

Μαθαίνουμε ότι ο John Darnielle είναι φανατικός θαυμαστής groups όπως Kataklysm, Nile, Dark Tranquility, Morbid Angel, Arch Enemy. Τώρα πως γίνεται να ακούει death metal και να αναβιώνει απίστευτα το πνεύμα των πρώτων albums της Joni Mitchell είναι πραγματικά ένα αντικείμενο προς μελέτη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured