Το follow-up στο Parachutes που κυκλοφόρησε πριν δύο χρόνια, πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα και τους χάρισε και Grammy για το καλύτερο "εναλλακτικό" album, είναι ίσως το καλύτερο δυνατό από πλευράς ισορροπιών. Η δική τους άποψη για το rock παραμένει εσωστρεφής και ανάμεσα στον κορεσμό της brit-pop και την μετά Strokes εποχή, οι συγκρίσεις με τους Radiohead του The Bends παραμένουν, αλλά πλέον η απλότητα έχει δώσει τη θέση της σε πιο σύνθετες αναζητήσεις.

Τα καταφέρνουν λοιπόν περίφημα, αφού βγαίνει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες το δεύτερο δύσκολο album, σε τέτοιο σημείο που να υπερεκτιμάς την αξία του. Πέρα όμως από τις υποκειμενικές διαβαθμίσεις, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το A Rush of Blood to the Head είναι ένα καλοφτιαγμένο album.

To άνοιγμα με το "Politik" δείχνει ότι έχουν ωριμάσει, τουλάχιστον ως προς τις ενορχηστρωτικές τους αναζητήσεις, χωρίς όμως να ακούμε κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει. Συνέχεια με το πιασάρικο "In My Place", το οποίο ίσως μοιάζει και out-of-place εδώ (σαν να ξέφυγε από το ντεμπούτο), όμως δεν παύει να είναι ένα υπέροχο sing-along τραγούδι από αυτά που ξέρουν να γράφουν οι Coldplay.

Tο "God Put A Smile Upon Your Face", με τον τεράστιο drum ήχο μας μετακομίζει απότομα στα μεγάλα στάδια, αλλά μήπως δεν το κάνει και η καθαρκτική πιάνο/κιθαριστική μπαλλάντα -αλά U2- "The Scientist"; Μήπως το ίδιο δεν πράττει ο ήχος τους στο ρυθμικό "Clocks", με εκείνη την καθολική, ευφορική stadium rock χαρά των μαζών των 80s; Και είναι και κομμάτι που ίσως πολύ ήθελε να πει ο Bono.

Συνέχεια δυναμική με το "Daylight", όπου φαίνεται ότι ο Ian McCulloch έχει βάλει για τα καλά το χεράκι του (ή έστω έχει περάσει τη γνώμη του), και μια συμπαθητική εξόρμηση σε πιο folk/country πεδία με ακουστική κιθάρα και φωνητικά γεμάτα echo ("Green Eyes") να σπάει τον ασφυκτικό κλοιό της "μεγάλης" παραγωγής.

Και φτάνουμε σε μία ακόμα μπαλλάντα με πανέμορφο cello μέρος. Το "Warning Sign" φωνάζει επίσης "I'm Big!", αλλά η κορυφαία στιγμή του album έρχεται από το καταπληκτικό, depressing "A Whisper" που σε αγκαλιάζει αμέσως, αλλά παράλληλα σου δίνει πράγματα και μετά τις πρώτες ακροάσεις. Το album φεύγει με το ελαφρύ πολιτικό σχόλιο της μπαλλάντας "A Rush of Blood to the Head" και το "Amsterdam", μιας -κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος- μέσης δυναμικότητας πιάνο μπαλλάντα.

Οι Buckley-ισμοί του A Rush of Blood to the Head είναι μόνο ευχάριστοι -άλλωστε ο ενιαίος ήχος τους αρχίζει σιγά σιγά και γίνεται αντιληπτός ως ξεχωριστός, οι στίχοι του Chris Martin (περί θανάτου και αγάπης, περί γενικής παράνοιας και άλλων συναφών) έχουν βελτιωθεί, ενώ τα ευρύχωρα pop hooks του γεμίζουν τις κιθάρες, το πιάνο και τα έγχορδα που κατακλύζουν το album.

Φαίνεται ότι το μυαλό των Echo and the Bunnymen, Ian McCulloch, που έδωσε τις κατάλληλες συμβουλές κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων (μάλιστα "χάρισε" και backing φωνητικά), λειτούργησε καταλυτικά -δημιουργικά, αλλά και καθαρά ηχητικά κάποιες στιγμές. Πιο πολύ όμως φαίνεται ότι λειτούργησε η φιλοδοξία τους για ένα πιο arena pop/rock δίσκο, αλλά και η προφανής αγάπη τους για το 'Unforgettable Fire' των U2.

Ανάμεσα τους η ορχηστρική ψυχεδέλεια και κάποιες σκόρπιες ιδέες αναπνέουν, αλλά υπάρχει μια αίσθση άνεσης, παρά πρόκλησης, μια αίσθηση προβλέψιμου και ελεγχόμενου που (τουλάχιστον η πρώτη) μάλλον δεν έχει να κάνει με τους ίδιους, αλλά από το γεγονός ότι όλα αυτά που ακούμε στο "A Rush of Blood to the Head" κάθε άλλο παρά από παρθενογένεση έχουν προέλθει.

Ας μην ξεχνούμε όμως που απευθύνεται κυρίως. Βάζοντας στο μυαλό μια ατάκα βρετανού δημοσιογράφου για το album ("If an audience has to think about a song for too long, they forget to get their lighters out"), αλλά και το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο (εξαντλημένο) πεδίο το νέο τους album δεν είναι μόνο μια ευχάριστη αναλαμπή, αλλά ό,τι καλύτερο ακούσαμε τη χρονιά αυτή, δεν μας προξενούν εντύπωση οι διθυραμβικές κριτικές.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured