Οι δύο προηγούμενες δουλειές, ήτοι το πανέμορφο ντεμπούτο "Let's Cut the Crap and Hook Up Later On Tonight" (1998) και το follow-up "Kids from Philly" (2000), που έτυχε μάλιστα καλών ως διθυραμβικών κριτικών διεθνώς (και από το Avopolis) τους έφεραν ιδιαίτερα ψηλά στην εκτίμησή μας. Παραλλάσσοντας και χρησιμοποιώντας την αγάπη τους για τον Bruce Springsteen, τις ζεστές μελωδίες και σε δεύτερο βαθμό τους Faces, τους Replacements και τον Van Morrisson, δημιούργησαν μοναδικά ηχογράμματα που, αν και θύμιζαν πολλά, σε μουσική δύναμη απείχαν αρκετά από το μέσο όρο του αμερικάνικου rock'n'roll χάρτη.

Δεν θα πρέπει να μας κάνει λοιπόν εντύπωση η παρουσία του ίδιου του "boss", Bruce στο τελευταίο τους album (παίζει κιθαριστικό σόλο και τραγουδά στο ομώνυμο κομμάτι του album) που αγκάλιασε ακομπλεξάριστα αυτούς που κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν μέχρι και rock σωτήρες. Μόνο που η φυσική του παρουσία συνοδεύεται από μια αισθητή αλλαγή προσανατολισμών.

Λίγο η παρουσία του παραγωγού Owen Morris (The Verve, Ash, Oasis), λίγο τα νέα "κολλήματα" των δύο "σταθερών" των Marah, Dave και Serge Bielan, λίγο οι διαφορετικές πλέον προσδοκίες, αλλά και η αλλαγή της rhythm section (τρίτη αλλαγή σε τρία album!) συντελούν στη σημαντική "μεταμόρφωση" που -όπως ήταν αναμενόμενο- διχάζει.

Έτσι, εξακολουθούν να θέλγουν με το μουσικό τους χάρισμα -με την Springsteen επιρροή να γίνεται λιγότερο φανερή- αλλά εγκλωβίζονται από την πρόθεση να φτιάξουν τον απόλυτο bombastic δίσκο που θα τους μετατρέψει σε superstars. Ο Morris τους βοηθά να ξεφύγουν αφού το θέλουν από τους δρόμους της Philadelphia, τους σπρώχνει όμως προς άλλους, κορεσμένους, της Μ. Βρετανίας, οπότε τζάμπα ο κόπος -αφήστε που μένουν κάπου στη μέση.

Να τους πούμε βέβαια Αμερικανούς Oasis θα ήταν κάπως τραβηγμένο, αλλά είναι αλήθεια ότι πάσχουν πλέον από κοινές αρρώστιες, αν και όχι στον ίδιο, προχωρημένο, βαθμό. Τα επικά, ανθεμικά ρεφρέν, οι μεγάλες εισαγωγές, συναντιούνται ομοιόμορφα και γίνονται φορείς ενός modern rock ήχου για τις αρένες. Ακόμα και η ερμηνεία βραχυκυκλώνεται στο συγκεκριμένο ύφος.

Ok, σώπα και απόλαυσέ το, θα μου πει κάποιος. Ίσως να μην έχει και άδικο. Στο καλογυαλισμένο rock'n'roll τους υπάρχουν πλέον τα στροβιλίζοντα πλήκτρα, τα noisy ηχοστρώματα, οι επικαλυπτόμενες κιθάρες και μερικά ρεφρέν που είναι γραμμένα για να ξεσηκώνουν. Σίγουρα όμως από τους Marah δεν περιμένουμε ένα απλώς ευάκουστο album (μια και μέτριο ή κακό album είναι δύσκολο να μας δώσουν), στο οποίο το μεγάλο ταλέντο τους φυτοζωεί για να αντέξει τις stadium rock φιλοδοξίες τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured