Το «σ' αγαπώ» στην αρχή μου θύμισε για μια στιγμή Άγγελο Κυρίου. Βρισκόμαστε όμως εδώ μάλλον στο σημείο από το οποίο εκείνος αρχίζει τις δικές του παρ-ωδικές διαδικασίες. Η Εντεχνίλα των Λουδίας – το τρίτο τους δισκογραφικό βήμα – βρίσκεται σε μια από τις οριακές περιοχές της χρήσης της παρωδίας (από άποψη προσέγγισης/στόχου/αντ-απόκρισης), η οποία έχει να κάνει με τη φόρμα όπου επιλέγουν να πατήσουν και συγκεκριμένα το έντεχνο – φαινομενικά τουλάχιστον. Μιλάω για οριακές περιοχές διότι μάλλον είναι κοινός τόπος πότε το έντεχνο παίρνει την κατάληξη -ίλα, ενώ πρόκειται επίσης για μια περιοχή που έχουμε ήδη διασχίσει και τώρα νομίζω επαναδιαπραγματευόμαστε – αναφέρομαι εδώ στη σχέση μας με την παρωδία ευρύτερα στην ελληνική μουσική. Και λέω φαινομενικά διότι, τελικά, δεν θίγεται κανένα πεδίο που να αφορά στο έντεχνο και στις προεκτάσεις του: η Εντεχνίλα είναι ένας rock δίσκος, με την παρωδία να μένει στους στίχους και τη γενικότερη διάθεση, επιτυγχάνοντας μέτρια αποτελέσματα. Όχι ότι η Εντεχνίλα δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον. Για όσους τουλάχιστον διαθέτουν την όρεξη να αναζητούν τα σχόλια μιας γενιάς που πέρασε τα τριάντα σε μια χώρα η οποία συνεχίζει να κρύβεται από τα ψυχολογικά πάθη της δικιάς της καπιταλιστικής ενσωμάτωσης (με την ανάλογη επιμειξία) σε μια «περιοχή» που άλλοτε γεννά αναμνήσεις από προεφηβικούς έρωτες βαμμένους από το ζουμί κερασιών (“Τα Κεράσια”) και άλλοτε θίγει δομικά προβλήματα της ανάπτυξης της υπαίθρου (“Γέρο Γέρο” – turbocountry θα το έλεγα, κατ’ αναλογία των βαλκανικών turbofolk). Τραγούδια επίσης όπως το “Θύμα”, ο “Εργολάβος” (θυμίζει τον “Rocknrolla” του Guy Ritchie στον συνδυασμό μελωδίας και θέματος), το “Αντε Δανείσου”, ή το “Τι Άλλο Να Κάνω;” εκφράζουν την αγανάκτηση (πάντα με παρωδικό τρόπο) αυτής της γενιάς. Εμβόλιμα έρχεται και ένα (στρατο-)ρεμπέτικο, διότι η ντάγκλα έχει γόνιμες στιγμές αλλά κάποιες είναι πιο γόνιμες από άλλες: η σκοπιά από το 1991.  Δεν έχουν όμως όλα αυτά ιδιαίτερη σπιρτάδα – δεν μπορούν νομίζω να μιλήσουν εκ μέρους μιας γενιάς με τη δύναμη που π.χ. μιλούν οι Κόρε Ύδρο στην τελευταία τους δουλειά - αλλά και σε παλαιότερες στιγμές της δισκογραφίας τους. Για παράδειγμα, στην Εντεχνίλα βρίσκουμε κι αυτό κάποια στιγμή: «Πώς είναι της γυναίκας το μυαλό, σαν πίνακας Βαν Γκογκ είναι θολό». Μετατοπιζόμενοι στο μυαλό του Βαν Γκογκ αξίζει πιστεύω να διαβάσει κανείς το Ο Βαν Γκογκ Ο Αυτόχειρας Της Κοινωνίας, ενώ όσον αφορά στον χαρακτηρισμό θολό, έχει να κάνει νομίζω με την προσέγγιση του καθένα στην εκάστοτε τεχνοτροπία. Εδώ ας πούμε προσωπικά βρίσκω ότι υπάρχει μια ευκολία, παρά ένα ουσιωδώς σατιρικό σχόλιο. Πέραν όμως των στίχων, αλλά και της ποιότητας της παρ-ωδίας, βρίσκω και τις μελωδίες των Λουδίας να είναι «λίγες»: φροντισμένες, καλοπαιγμένες, μα από άποψη φαντασίας εμμένουν σε δοκιμασμένα, ασφαλή μονοπάτια. Δεν προκύπτει έτσι κάποιος κακός δίσκος, αλλά ούτε και καλός: κάπου στη μέση μένει το όλο πράγμα με την Εντεχνίλα.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured