Δεν ασχολούμαι στενά με το ελληνικό τραγούδι και έχω επιλέξει να μην γράφω κριτικές για μουσική η οποία δεν είναι «λόγια», αλλά αυτή είναι η δεύτερη εξαίρεση που κάνω μετά τη Δέσπω Βαρουδάκη. Κι αυτό γιατί, ακούγοντας τον Θέμη Καραμουταρίδη, τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και τη Νατάσσα Μποφίλιου πριν από κάποιους μήνες να παίζουν ζωντανά σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, πραγματικά ενθουσιάστηκα και από τα τέσσερα στοιχεία που κάνουν ένα τραγούδι ισχυρό: τον στίχο, τη μουσική, τη φωνητική ερμηνεία, αλλά και το άρτιο μουσικά συγκρότημα το οποίο πλαισίωνε την όλη προσπάθεια.  

Όταν πήρα λοιπόν το Μέχρι Το Τέλος στα χέρια μου, δεν απογοητεύτηκα. Κατά πρώτον είναι ένα από τα ελάχιστα άλμπουμ στα οποία αναγράφονται αλλά και φωτογραφίζονται με ισότιμο τρόπο και οι τρεις βασικοί συνεργάτες: ο στιχουργός (Γεράσιμος Ευαγγελάτος), ο συνθέτης και ενορχηστρωτής (Θέμης Καραμουρατίδης), η τραγουδίστρια (Νατάσσα Μποφίλιου). Κατά δεύτερον, δεν διέβλεψα ακούγοντάς το ούτε μια προσπάθεια κατασκευής με το ζόρι κάποιου σουξέ, αλλά και ούτε ενός δήθεν «εντεχνίζοντος» αποτελέσματος, καθώς στην Ελλάδα το έντεχνο έχει πια γίνει συνώνυμο με κάποιον που συνοδεύει τη φάλτσα φωνή του με μια ακόμα πιο φάλτσα κιθάρα με κάτι, ας το πούμε, που μοιάζει με στίχο. Και έχουμε αυτό το αποτέλεσμα, γιατί ένα άτομο τα κάνει όλα (στίχο, μουσική, ερμηνεία), πράγμα το οποίο κατεβάζει τα έξοδα παραγωγής, και ποιότητας θα συμπλήρωνα εγώ, αλλά και γιατί  είναι πιο εύκολα ελέγξιμος ο ένας από τους πολλούς.  

Κατά τρίτον, είδα καθαρά την προσπάθεια ως έναν κύκλο τραγουδιών και αυτό στην εποχή μας είναι σπάνιο. Σε μια εποχή όπου τα LP φροντίζουν να έχουν λίγο από όλα για να «πιάνουν» όλες τις ηλικίες και όλα τα γούστα, ξαφνικά εμφανίζεται μια δουλειά με ενότητα χώρου, χρόνου και θέματος. Ο τόπος είναι η Αθήνα, με γνωστά και αναγνωρίσιμα σημεία της, ο χρόνος μοιάζει να ξετυλίγει τις ώρες μιας ημέρας - το πρωί, το βράδυ, το απόγευμα κτλ. - το θέμα είναι η συνάντηση με τον άλλον, ό,τι και να είναι αυτός, φίλος ή εραστής, άλλωστε αυτό το τελευταίο διαπλέκεται γλυκά με  μιαν αίσθηση αμφιβολίας. Δεν έχουμε εδώ το γνωστό μοτίβο του αποστασιοποιημένου και μοναχικού ανθρώπου της πόλης που έχει μια σχέση απέχθειας με αυτήν αλλά αυτού του ανθρώπου ή των ανθρώπων οι οποίοι θεωρούν την πόλη πατρίδα τους, κόσμο τους, αγαπημένη μητέρα με τα καλά και τα κακά της, με τη θερμή αγκαλιά αλλά και την τιμωρία, με το δίκαιο αλλά και το άδικο, με το ενδιαφέρον της αλλά και την αδιαφορία της απέναντι στα παιδιά της.

Έχουμε να κάνουμε εν τέλει με μια προσπάθεια δημιουργίας σύγχρονου αστικού τραγουδιού με κάποια διάρκεια. Ενός σύγχρονου αστικού τραγουδιού που θα ήταν πολύ χρήσιμο να έφτιαχνε σχολή. Αυτό άλλωστε δεν έκαναν οι ρεμπέτες και οι μπλουζίστες, καθώς τα τραγούδια τους σε ξεναγούν στην αστική ζωή και στις συνήθειές της, στην καθημερινότητα που κρύβει κάποια γοητεία η οποία αξίζει να επαναδιατυπωθεί καλλιτεχνικά; Η μουσική εμφανίζει να έχει την ίδια ενότητα με τον στίχο, προβάλλει τον λόγο, αν και κάποιες φορές μοιάζει επαναλαμβανόμενη προσπαθώντας να κρατήσει, ορθά βέβαια, μια συνέχεια από το ένα τραγούδι στο άλλο. Η ενορχήστρωση εξαιρετική με έμφαση στα ακουστικά όργανα∙ ιδιαιτέρως ευχαριστήθηκα τα όργανα με δοξάρι (βιολί, βιόλα, τσέλο) αλλά και το πιάνο. Η Νατάσσα Μποφίλιου απροσδόκητα καλή, τόσο τονικά, όσο και ερμηνευτικά, μια φωνή με πολλές δυνατότητες, η οποία ισορροπεί εντέχνως στις pop, λαϊκές και rock καταβολές της, με πλούσια συναισθηματική παλέτα.

Ελπίζω σε μια ακόμα καλύτερη συνέχεια και για τους τρεις μαζί.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured