Καθώς πρόσφατα ξεμπέρδεψα κι εγώ με τον άσκοπο βραχνά που μας έχει φορτώσει το ελληνικό κράτος και ακούει στο όνομα «υποχρεωτική στρατιωτική θητεία», είχα ένα επιπλέον ενδιαφέρον για να κρατήσω για την αφεντιά μου την κριτική αυτού του album - πέρα από το ότι παρακολουθώ στενά, έτσι κι αλλιώς, τη δισκογραφία του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο έξω από τα συνηθισμένα, απαρτιζόμενο από μελοποιημένα στιχάκια-συνθήματα, τα οποία ο Κηλαηδόνης μάζευε μεθοδικά από τη γνωστή σε όλους στήλη της Ελευθεροτυπίας «Φαντάρε Πού Πας;», ήδη από το 1986. Στιχάκια γραμμένα δηλαδή από απλούς ανώνυμους φαντάρους, εμπνεύσεις της στιγμής τροφοδοτημένες από την αντίδραση κάθε νέου απέναντι στα παράλογα και τα τραγελαφικά της θητείας. Το album αυτό είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 2001, μέσω του περιοδικού Δίφωνο. Η τότε έκδοση ήταν συμπαθής, μα αρκετά φτωχή - ούτε στίχοι, ούτε καν τίτλοι τραγουδιών δεν αναγράφονταν, ενώ το υλικό, από μουσικής άποψης, ξεχώριζε περισσότερο για την πρωτοτυπία και την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος, παρά για την αισθητική του λαμπρότητα: ήταν εμφανές, στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά, ότι μπορούσε να γίνει και καλύτερη δουλειά. Ακριβώς αυτό έπραξε, λοιπόν, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σε αυτή τη νέα version των Φανταρίστικων, όπου το αυθεντικό υλικό έτυχε καλύτερης παραγωγής, εμφανώς πιο φροντισμένων ενορχηστρώσεων, μα και το κυριότερο - ερμηνειών ασυναγώνιστων, από μια πλειάδα εκλεκτών καλεσμένων. Στην πρώτη έκδοση του album βασικός ερμηνευτής ήταν ο ίδιος ο Κηλαηδόνης, τον οποίον είχαν τότε συνδράμει, λέγοντας ο κάθε ένας τους από ένα κομμάτι, ο Γιώργος Νταλάρας, η Πόλυ Πάνου και ο Χάρρυ Κλυνν. Οι συμμετοχές τους βρίσκονται βέβαια και εδώ και ο Κηλαηδόνης κρατάει και πάλι κάποια τραγούδια για τον εαυτό του. Τα υπόλοιπα όμως τα προσφέρει τώρα στον Διονύση Σαββόπουλο, στον Γιάννη Πάριο, στον Δημήτρη Μητροπάνο, στον Φοίβο Δεληβοριά, στον Γιάννη Γιοκαρίνη, στον Γιώργο Μαργαρίτη, στον Μανώλη Μητσιά, στον Βαγγέλη Γερμανό, στον Γιάννη Μηλιώκα, στον Μπάμπη Τσέρτο, στον Αντώνη Καφετζόπουλο, στον Γρηγόρη Ψαριανό, καθώς και στον Δώρο Δημοσθένους. Όλοι οι καλεσμένοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου και τραγουδώντας με κέφι, εντασσόμενοι αρμονικά στο πνεύμα της δουλειάς. Καθώς μάλιστα το κάθε τραγούδι είναι αναπόφευκτα πολύ σύντομο σε διάρκεια (το μεγαλύτερο διαρκεί ένα λεπτό και 41 δευτερόλεπτα!), ο ακροατής σχηματίζει την εντύπωση μιας μεγάλης παρέας, όπου ο κάθε ένας παίρνει με τη σειρά το μικρόφωνο, διηγούμενος τις δικές του περιπέτειες. Αυτή η ενότητα αποτελεί μια από τις μεγάλες κατακτήσεις του album, για την οποία κύριος υπεύθυνος είναι βέβαια ο Κηλαηδόνης. Γιατί γράφοντας απλά, λιτά, καίρια και με χιούμορ, όπως πάντα ήξερε να κάνει, πλάθει αυτή την παρεΐστικη ατμόσφαιρα χωρίς καμία απόπειρα ψευτο-εντυπωσιασμού και δίχως να εισάγει την οποιαδήποτε περιττή περικοκλάδα. Ως ερμηνευτής δε τραγούδησε με εκείνη τη γνωστή του γλεντζέδικη και περιπαικτική διάθεση, που τον καθιέρωσε κάποτε ως έναν από τους πιο δημοφιλείς - μα και πιο ανατρεπτικούς - τραγουδοποιούς μας (“Χαφιές Μην Καταντήσεις”, “Όταν Θα Πάρω Το Χαρτί”, “Έμπλεξα Με Τους Καραβανάδες”). Η αναζήτηση των καλύτερων στιγμών είναι, για τους παραπάνω λόγους, ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Αν πάντως πρέπει να σταθώ ιδιαιτέρως σε κάποια σημεία, θα το κάνω για το “Όποιος Θα Πάει Στο Στρατό”, όπου ο ίδιος ο Κηλαηδόνης τραγουδάει με αμίμητο τρόπο το φοβερό τετράστιχο «Όποιος θα πάει στο στρατό και δε θα βλαστημήσει/Του δίνω τη διεύθυνση να ’ρθει να με γαμήσει», για το “Το Πρώτο Μου Συσσίτιο”, ασυναγώνιστα τραγουδισμένο από τον Γρηγόρη Ψαριανό, για τον μοναδικό τρόπο που αποδίδει ο Σαββόπουλος το “Συσσίτιο, Κατάκληση Και Η Μισθοδοσία”, καθώς και για τα εκπληκτικά τραγουδισμένα από τον Φοίβο Δεληβοριά “Αρβύλες, Μπείτε Στη Γραμμή” και “Δεν Είναι Κρίμα Κι Άδικο;” - με τον δίχως σχόλια στίχο «Δεν είναι κρίμα κι άδικο να είμαι εγώ οπλίτης/Και τη δικιά μου γκόμενα να τη γαμεί πολίτης;». Άξιοι όμως αναφοράς είναι επίσης ο πάντοτε έξω καρδιά Γιάννης Γιοκαρίνης, που μόνο αυτός θα μπορούσε να δώσει στο “Αγαπώ Την Κική, Γαμώ Το Ναυτικό” ό,τι ακριβώς του χρειαζόταν, καθώς και ο Γιώργος Μαργαρίτης για την ατόφια λαϊκή αλητομαγκιά του “Ο Διοικητής Με Ρώτησε”. Συμπερασματικά, πρόκειται για μια απολαυστική δουλειά εκ μέρους του Λουκιανού Κηλαηδόνη, και πολύ καλά έκανε θεωρώ που μπήκε στον κόπο να τη ξαναβγάλει, με αυτήν τη μορφή. Οπωσδήποτε βέβαια πρόκειται για έναν δίσκο με στενότερο αντρικό ενδιαφέρον - οι γυναίκες μάλλον θα βαρεθείτε, όπως όταν σας διηγούμαστε ιστορίες από τον στρατό που δεν σημαίνουν τίποτα για εσάς και εσείς προσπαθείτε να μας το κόψετε αποκαλώντας μας γκρινιάρηδες και κακομαθημένους...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured