Ένα από τα θέματα συζητήσεων που διαιωνίζονται ανάμεσα σε μουσικόφιλους (ή καλύτερα μεταξύ της αφεντιάς μου και ορισμένων αγαστών συνδαιτυμόνων, για να μην κάνω ανούσιες γενικεύσεις) όταν φτάνει η ώρα να μιλήσουμε για δίσκους, μουσικούς κ.ο.κ., μπορεί να συνοψιστεί στο εξής δίλημμα: πρέπει να περιορίζουμε την αναφορά μας στα άμεσα συγκρινόμενα, προσδίδοντας ίσως περισσότερο κύρος στην επικείμενη σύγκριση; Ή οφείλουμε να την τοποθετούμε απαραιτήτως στο γενικό κάδρο –διατηρώντας, βεβαίως, υπόψη τις όποιες ιδιαιτερότητες; Έχει αξία το «για αυτό που παίζει καλός είναι» ή πρόκειται περί μιας διαλεκτικής υπεκφυγής; Μην έχοντας διαλέξει ολοκληρωτικά στρατόπεδο –βρίσκοντας δηλαδή κάλυψη και στα δύο– το Latin των Holy Fuck ήρθε να μου διαταράξει την ηρεμία που μου προσέφερε η, ούτως ειπείν, διπλωματία μου. Κι αυτό γιατί τα συναισθήματα που μου προκαλεί, η αναγωγή την οποία –άθελα ή θελημένα– κάνω τόσο στον προηγούμενο δυναμίτη τους όσο και στον παραπάνω προβληματισμό, όπως και οι όποιες ποιοτικές αποτιμήσεις προκύπτουν από αυτά, δεν με οδηγούν σε σαφές συμπέρασμα. Κάθε άλλο μάλιστα: ενδυναμώνουν χαιρέκακα την αξιολογική μου τρικυμία…

Έτσι, για όποια πρόταση επεξεργάζομαι, επέρχεται τελικώς και η διάψευσή της. Και ως γνωστόν 1 + (-1) = 0... Σκέφτομαι λοιπόν, επί παραδείγματι, ότι το Latin είναι πραγματικά αξιόλογος δίσκος. Και, αν τον ανάγεις στους ίδιους όρους με τους οποίους διάφοροι αναγόρευσαν, δυόμισι χρόνια πριν, τους Καναδούς ως το (περίπου) next big thing αυτής της αντίδρασης του post/math rock με τη δυναμική electronica (ή απλώς dance rock;), τότε, ναι, διατηρεί τη θέση των δημιουργών του στην κορυφή αυτού του μικρόκοσμου. Αν όμως τοποθετήσεις τους δύο δίσκους στη μεγάλη εικόνα μάλλον το μεν (Latin) θα κρυφτεί πίσω από το δε (LP), όχι κατ’ ανάγκην επειδή προκύπτει τόσο φανερά υποδεέστερο, αλλά διότι, όπως και να το κάνουμε, το έργο το έχουμε ξανακούσει –και μάλιστα, πιθανώς κατά τι καλύτερα. Ή, για να δώσω άλλο παράδειγμα, μπορεί κάποιος να πει ότι τώρα οι Holy Fuck βγάζουν έναν πιο ώριμο εαυτό, γεύονται το απόσταγμα των όποιων νεωτερισμών έφεραν με το LP. Από την άλλη, μια πιο λελογισμένη χρήση της έντασης δεν σημαίνει –καλά και ντε– ότι ανοίγει μπροστά τους την πόρτα της εξέλιξης (ή της ωρίμανσης). Ούτε και η μετατροπή από ντουέτο σε κουαρτέτο φέρνει από μόνη της νέους δρόμους έκφρασης.

Επομένως, τέτοιες ανεπαίσθητες αλλαγές στο καλλιτεχνικό άρμα των Holy Fuck μας οδηγούν άραγε στο συμπέρασμα ότι αρνούνται να αποδεχθούν τις –πράγματι– τρελές ταχύτητες που έχουν πάρει σήμερα οι κοινωνίες μας και κατά συνέπεια και οι μουσικές τους αποφύσεις; Ότι αρνούνται, επίσης, τον υφέρποντα ελιτισμό πολλών εξ’ ημών, όσων αναγορεύουμε την εξέλιξη ή το νέο σχεδόν σε προϋπόθεση καλλιτεχνικής ύπαρξης; Και, ως εκ τούτων, προσπαθούν με το Latin απλώς να βελτιώσουν έναν υπάρχοντα ήχο, χωρίς το όποιο (χρονικό ή ακόμη και καλλιτεχνικό) άγχος; Ή μήπως πρέπει να κρίνουμε τη βελτιωτική προσπάθεια αυτή καθ’ αυτή και μάλιστα να την υποβάλουμε σε τεστ αντοχής στην ανοικτή μουσική θάλασσα; Το ζήτημα δεν είναι μόνο σημειολογικό, είναι και οντολογικό.

Όσον αφορά μια περιορισμένη οπτική αυτής της οντολογικής πλευράς –την αντιμετώπιση, δηλαδή, του Latin με τη μεγαλύτερη δυνατή αποστασιοποίηση– επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για έναν πραγματικά αξιόλογο δίσκο. Διαθέτει συνθέσεις που τελικά σε πείθουν ότι διαμορφώνουν επιτυχώς το κλίμα, την ατμόσφαιρα την οποία είναι προορισμένες να καλλιεργήσουν. Το “P.I.G.S.”, ας πούμε, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, που καθιστά πιο άρτια την αισθητική τους για αυτό το…post-post rock, με τα σκονισμένα keyboards να δίνουν το ηλεκτρονικό υπόβαθρο στην αυξομειούμενης έντασης ρυθμολογία. Το “SHT MTN” πάλι χτίζει έναν ενδιαφέροντα και σχετικά διακριτικό λαβύρινθο πάνω στο αρχικώς ξερό rhythm section, ενώ το μανιασμένο “Stilettos” αποτελεί την αιχμή του δόρατος στο ξεσηκωτικό παιχνίδι των Καναδών. Δίπλα σε αυτά στέκουν κι άλλες πέντε (βγάζω το εισαγωγικό –και ολίγον ναρκοληπτικό– “MD”) συνθέσεις, άλλες αξιόλογες, άλλες πιο μέτριες. Το σύνολο που δημιουργείται πάντως δεν είναι καθόλου αμελητέας ποιοτικής επάρκειας και το συναισθηματικό του υπόβαθρο ικανοποιητικά δομημένο.

Ωστόσο, τα υλικά είναι μάλλον παρόμοια με το LP. Και θέλοντας και μη, οι συγκρίσεις οι αναθεματισμένες έρχονται –και πιθανότατα δεν είναι υπέρ του Latin. Όσο και να θέλουν οι Holy Fuck να το προχωρήσουν το θέμα (αν θέλουν) διαπιστώνεις ότι κυρίως κάνουν καλά ό,τι έκαναν δυόμισι χρόνια πριν και τα όποια νέα στοιχεία υπάρχουν χρησιμεύουν ως διακοσμητικά στολίδια, ελάχιστης πρακτικής σημασίας. Ε, μην κοροϊδευόμαστε κιόλας, δεν έφεραν και καμιά επανάσταση με το LP ώστε να πάρουν τον χρόνο να τη χωνέψουν (άλλοι άλλαξαν τρεις φορές –που λέει ο λόγος– προσανατολισμό σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα). Τα σημαντικότερα από τα διόλου αμελητέα πράγματα που έφεραν τότε αποτέλεσαν μια καλοζυγισμένη γροθιά στο στομάχι της υπναλέας εναλλακτικότητας και μια ανάσα ανανέωσης στο κουρασμένο της πνεύμα. Πώς να το κάνουμε λοιπόν, όταν έχεις τις ίδιες επιδιώξεις, δεν μπορείς να δρας με τον ίδιο τρόπο και να περιμένεις τα ίδια (ή και καλύτερα) αποτελέσματα. Αφενός ο αιφνιδιασμός του τότε λογαριάζεται πλέον ως τακτική επίθεση (και άρα η παραπάνω γροθιά αποκρούεται ευκολότερα) και αφετέρου η ανανέωση με όμοιους όρους μάλλον κάτι σε ρουτίνα βγάζει. Ή μήπως όχι;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured