Η Tamako αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τόκιο, αλλά τώρα ζει με τον πατέρα της στο Kofu. Η Tamako δεν βοηθάει τον πατέρα της ούτε προσπαθεί να βρει μια θέση εργασίας. Περνάει τον καιρό της με το να τρωει και νακοιμάται όλες τις εποχές του χρόνου.
«Σε αυτόν τον κόσμο της αβεβαιότητας, θα είμαστε πιο ευτυχισμένοι αν μπορούσαμε να προβλέψουμε το μέλλον ...;" Τι θα κάνατε αν όλα τα όνειρά σας είχαν έναν τρόπο να γίνονται πραγματικότητα ... συμπεριλαμβανομένων των εφιαλτών;
Τέσσερις γυναίκες, που έχουν τις δικες τους διαφορετικές λύπες, επιβιβάζονται σε ένα οδικό ταξίδι. Θα κοιτάξουν πίσω στο παρελθόν τους και θα ξαναρχίσουν τη ζωή τους.
Τέλη της δεκαετίας του 1930, κατά την ημέρα της πρώτης συνάντησης του Μουσολίνι με τον Χίτλερ. Η Αντονιέτα μένει μόνη σπίτι, αφού ο φασίστας σύζυγος της πηγαίνει να παρακολουθήσει το ιστορικό γεγονός. Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσει η φιλία της με τον μυστηριώδη γείτονα Γκαμπριέλε.
Ενας αριστερός καθηγητής θέλει να μάθει την αλήθεια σχτικά με τους δύο άντρες που σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια ενός κυνηγετικού πάρτι. Αλλά η Μαφία, η εκκλησία και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί δεν θέλουν να μάθει.
Η Μαργαρίτα ζει στους ρυθμούς της υπέρ-απαιτητικής της θέσης στην πολυεθνική που εργάζεται και αντιμετωπίζει δουλειά και σχέσεις με σιδερένια πυγμή. Στα γενέθλια των 40 της, ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος της παραδίδει το πρώτο από μια σειρά γραμμάτων που θα αλλάξουν τα πάντα:
"Αγαπητέ μου εαυτέ. Σήμερα είμαι επτά χρονών και σου γράφω αυτό το γράμμα για να μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις που έδωσες όταν ήσουν μικρή και να θυμάσαι όλα όσα θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις."
Είναι το γράμμα που έγραψε η ίδια στον εαυτό της για να μην ξεχάσει τι πραγματικά θέλει από τη ζωή...
Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ. Ο Πάμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς), σύμφωνα με την κοινή πρακτική που ακολουθούσαν οι δημιουργοί στις αρχές της περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Μήπως σας φαίνονται κάπως γνώριμα όλα αυτά; Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, οι οποίες όμως παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά γνώριμες και σήμερα. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.
Αυθ. Τίτλος: Die Dreigroschenoper/L'opéra de Quat' Sous
Ο Βόσνιος Ντένις Τάνοβιτς ταξιδεύει στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το 1993 στη Γιουγκοσλαβία, όπου δυο στρατιώτες από τη Βόσνια περιπλανούνται στα εδάφη τους και πέφτουν θύματα βομβιστικής επίθεσης. Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Ξένης Ταινίας, Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες, Βραβείο Σεζάρ και Βραβεία Κοινού στα Φεστιβάλ Ρότερνταμ, Σαν Σεμπαστιάν και Σεράγεβο, γι’ αυτό το συγκλονιστικό αντιπολεμικό δράμα.
Ασπρόμαυρο αντιπολεμικό δράμα από τα Σκόπια, σε σκηνοθεσία Μίτσο Μαντσέφσκι, που έφτασε μέχρι το Όσκαρ Ξένης Ταινίας και πήρε το Χρυσό Λιοντάρι, το Βραβείο FIPRESCI κι ακόμη τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Βενετίας. Σε ορεινή περιοχή των Σκοπίων ένας νεαρός ορθόδοξος μοναχός κρύβει στο μοναστήρι του μια νεαρή μουσουλμάνα Aλβανίδα, που την ψάχνουν. Στο Λονδίνο, μια Αγγλίδα δεν ξέρει αν πρέπει ν’ ακολουθήσει τον απόμακτο σύζυγό της ή τον Σκοπιανό φωτογράφο-εραστή της.
Μια γυναίκα με τη 12χρονη κόρη της προσπαθούν να επιβιώσουν στην αιματοκυλισμένη χώρα τους, μετά το φρικτό εμφύλιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Χρυσή Αρκούδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου και διακρίσεις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, γι’ αυτή τη βαθιά ουμανιστική ταινία από τη Σερβία, σε σκηνοθεσία Γιασμίλα Σμπάνιτς. Εξαιρετική η ερμηνεία τις Μιριάνα Καράνοβιτς.
Ο Ίρβιν Γιάλομ, σήμερα 82 ετών, είναι αμερικανός ψυχοθεραπευτής, συγγραφέας κι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής ψυχοθεραπείας. Εκτός από το ακαδημαϊκό του έργο, είναι ευρύτατα γνωστός και για τα μυθιστορήματα του που έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.
Κατά τα τελευταία 40 χρόνια, ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ταξιδεύει ανά τις ηπείρους, στα χνάρια μιας ανθρωπότητας που συνεχώς αλλάζει. Έγινε μάρτυρας των μεγαλύτερων γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας και είχε να παρουσιάζει ένα τεράστιο φωτογραφικό αρχείο ως αφιέρωμα στην ομορφιά του πλανήτη.