Πριν την επίσημη, 1η του μέρα, το νέο underground φεστιβάλ της Αθήνας ξεκίνησε με προθέρμανση στο Temple, τον ανακαινισμένο δηλαδή χώρο στο Γκάζι όπου βρισκόταν παλιότερα το KooKoo. Έχοντας τον τίτλο «Opening Rites», η βραδιά ήταν πράγματι ένα τελετουργικό μύησης στην πειραματική όψη της ηλεκτρονικής μουσικής, προσφέροντας μια ατμόσφαιρα μεταξύ ονείρου και ζοφερής πραγματικότητας.

Ας πάρουμε ωστόσο τα πράγματα από την αρχή. Το Temple είναι ένας καινούριος, πολλά υποσχόμενος χώρος στα μουσικά (και όχι μόνο, κατά πώς φαίνεται) δρώμενα της πόλης. Μπορεί τα ίχνη της πινακίδας του KooKoo να μένουν ακόμη αχνά στην πρόσοψή του, ωστόσο ο «ναός» που θα στεγάσει το όραμα της 3 Shades of Black –διοργανώτριας εταιρίας του Fraternity Of Sound– είναι ένας προσεγμένος χώρος. Ο κόκκινος φωτισμός, σε συνδυασμό με το γήινο στοιχείο του πλίνθου στο εξωτερικό, χτίζει μια ίντριγκα. Και αφού περάσεις την πόρτα, καταλαβαίνεις ότι η βιομηχανική απλότητα του χώρου δεν αστειεύεται, με φωτισμούς στα χρώματα του μπλε και του κόκκινου να κάνουν το μέρος κατάλληλο σκηνικό για επόμενη ταινία του David Lynch.

Πρόκειται για έναν σκοτεινό μεν, clean-cut δε χώρο, χωρίς πολύ φορτωμένα bars ή περαιτέρω στοιχεία που να προδίδουν κάποια αισθητική υπερβολή. Αν μη τι άλλο, ο υποτονικός φωτισμός και η διαμόρφωσή του, αφήνουν την προσοχή σου να αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο σε ό,τι εκτυλίσσεται επί σκηνής.

Εάν βέβαια δεν είσαι καλά ενήμερος για τους σύγχρονους πειραματισμούς στην ηλεκτρονική μουσική, χρειαζόσουν έναν καλό οδηγό ανά χείρας γι' αυτά τα opening rites. Το πρόγραμμα ωστόσο της βραδιάς είχε επιμεληθεί η αθηναϊκή ομάδα Coherent States, ειδήμων στον χώρο, με κυκλοφορίες CDs, LPs, zines και κασετών στο ιστορικό της. Συνθέτοντας ένα σύντομο ταξίδι στον καθόλα δραστήριο κόσμο των ηλεκτρονικών, συγκέντρωσε λοιπόν σε ένα πρόγραμμα σχεδόν 3.5 ωρών στιγμιότυπα από το ευρύ φάσμα της.

63wwFroprt_2.png

63wwFroprt_3.png

Μιας και το πρόγραμμα της βραδιάς είχε ήδη ανακοινωθεί εδώ και μέρες, φρόντισα να είμαι στην ώρα μου στο Temple. Με μια μικρή καθυστέρηση 10 λεπτών, ο Έλληνας Dead Gum, κατά κόσμον Παναγιώτης Σπούλος, ξεκίνησε το δικό του live set, ρίχνοντάς μας στα βαθιά, κρυμμένος πίσω από τα γυαλιά ηλίου του ή γυρνώντας μας ενίοτε την πλάτη, με παραμορφωμένους ήχους, σκληρές κιθαριστικές πινελιές και απόκοσμα φωνητικά.

63wwFroprt_4.png

63wwFroprt_5.png

Μετά το 25λεπτο set του Dead Gum, σειρά είχε η Δανή Frederikke Hoffmeier, η οποία δραστηριοποιείται την τελευταία 7ετία με το ψευδώνυμο Puce Mary. Aνέβηκε στη σκηνή του Temple αποφασισμένη να μας αποπλανήσει με αδίστακτα μπάσα, field και vocal recordings, καθώς και live voice performance. Με το “If I Could Look Out Your Eyes, I Would” να παρασύρει τόσο την ίδια, όσο το και το κοινό σε ένα ηχητικό και συναισθηματικό ντελίριο, τα πάντα στον χώρο συνέδραμαν στη διαμόρφωση μιας οριακής κατάστασης, της οποίας όλοι έγιναν κοινωνοί.

Αν και το ωρολόγιο πρόγραμμα βρισκόταν ήδη πίσω κατά 20-25 λεπτά κατά μέσο όρο, δεν αποτελούσε πρόβλημα. Ο κύριος χώρος μπροστά από τη σκηνή ήταν ικανοποιητικά γεμάτος, με ανθρώπους που γνώριζαν ο ένας τον άλλον, μιλούσαν, χαμογελούσαν, αγκαλιάζονταν –συμπεριφορές που με έκαναν να σκεφτώ πως αυτό ακριβώς το αίσθημα της κοινότητας λείπει τόσο στη μουσική, όσο και από την πόλη. Το περιβάλλον ήταν δηλαδή τόσο οικείο σε όλους, όσο και η σιγή που επικρατούσε κατά τη διάρκεια των live sets. Κι αυτό είναι άλλο ένα στοιχείο που λείπει από τις μουσικές σκηνές: ο σεβασμός.

63wwFroprt_6.png

63wwFroprt_7.png

Η βραδιά έφερε σύντομα τον Colin Potter έμπροσθέν μας, έναν σωστό βετεράνο των ηλεκτρονικών πειραματισμών από τη Μεγάλη Βρετανία, μέλος επίσης των Nurse With Wound, που θα εμφανίζονταν την επόμενη μέρα του φεστιβάλ. Με live looping, με ώριμο, φιλτραρισμένο ήχο και με ψυχεδελικά visuals, κράτησε το κοινό με το βλέμμα καρφωμένο στη σκηνή μέχρι τις 22:30.

63wwFroprt_8.png

63wwFroprt_9.png

Με τη μεγαλύτερη προετοιμασία έως εκείνη την ώρα, αφού πέρα από τα μηχανήματα του καλλιτέχνη στήθηκε στη σκηνή και μια σειρά από φυτά εσωτερικού χώρου, ο εκκεντρικός Croatian Amor (Loke Rahbek) ανέβηκε δέκα λεπτά πριν από τις 23:00 στη σκηνή, για το φινάλε των live sets. Εάν ένα πράγμα ξεχώρισε την παρουσία του Δανού καλλιτέχνη, πέρα από το εμπλουτισμένο σκηνικό, αυτό ήταν το παιχνίδι του μεταξύ οικείου και ανοίκειου.

63wwFroprt_10.png

Με sampling από pop κομμάτια, αποσπάσματα ταινιών και ηχογραφήσεων, κατάφερε να δημιουργήσει εκείνο το «ασφαλές» κλίμα, για να το συνθλίψει και να το αποδομήσει δευτερόλεπτα μετά, ως μηδενιστική αυθεντία. Το ίδιο παιχνίδι αποφάσισε να παίξει και στα visuals (για χάρη της ευκρίνειας των οποίων θα προτιμούσαμε μάλλον να θυσιαστεί κάπως το παιχνίδι των φωτορυθμικών), τα οποία κινήθηκαν μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, κατάπτωσης και απελευθέρωσης, καθαρότητας και σύγχυσης.

63wwFroprt_11.png

Έφυγα υπό τα ηλεκτρονικά breaks του Jay Glass Dubs (Δημήτρης Παπαδάτος) με τη σκέψη ότι το Temple είναι ένας χώρος που έλειπε από την Αθήνα και ότι το Fraternity of Sound έκανε μια εξαιρετική πρώτη εντύπωση. Εύσημα λοιπόν τόσο στη 3 Shades of Black, όσο και στο μικρό κοινό της Αθήνας που συμπεριφέρθηκε ως κοινότητα σε αυτό το πρώτο κάλεσμα.

{youtube}5QCj-YyjLKM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured