Συνέβη κάτι παράξενο στην 1η «επίσημη» μέρα του νέου φεστιβάλ Fraternity of Sound. Οι Circle, οι ήρωες με τα κολάν, έδωσαν μια παράσταση γεμάτη θεατρινισμό, ροκ κλισέ και υπερβολική πόζα, ωστόσο το βραβείο κοινοτοπίας και άσκησης ύφους προσωπικά θα το έδινα στους σίγουρα πιο διαφημισμένους, πιο «σοβαρούς» και πιο «εναλλακτικούς» Soft Moon και σε ό,τι εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με διεγερτικό post-punk, ενώ κάτω από την επιφάνεια το ενδιαφέρον και η ουσία όλο και αραίωναν.

63wFos1_2.jpg

63wFos1_3.jpg

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Ή σχεδόν από την αρχή, διότι δεν πρόλαβα δυστυχώς το πρώτο σχήμα της βραδιάς, τους Maggot Heart, καθώς η ρημάδα η ταξική συνθήκη θέλει την Παρασκευή μια τυπική κατά τα άλλα εργάσιμη. Μπήκα έτσι στο Fuzz μόλις οι Kooba Tercu βρίσκονταν στο πρώτο τους (εικάζω) σπάσιμο.

63wFos1_4.jpg

Κι ομολογώ πως με δεξιώθηκαν καταλλήλως. Μετά το περπάτημα στην οδό Χαμοστέρνας, οι Kooba Tercu μού έδωσαν ακριβώς την ποσότητα αστικής νεύρωσης που χρειαζόμουν για να έρθω στα ίσα μου. Διότι, όπως αντιλήφθηκα τη μουσική τους (με την οποία, παρεμπιπτόντως, γνωριστήκαμε εκεί, στο επιτόπου), το αθηναϊκό σχήμα είναι θεμελιωδώς προϊόν του άστεως (του σημερινού άστεως) και των νευρώσεών του, όπως ήταν στα 1990s συγκροτήματα σαν τους Alice In Chains.

63wFos1_5.jpg

Οι Kooba Tercu παίζουν ένα είδος ροκ το οποίο είναι αρκετά εύκαμπτο και πολυσυλλεκτικό, θορυβώδες και ταυτόχρονα ομιχλώδες, και σε κάθε περίπτωση ικανό να περιηγηθεί μέσα στα σπαράγματα αναφορών και αφηγήσεων που χρησιμοποιεί. Εξ ου και η σχεδόν ωριαία επιτέλεσή του στη σκηνή του Fuzz δεν είχε να κάνει μόνο (ή δεν είχε να κάνει τόσο) με τραγούδια που ακολουθούσαν διαδοχικά το ένα το άλλο, μα περισσότερο με μια συνεχή ροή γεμάτη φουσκώματα και ξεφουσκώματα, διαφορετικής πυκνότητας και έντασης.

63wFos1_6.jpg

Μέσα σ’ αυτήν τη ροή, ο παροξυσμός ενός noise-punk ξεσπάσματος συγκατοικούσε με κάτι που θα μπορούσε να ήταν μια πιο σκοτεινή και λιγότερο hippy εκδοχή των πρώιμων Animal Collective ή με μια αποδομημένη, ατελής και σχεδόν ντροπαλή μελωδία της κιθάρας· το καθένα, δηλαδή, αποκτούσε τη δική του αφηγηματική σημασία. Ομοίως, όταν στάθηκαν στο “Double Dare” των Bauhaus, σε μια διασκευή που ίσως καθαυτή δεν ήταν ιδιαίτερα τολμηρή: ήταν όμως εκείνη που έπρεπε για τη στιγμή στην οποία ακούστηκε και για τον ρόλο τον οποίον κλήθηκε να επιτελέσει. Οι Kooba Tercu είχαν επιπλέον μια πολύ καλή σχέση μεταξύ δόμησης και αποδόμησης και διατηρούσαν τον παλμό της μουσικής τους μέσα στις διάφορες θέσεις του διπόλου, δίνοντας, γενικώς, ένα αξιοπρόσεκτο λάιβ.

63wFos1_7.jpg

Η συνέχεια ήταν αρκετά διαφορετική, όχι μόνο ως προς τους Kooba Tercu, αλλά και γενικότερα, με τους Circle να δίνουν μάλλον το πιο αμφιλεγόμενο σόου του φεστιβάλ. Οι Circle είναι 6 μυστήριοι τύποι από το Πόρι της Φιλανδίας που σταδιοδρομούν στο underground για πάνω από 25 χρόνια (με τον μπασίστα Jussi Lehtisalo να είναι ο μόνος με συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία) και αρέσκονται να στήνουν ανίερες μουσικές συμμαχίες, όπως αυτή του hard rock/heavy metal με το kraut. Το Terminal που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι (από το οποίο άντλησαν τα περισσότερα κομμάτια του set), τους βρίσκει στην πιο glam στιγμή της ιστορίας τους, κάτι που έχει φυσικά τις επιπτώσεις του και στο στιλιστικό μέρος της εμφάνισής τους. Έτσι κι αλλιώς, το λάιβ των Circle δεν είχε να κάνει μόνο με τη μουσική και καθιστούσε τις μονοσήμαντες κρίσεις (όποιο κι αν ήταν το περιεχόμενό τους) εκ προοιμίου προβληματικές.

63wFos1_8.jpg

Σημαντική για τους Circle είναι μια αίσθηση λεπτής (ή και όχι τόσο λεπτής) ειρωνείας, η οποία διέτρεχε τα περισσότερα από όσα συνέβαιναν στη σκηνή. Οι υψωμένες κιθάρες, τα πλάτη με πλάτη παιξίματα, οι queer πιρουέτες του τραγουδιστή/κιμπορντίστα Mika Rättö, μερικές φορές και το ίδιο το τραγούδισμά του, οι κινήσεις και η συνολική παρουσία του Jussi Lehtisalo (μια καρικατούρα ροκ σταρ, η οποία θα μπορούσε άνετα να πρωταγωνιστεί σε ταινία του Aki Kaurismäki), όλη αυτή η αναπαραγωγή των κλισέ μιας ροκ ή heavy metal συναυλίας από σχεδόν μεσόκοπους άνδρες με πολύχρωμα κολάν και μπυροκοίλι, ήταν μια καλά σχεδιασμένη προβοκάτσια. Κι όπως σε όλες τις καλά σχεδιασμένες προβοκάτσιες, υπήρχε κι εδώ μια διαρκής ένταση μεταξύ ειρωνείας και ειλικρίνειας, καθώς είναι στον ρόλο του προβοκάτορα να γίνεται εκείνο που ειρωνεύεται· το ζήτημα κρίνεται για τις ισορροπίες του και εδώ οι Circle νομίζω πως έκαναν μια θαυμάσια δουλειά.

63wFos1_9.jpg

Διότι όλο το θεατράλε των κινήσεών τους, δεν μπορούσε παρά να εκτείνεται και στην ίδια τη μουσική. Η αρρενωπότητα του hard rock ήταν η πρώτη που έμπαινε στο στόχαστρο, όπως κι αυτή η ίδια η λυσιτέλεια της φόρμας κουπλέ-ρεφραίν-σόλο-κουπλέ-ρεφραίν-κλείσιμο. Για παράδειγμα η σύνθεση “Rakkauta Αl Dente”, η οποία πέρασε από τα εν λόγω στάδια πριν να σπάσει σε «σοβαρές» (δηλαδή πιο πειραματικές) εκτροπές και ύστερα να επιστρέψει επαναλαμβάνοντας εμμονικά τους ίδιους κύκλους, σε μια εκτέλεση που πρέπει να ξεπέρασε τα 15 λεπτά σε διάρκεια. Κι όλα αυτά από μια μπάντα η οποία όντως ξέρει να ροκάρει, δηλαδή να εκτελεί σε εξαιρετικό επίπεδο (και όχι πάντοτε με προφανείς μεταστροφές) εκείνο που κανονικά ειρωνεύεται.

63wFos1_10.jpg

Το σόου των Circle ξεκίνησε ήδη από το soundcheck, το οποίο ήταν επιδεικτικά μεγάλο, με κάθε ένα από τα μέλη να εκτελεί ένα ολόκληρο σόλο, πολλές φορές διακόπτοντάς το για να συνεννοηθεί με τον ηχολήπτη, κρατώντας όμως τη δυναμική κάπου μεταξύ δοκιμής και κανονικής επιτέλεσης (ενδεικτικά, όταν έκανε soundcheck ο Rättö τα φώτα έσβησαν, σαν η παράσταση να είχε ξεκινήσει). Φαντάζομαι ότι οι Circle άφησαν αρκετούς κι αρκετές να απορούν, πάντως προσωπικά διασκέδασα πολύ με την ωριαία εμφάνισή τους.  

Στο μεταξύ, ο κόσμος είχε φτάσει στο peak του (κάτι που δυστυχώς σημαίνει καμιά 300ριά άτομα) και μετά τους Φινλανδούς και τις προσεγμένες μουσικές επιλογές που μεσολαβούσαν των εμφανίσεων (αξίζει να σημειωθεί κι αυτό), σειρά είχαν οι Nurse With Wound, το ιστορικό πρότζεκτ του Steven Stapleton.

63wFos1_11.jpg

Εδώ φυσικά η ειρωνεία δεν είχε καμία θέση. Ένα λάιβ των Nurse With Wound σχετίζεται περισσότερο με μία έννοια μυσταγωγίας, με μια αργόσυρτη εξέλιξη, με αποήχους που απειλούν την πρωτοκαθεδρία των ήχων, με το μαύρο που παίρνει τη θέση του πολύχρωμου και με μια εσωτερικευμένη ενέργεια η οποία εξωτερικεύεται μόνο για να εκραγεί. Όλα βέβαια με ένα λεξιλόγιο που γνωρίζει καλά τις αρχές του μινιμαλισμού, δηλαδή τη δύναμη που μπορεί να κρύβεται σε ό,τι μένει απλώς ως νύξη ή ως υπονοούμενο.

63wFos1_12.jpg

Οι αλληλεπιδράσεις των τριών επί σκηνής (Steven Stapleton, Colin Potter & Andrew Liles) κρατήθηκαν χαμηλότονες σε μεγάλο μέρος του set και η προσοχή που απαιτούσαν από το κοινό ήταν αρκετά διαφορετική από ένα πιο τυπικά ροκ τελετουργικό –εξ ου και για να συμβαδίσει ο κόσμος με τις περιστάσεις χρειάστηκε και μια μικρή παραίνεση από τον Stapleton. Οι συχνότητες πάντως σε καλούσαν στο εντός τους κι εκεί ορισμένες στοιχειωμένες χροιές του Potter, η κιθάρα/ξενιστής και το μικρό ξύλινο πνευστό του Liles καθώς κι η ευστροφία του Stapleton να ελέγχει τη δομή και τη δυναμική της επιτέλεσης (στην οποία νομίζω πως υπήρχε και αρκετός αυτοσχεδιασμός), έκαναν ορισμένους από τους εσωστρεφείς κύκλους της μουσικής να ξεφεύγουν από το απλώς αισθητικό, μπαίνοντας σε ό,τι μπορεί ίσως να εκληφθεί ως βιωματικό.

63wFos1_13.jpg

Το μυσταγωγικό του πράγματος ενίσχυσε από τη μεριά του και ο Μάνος Six, όταν για πρώτη φορά ανέλαβε τα φωνητικά (το επανέλαβε και αργότερα, αν και όχι με την ίδια επιτυχία). Ομολογώ, πάντως, πως κάπου μετά τη μέση αισθάνθηκα λίγο αποπροσανατολισμένος, ίσως και λόγω των περισπάσεων που υπήρχαν τριγύρω. Ξαναβρέθηκα μέσα στη μουσική λίγο πριν το τελευταίο ξέσπασμα, στην πιο δυναμική (τουλάχιστον από άποψη ντεσιμπέλ) στιγμή του set των Nurse With Wound.

63wFos1_14.jpg

63wFos1_15.jpg

Για το τέλος, η αλλαγή από τη διάθεση που είχαν δημιουργήσει οι Nurse With Wound σε αυτήν στην οποία μας καλούσαν οι Soft Moon ήταν ίσως μια ελαφρά αστοχία στη διάρθρωση του line-up. Πάντως, αρκετός κόσμος θα πρέπει να ήρθε στο Fuzz (και) για το τρίο από Όκλαντ και απ’ ό,τι κατάλαβα αντιμετώπισε με ενθουσιασμό το εξωστρεφές post-punk του. Η γνώμη μου πάντως είναι ότι επρόκειτο για το πιο μονοδιάστατο set της 1ης Fraternity Of Sound ημέρας.

63wFos1_16.jpg

63wFos1_17.jpg

Σαφώς, οι Soft Moon δεν δυσκολεύτηκαν να κουνήσουν όσους και όσες ήθελαν να κουνηθούν, και σίγουρα είχαν στιγμές όπου αυτή η τρεχάλα τους πάνω σε γνώριμες μουσικές φόρμες των 1980s ήταν από μόνη της αρκετή. Όμως κάτι τέτοιο έχει κοντά ποδάρια. Βαριέσαι εύκολα, θέλω να πω, αν ψάχνεις να βρεις κάτι που να επιδέχεται μιας δεύτερης ανάγνωσης, κάτι που θα αντικρούσει, θα διαφοροποιήσει ή θα αντιστρέψει εκείνο που ακούς από το πρώτο δευτερόλεπτο του εκάστοτε κομματιού. Οι Soft Moon βάδιζαν όμως σε μια ευθεία γραμμή, χωρίς τίποτα να μπορεί να δώσει στα πράγματα μια επιπλέον σπιρτάδα –ούτε τα ίδια τα θέματα (που έμεναν χωρίς ουσιαστική εξέλιξη), ούτε το κρουστό με το οποίο καταπιάστηκε κάποια στιγμή ο Luis Vasquez, ούτε βέβαια οι στίχοι του: ακούω π.χ. το «Take me far away / To escape myself» από το “Far” και σκέφτομαι αδερφέ μου πως κάπως λάθος τα έχεις υπολογίσει τα πράγματα.

Ελπίζω οι επόμενες μέρες να βρήκαν μεγαλύτερη απήχηση και εύχομαι γενικώς καλή τύχη στη διοργάνωση της 3 Shades of Black, τόσο στο πλαίσιο του ωραίου της φεστιβάλ, όσο και στον χώρο του Temple που εγκαινίασαν με τα opening rites της Πέμπτης.

{youtube}wrQIZHJyWpA{/youtube}
 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured