Εθνική επέτειος την Παρασκευή, το τιμημένο «Όχι», όπου «οι Έλληνες μονιασμένοι» και μπλα μπλα μπλα· στα καθ' ημάς, πάλι, ήταν η ημερομηνία στην οποία οι Νορβηγοί Virus θα κατέφθαναν στα μέρη μας για να διασπείρουν τον ιό τους, παίζοντας για πρώτη φορά σε κλειστό συναυλιακό χώρο. Θυμίζω ότι μας είχαν ξαναεπισκεφτεί πριν από 5 χρόνια, σε μια εμφάνιση που ο ίδιος ο τραγουδιστής τους Carl-Michael Eide χαρακτήρισε, μιλώντας πρόσφατα στον (συνάδελφο μα και διοργανωτή της βραδιάς στο Κύτταρο) Γιάννη Καγκελάρη, ως «μεγάλο λάθος» (βλ. εδώ)· αν και νομίζω πως υπήρξε κομματάκι αυστηρός με τον εαυτό του.

097Arcane_2.jpg

Συναυλιακή πρώτη, πάντως (σε κλειστό ή ανοιχτό μέρος), και για την Arcane Angels: ένα νεοσύστατο label του σύγχρονου ακραίου ήχου, το οποίο επέλεξε να μας παρουσιαστεί μ' ένα φεστιβάλ, χωρίς να συμπεριλάβει στο line-up κάποιο όνομα από τις μέχρι στιγμής κυκλοφορίες του. Αν εξαιρέσουμε, βέβαια, την επανακυκλοφορία ενός δυσεύρετου demo των Virus από το 2000 σε μία κασέτα διαθέσιμη μόνο στις δύο εν Ελλάδι εμφανίσεις τους (τη συγκεκριμένη και αυτήν στο Eightball στη Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα).

Μία γεμάτη βραδιά, τέλος πάντων, με 5 μπάντες να εναλλάσσονται στη σκηνή και τη μουσική να ξεκινάει λίγο πριν τις 8, για να ολοκληρωθεί γύρω στη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Από νωρίς, λοιπόν, βρεθήκαμε στο Κύτταρο καμιά 30αριά ψυχές· αργότερα, όσο πλησιάζαμε προς τα μεσάνυχτα και την εμφάνιση των Virus, θα πρέπει να γίναμε καμιά 200αριά, στη συντριπτική μας πλειονότητα μαυροντυμένοι άρρενες.

097Arcane_3.jpg

Με διάφορα αναμμένα κεριά στο μπροστινό της σκηνής, οι Lubbert Das, ένα τρίο από το Ναϊμέχεν της Ολλανδίας, σφύριξαν την έναρξη, με το επιθετικό και ολίγον κλειστοφοβικό τους black metal. Κιθάρα, μπάσο και τύμπανα, τα οποία συνοδεύονταν από περιστασιακές οιμωγές στο μικρόφωνο (κυρίως του μπασίστα, με το μικρόφωνο στημένο τουλάχιστον 20 πόντους ψηλότερα από τον ίδιο, δευτερευόντως και του ντράμερ) και ταλαντεύονταν μεταξύ αρκετών ανοιχτών διαστημάτων –δίνοντας σημασία στο feedback των ενισχυτών και στο decay του ήχου– και συχνών εκρήξεων, με τσαμπουκαλεμένο drumming και καταδρομικά riff.

097Arcane_4.jpg

Δεν δηλώνω ειδικός στον συγκεκριμένο ήχο, πάντως οι Lubbert Das μ’ έπιασαν, με τις παραπάνω εναλλαγές να δημιουργούν μια αρκετά πειστική ατμόσφαιρα. Μολονότι από ένα σημείο κι έπειτα μου φαινόταν ότι ασκούνταν σε μία πολύ συγκεκριμένη τυπολογία (με όλους τους εκφραστικούς περιορισμούς που εμπεριέχει κάτι τέτοιο) κατάφεραν να διατηρήσουν την οξύτητα του ήχου τους, εμπιστευόμενοι εκείνη την ακατέργαστη δυναμική που χαρακτηρίζει φερ’ ειπείν το φύσει underground πνεύμα του punk. Έχω βέβαια την εντύπωση ότι αυτό το ακατέργαστο black metal απέχει πολύ από το να είναι δική τους ιδιο-τροπία, ωστόσο επί σκηνής οι Ολλανδοί το επιτελούσαν καλά, κρατώντας τη μουσική αρκετά κοφτερή. Ακόμα κι όταν σε κάποιες στιγμές προσωπικά δυσφορούσα με τις επαναλαμβανόμενες μανιέρες του ντράμερ.

097Arcane_5.jpg

Λίγο αργότερα, οι ασκήσεις ύφους πάνω σε συγκεκριμένες τυπολογίες θα συνεχίζονταν, αν και με κάπως πιο διευρυμένη προοπτική. Τα βέλη εδώ έδειχναν προς ό,τι το κατατοπιστικό δελτίο Τύπου περιέγραφε ως «dsbm παρελθόν» (όπου dsbm είναι το ακρωνύμιο του υποείδους «depressive suicidal black metal», λες και το υπόλοιπο black metal ενδείκνυται π.χ. για να κυλιέσαι χαζοχαρούμενα σε ανοιξιάτικες πρασινάδες). Οι ίδιοι οι Βέλγοι Drawn Into Descent το ονομάζουν «atmospheric black metal» και, όπως το αντιλήφθηκα, μιλάμε για μία εκδοχή που συνδυάζει την εσωστρεφή εκρηκτικότητα του black metal με κάπως πιο αργούς βηματισμούς και έμφαση στη μελωδία.

097Arcane_6.jpg

Με δύο κιθαρίστες στη σύνθεσή τους και όντας λιγάκι πιο εκλεπτυσμένοι σαν οργανοπαίχτες σε σχέση με τους Lubbert Das, οι Βέλγοι μπόρεσαν να συνδυάσουν επιτυχώς αυτές τις μελωδικές προτεραιότητες με την τάση τους να αναφλέγονται κάθε λίγο και λιγάκι, σε βίαιες ή λιγότερο βίαιες εκρήξεις. Προσέφεραν έτσι κι αυτοί μία συνεκτική και αρκετά «μαύρη» αφήγηση, η οποία μπορούσε να κατατοπίσει στον σκοτεινό της κόσμο τους λιγότερο μυημένους (ή τους εντελώς αδαείς), ικανοποιώντας λίγο-πολύ και τους μύστες. Χωρίς να τρελάνουν κανέναν –τουλάχιστον όχι τόσο για να γίνει ιδιαίτερα εκδηλωτικός– απέσπασαν δίκαια το χειροκρότημα του κοινού.

097Arcane_7.jpg

Στη συνέχεια, μπήκε σε ισχύ το γνωστό απόφθεγμα με την επανάληψη που είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως. Ή σχεδόν. Οι Turia κατάγονται κι αυτοί από το Ναϊμέχεν, το σημαντικό όμως είναι ότι μοιράζονται τα 2/3 της σύνθεσής τους με τους Lubbert Das. Μοιραία, επομένως, θα κινούμασταν σε παρόμοια (μέχρι απαράλλαχτα) ηχητικά μονοπάτια, ιδίως αν συνυπολογίσουμε πως τα συγκεκριμένα 2/3 ήταν τα μόνα που κρατούσαν όργανα στα χέρια τους. Ο ντράμερ παρέμεινε ο ίδιος, με τον μπασίστα των Lubbert Das να καρφώνει τώρα στον ενισχυτή του μια ηλεκτρική κιθάρα –οι δύο συνοδεύονταν από τα (άγρια, αν και σχετικά αραιά) φωνητικά μιας νεαρής κοπέλας.

097Arcane_8.jpg

Τα μοτίβα λοιπόν των Turia μείνανε περίπου τα ίδια, με τη διαφορά να έγκειται στους περισσότερους άδειους χώρους, άρα και σε μία μεγαλύτερη έμφαση όχι τόσο στην ατάκα του ήχου, αλλά στο decay, στην αποσύνθεσή του. Αυτή η αλλαγή της έμφασης θα μπορούσε να γίνει πολύ δημιουργική –αν για παράδειγμα αναλογιστούμε τους δρόμους που έχουν τραβήξει μπάντες όπως οι Sunn O))), οι οποίοι ήρθαν σε κάποια σημεία στο μυαλό μου ως αναφορά– πλην όμως οι Turia αρέσκονταν να παρασύρονται από την ορμή της μουσικής τους. Πράγμα σε γενικές γραμμές θετικό, καθώς έδινε έναν ενθουσιασμό, ενώ και η κιθάρα που είχε καρφωθεί στον ενισχυτή του μπάσου, έδινε σ’ εκείνη την ακατέργαστη δυναμική ένα γρέζι παραπάνω· ακριβώς εκεί όμως άρχιζαν και τα προβλήματα. Ήρθαμε δηλαδή αντιμέτωποι με τους ίδιους εκφραστικούς περιορισμούς για 2η φορά μέσα στην ίδια βραδιά, γεγονός που τους έκανε να φαίνονται (τους περιορισμούς) ίσως εντονότεροι απ’ όσο πραγματικά ήταν.

097Arcane_9.jpg

Τα πράγματα θα άλλαζαν αρκετά στη συνέχεια με τους Hail Spirit Noir από τη Θεσσαλονίκη, Και αιτία για αυτό δεν ήταν τα μεγάλα ομοιώματα πτηνών τα οποία στήθηκαν εκατέρωθεν του σετ των ντραμς, αλλά μία πιο ευρεία μουσική πρόταση.

Τούτη, παρεμπιπτόντως, ήταν η πρώτη εμφάνιση ever των Hail Spirit Noir, παρότι βρίσκονται ήδη στον 3ο τους δίσκο (το Mayhem Ιn Blue που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τη νορβηγική Dark Essence). Ασκούνται δε σε ένα περίεργο κράμα, που αποτελείται από στοιχεία black αλλά και πιο κλασικού metal, καθώς και από μία εσάνς ψυχεδέλειας η οποία τρυπώνει μέσω progressive ή κάπως πιο «space» παρεκτροπών.

097Arcane_10.jpg

Οι συνισταμένες ήταν λοιπόν εδώ λιγάκι πιο ρευστές, το ίδιο και οι δυναμικές μεταξύ ήρεμων και δυνατών σημείων. Κάτι που χρωμάτιζε όμορφα την αφήγηση των Hail Spirit Noir, δίνοντας στα σκοτάδια τους μια ολόκληρη παλέτα αποχρώσεων· οι ίδιοι έδειξαν μάλιστα πως έχουν την απαραίτητη ερμηνευτική δεινότητα για να την εκμεταλλευτούν. Έστω κι αν, σποραδικά, ο ήχος τους μου ακουγόταν κομματάκι παρωχημένος, με τις επικλήσεις στη μυθολογία του black metal (το πατροπαράδοτο φλερτ με τον Σατανά) να δείχνουν κι αυτές υπερβολικές. Πάντως είχε μια ωραία ροή το set των Θεσσαλονικιών, καθώς μας έπαιξαν καινούργια και όχι τόσο καινούργια κομμάτια, αλλάζοντας το τραγούδι μεταξύ της αγγλικής και της ελληνικής γλώσσας.

097Arcane_11.jpg

Κάπως έτσι, η ώρα θα πρέπει να είχε φτάσει 11:30 όταν το τρίο των Virus –ο κύριος λόγος που κατηφορίσαμε προς το Κύτταρο– βρέθηκε επιτέλους στη σκηνή. Ο Eide μας καλησπέρισε και, χωρίς πολλά λόγια και περιττές διατυπώσεις, έδωσε το σήμα στους άλλους δύο (τον Petter Bernsen στο μπάσο και τον Einar Sjurso στα τύμπανα) ώστε η μουσική ν' αρχίσει τους στροβίλους με τους οποίους θα μας κρατούσε συντροφιά για τη συνέχεια.

Ο καλός συνάδελφος Χρυσόστομος Τσαπραΐλης λέει κάτι πολύ ενδιαφέρον, γράφοντας για τον νέο τους δίσκο, Memento Collider (εδώ): ότι οι Virus (και οι Ved Buens Ende, το πολύ επιδραστικό προηγούμενο σχήμα του Eide) καταφέρνουν να «μπολιάσουν τα μυαλά ενός δύσκαμπτου ακροατηρίου με φαινομενικά δυσπρόσιτα για εκείνο συστατικά». Με άλλα λόγια, οι Νορβηγοί αποτελούν μια ηχητική έξοδο για το κοινό του black metal προς τον μεγάλο ωκεανό του προοδευτικού (ευρύτερα οριζόμενου) ροκ· και αντιστρόφως (θα πω εγώ), αποτελούν την –εξίσου δυσπρόσιτη– επαφή με τον κόσμο του black metal για ανθρώπους με λίγη ή καμία σχέση με την εν λόγω μουσικοτροπία. Κάτι σημαντικό, τουλάχιστον σημειολογικά, γιατί και στις δύο περιπτώσεις ο αρκετά ιδιόρρυθμος ήχος των Virus λειτουργεί σαν μια είδους κερκόπορτα.

097Arcane_12.jpg

Ίσως αυτός ο σχεδόν καταστατικά ενδιάμεσος χώρος στον οποίον κινείται το νορβηγικό τρίο να τρέφει τόσο τη φαντασία, όσο και τη γνώση των ίδιων των μελών του. Διότι είναι χαρακτηριστική (ιδίως όταν βλέπεις και ακούς τη μουσική να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια και στα αυτιά σου) η επάρκεια των Virus σ’ ένα σημαντικό εύρος του ροκ και του μέταλ λεξιλογίου, ενώ παράλληλα ακολουθούν την πολύ χαρακτηριστική φλέβα που χτύπησε ο Eide με τους Ved Buens Ende.

097Arcane_13.jpg

Για την επόμενη μία-μιάμιση ώρα, λοιπόν, το τρίο των Virus γκρούβαρε αγρίως με εκείνον τον πολύ δικό του τρόπο. Γιατί αν κάτι μετράει σε δαύτους, σίγουρα περισσότερο από τις επικλήσεις τους στην οποιαδήποτε μυθολογία, είναι το γκρουβ, ο παράγοντας των ρυθμικών δονήσεων. Γι' αυτό δίνεται και ειδική σημασία στη rhythm section –στις μπασογραμμές του Bernsen που (ακούραστα κινούμενες πάνω στις κλίμακες) έδιναν το λίκνισμα και στα ντραμς του Sjurso, τα οποία προσέθεταν τον όγκο και την ακρίβεια. Πάνω στους κύκλους που δημιουργούσαν, ο Eide έκοβε λίγο πιο ελεύθερα βόλτες με την κιθάρα του, ενώ αφηγούταν ιστορίες με το ύφος σαμάνου που, όσο σοβαρά παίρνει τις μεταφυσικές του ιδιότητες, άλλο τόσο τις αφήνει να ταλαντεύονται στην αμφιβολία. Άλλωστε οι ιστορίες, μολονότι ενδιαφέρουσες στις προεκτάσεις που μπορούν να πάρουν, συνήθως έδιναν απλώς έναν καμβά πάνω στον οποίον λικνιζόταν η μουσική των Virus.

097Arcane_14.jpg

Με περάσματα από τη νέα τους δουλειά (λ.χ. το περιπετειώδες “Phantom Oil Slick” ή  το “Steamer”), αλλά και με στάσεις στο εξαιρετικό άλμπουμ The Agent That Shapes The Desert (έπαιξαν π.χ. το ομώνυμο και το “Chromium Sun”), αναφορές στον πρώτο τους δίσκο (“Be Elevator”), όπως βέβαια και στις μέρες των Ved Buens Ende (το “Strange Calm” –υποψιάζομαι μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, θα ήθελε τις τελευταίες αναφορές λίγο πιο εκτεταμένες), οι Virus υπήρξαν εξαιρετικοί σε όλη τη διάρκεια του set τους. Κι αυτό αποκτά μία επιπλέον βαρύτητα, γιατί όλες οι εναλλαγές στα ριφ και στα θέματα καθώς και οι λεπτομερείς τονισμοί τους στο κομμάτι του ρυθμού, απαιτούν μία σημαντική συγκέντρωση από την πλευρά του γκρουπ.

Απαιτούσε, με άλλα λόγια, αυτό που η μουσική απευθύνει και στον ακροατή: μια εγκεφαλικότητα που στοχεύει –μέσω του γκρουβ– στη σωματική κατανόηση (εξ ου κι εκείνος ο στίχος από το “Chromium Sun”: «your skin is a barrier to another world»). Και η απόδοση των Virus πάνω στη σκηνή ήταν τέτοια, ώστε έκαναν αυτό το οξύμωρο να μοιάζει με το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο.

{youtube}XFOfrSH0t24{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured