Όσο ο κόσμος περιπλέκεται, όσο η καθημερινότητα αποκτά ψηφιακή υφή και η web 2.0 γενιά αναζητά τη δικιά της θέση σε έναν χρονότοπο του οποίου οι πόλοι (παρελθόν/μέλλον, οπουδήποτε/εδώ) μοιάζουν πιο απομαγνητισμένοι από ποτέ, η σύζευξη των –κάποτε θεωρούμενων– περιθωριακών τάσεων με την ποπ πλευρά, θα αποκτά συχνότερο και εντονότερο χαρακτήρα. Το Borderline Festival, που διοργανώθηκε φέτος για 6η χρονιά, μοιάζει πλήρως εξοικειωμένο με την ιδέα ότι η καταγραφή και εξερεύνηση του ηχητικού παρόντος δεν χωράει ασυγκράτητη ρετρομανία, αλλά ούτε ελιτίστικο νεωτερισμό. Αντιθέτως, απαιτεί τον παλμικό συγχρονισμό της συλλογικής και ατομικής παράνοιας του να υπάρχεις στο εδώ και το τώρα, με τις αντίστοιχα διαταραγμένες γονιδιακά νευρώσεις των σύγχρονων ηχοτοπίων.

Το Ρομάντσο δεν αποτελούσε την αρχική επιλογή χώρου για τη φιλοξενία της 1ης μέρας του φεστιβάλ, αλλά, εκ των υστέρων, μάλλον αποδείχθηκε ιδανική –τόσο τεχνικά, όσο και αισθητικά. Απροσδόκητα, αρκετές παρέες είχαν μαζευτεί ήδη από τις 8 στο αντιφατικό στενό, απολαμβάνοντας τις μπύρες τους σε κλίμα πρώιμα καλοκαιρινής βραδιάς. Δυστυχώς ο αντισυμβατικός οραματιστής Goodiepal δεν κατάφερε να βρεθεί στην Αθήνα ώστε να μας παρουσιάσει το αυτοσχεδιαστικό του σόου, λόγω των απεργιών που πραγματοποιούνται αυτές τις μέρες στην κεντρική Ευρώπη. Έτσι, πρώτος εμφανίστηκε στις 9 ο πολυπράγμων Bernard Becker, με τη χαρακτηριστικά στιλιζαρισμένη του αμφίεση (κοστούμι και μαύρα γυαλιά ηλίου) και με μοναδικό πολεμοφόδιο το λάπτοπ του.

Bordr161_2.jpg

Με σημαντικό ερευνητικό έργο πάνω στα πνευματικά δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή, αλλά και με μουσικές περγαμηνές –έχει τη ριζοσπαστική industrial μπάντα Monoton– ο Bernard Becker άρχισε να δομεί τις μαθηματικοποιημένες, minimal techno λούπες του μπροστά από τα cosmic/new age γραφικά που είχε επιλέξει να τον συνοδεύουν. Το set έμοιαζε με μουσικό trivial για πωρωμένα nerds, αφού αμέτρητα υποείδη ξεπετάγονταν ανάμεσα στις techno ρωγμές (π.χ. jungle, EDM), ενώ οι motorik, γερμανικές καταβολές του Βιεννέζου όχι μόνο δεν κρύβονταν, μα αναδύονταν σε υγροποιημένη μορφή. Τελικά, όμως, τα 40 λεπτά της ακούνητης παρουσίας του στη σκηνή, βιώθηκαν αρκετά μονότονα. Και δεν φάνηκαν να ικανοποιούν σχεδόν κανέναν από τους μεταμοντέρνους χίπστερς/αναβιωμένους ravers, που πάλλονταν άνευρα και υπομονετικά υπό τον στροβοσκοπικό φωτισμό.

Bordr161_3.jpg

Ο κόσμος είχε στο μεταξύ πληθύνει εντυπωσιακά, σε βαθμό ώστε το Ρομάντσο να μοιάζει σχεδόν γεμάτο στις 22.00, όταν είδαμε τον Βασίλη Κουλιγκά και τον Λιβανέζο Rabih Beaini να λαμβάνουν θέσεις πάνω από τις κονσόλες τους, που σχημάτιζαν έναν τεχνολογικό λαβύρινθο. Καθένας τρέχει το δικό του label πειραματικής electro στο Βερολίνο –την Pan και τη Morphine Records, αντίστοιχα– και στο set που παρουσίασαν ένωσαν δυνάμεις για να απλώσουν ένα ethnic, φουτουριστικό παζάρι γεμάτο ξεθωριασμένα, εξωτικά samples και μεταλλικά, techno λεπίδια. Γρήγορα, δημιουργήθηκε μία αποπνικτική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα: αισθανόσουν πως οι τοίχοι πλησίαζαν αθόρυβα ο ένας τον άλλο. Το set έμοιαζε έτσι σαν μία διαρκής σύγκρουση μεταξύ παγανιστικών, νατουραλιστικών στοιχείων και δυστοπικών, βιομηχανικών ήχων, έχοντας ως αποτέλεσμα μία περιπλάνηση στα αποψιλωμένα δάση του μέλλοντος. Το κοινό φάνηκε να το απολαμβάνει ιδιαίτερα, βουτώντας βαθιά και με κλειστά μάτια στον εφιάλτη στον οποίον μας παρέσυρε το δίδυμο. Αλλά δεν είχαμε ιδέα ότι, αυτό που θα ακολουθούσε, θα μας τραβούσε σε ακόμη πιο σκοτεινά και ακραία δώματα.

Bordr161_4.jpg

Είχα βέβαια διαβάσει αρκετές λεπτομέρειες για τους Senyawa, το death metal δίδυμο από την Ιάβα της Ινδονησίας, πριν έρθω σε επαφή με το τελετουργικό τους. Πίστευα πως η ενημέρωσή μου πάνω στο υβριδικό τους κράμα –το οποίο συνδυάζει τη γηγενή κληρονομιά με Δυτικά σκληροπυρηνικά ακούσματα– πάνω στο χειροποίητο όργανο από μπαμπού του Wukir Suryadi, στα ουρλιαχτά-εξορκισμό του Rully Shabara και πάνω στα εξωπραγματικά τους live, θα ήταν αρκετή για να μην πιαστώ απροετοίμαστος. Το σοκ όμως που με χτύπησε σε αυτό το ανεπανάληπτο θέαμα, δεν είχε προηγούμενο.

Οι Senyawa δείχνουν κάτοχοι μίας μαγικής φόρμουλα. Έχουν απορροφήσει όλους τους Δυτικούς metal ζωμούς και τους έχουν βράσει μέσα σε ντόπια καζάνια, με το bambuwukir να χρησιμοποιείται ως πολυμορφικό έγχορδο και κρουστό από τον πολυμήχανο τεχνίτη του και τους σπαραγμούς πόνου του Rully Shabara να μετατρέπονται σε αρχέγονα μοιρολόγια και απόκοσμα νανουρίσματα. Έτσι, περνώντας άνετα από τον χαοτικό θόρυβο σε οικείες προς τους Έλληνες μελωδικές φόρμες –έμοιαζαν με ποντιακά ή κρητικά σε ορισμένα σημεία– κατάφεραν να ακρωτηριάσουν και να επανασυναρμολογήσουν κάθε ψυχικό μας ιστό. Μας άφησαν λοιπόν εκστασιασμένους μετά από 1 ώρα μουσικής, μέσα σε μία λίμνη βαθιάς θρησκευτικής κατάνυξης, με εξαγνιστικές ιδιότητες.

Δέκα λεπτά αργότερα, χωρίς να έχουμε καταφέρει ακόμη να απομαγευτούμε από τα ξόρκια των Ινδονήσιων, υποδεχτήκαμε μέσα σε ένα μπλε φόντο τον ηλεκτρονικό παραγωγό και ιδιοκτήτη της Woe To The Septic Heart!, Sam Shackleton. Ο οποίος ξεκίνησε το ιδιοφυές του set με ένα library sample βγαλμένο από τις πιο σκονισμένες, cult γωνιές της βρετανικής ποπ κουλτούρας, εισάγοντας ύστερα –υπομονετικά και μεθοδικά– τις χαρακτηριστικές του techno λούπες, με τις σαφείς επιρροές απ’ όλα τα σύγχρονα βρετανικά, χορευτικά ιδιώματα.

Bordr161_5.jpg

Η αίσθηση χώρου και χρόνου που διαθέτει ο Shackleton, είναι εκπληκτική. Με μικρές κινήσεις πάνω από το laptop και την κονσόλα, δομούσε και αποδομούσε λούπες που ακούγονταν σαν παρατεταμένα σήματα Mors. Με την ώρα ενσωμάτωνε και άλλα, πιο εξωτικά samples, ενώ οι αφορμές για εξωτερίκευση της συσσωρευμένης μας έντασης πολλαπλασιάζονταν ταχύτατα. Ο Βρετανός ακροβατούσε εντυπωσιακά μεταξύ της σοφιστικέ electro που θα ακούσεις σε κάποιο hip club του Λονδίνου και του καγκουρέ dance στο οποίο θα εκτεθείς στην παραλιακή, με αποτέλεσμα καθένας από το κοινό να χτυπιέται με τον δικό του τρόπο, σε μία αραιή θάλασσα από παλλόμενα κορμιά. Ποτέ όμως δεν μας έδινε ακριβώς το σωστό sample όταν το χρειαζόμασταν, ποτέ δεν μας χάριζε την τέλεια αλλαγή. Νιώθαμε σαν να ήμασταν οι techno σκλάβοι του, ευρισκόμενοι πάντοτε πάνω στο χείλος μιας ηδονής που δεν μπορούσαμε να γευτούμε. Μας «απελευθέρωσε» μόνο στο τελευταίο τέταρτο, όταν και η κατάσταση έφτασε σε νέα ύψη χτυπήματος με νόημα.

Η 1η μέρα του φετινού Borderline εξελίχθηκε λοιπόν σε ολοκληρωτικό θρίαμβο. Ανήσυχοι καλλιτέχνες που επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν ηχητικά τη φρενίτιδα της εποχής, κοινό ακομπλεξάριστο και έτοιμο να γευτεί κάθε αλλόκοτο «φρούτο», μα και μια γενικότερη, διάχυτη αίσθηση, πως όλοι όσοι βρεθήκαμε την Πέμπτη στο Ρομάντσο δεν αμφιταλαντευόμασταν ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον, αλλά βιώναμε έντονα το παρόν.

{youtube}DT8sZyXN8Nk{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured