Το Σάββατο, το Αn Club στα Εξάρχεια φιλοξένησε το πρώτο Lords of the Void Festival, μία γιορτή της σκοτεινής doom metal μουσικής. Το line-up αποτελούνταν από τρεις ελληνικές μπάντες συν τους Saturnalia Temple, η προσέλευση όμως κρίνεται μάλλον ολιγοπληθής, έστω κι αν το κοινό μεγάλωνε όσο πλησίαζε η ώρα των Σουηδών headliners.

Void_2.png

Το φεστιβάλ ξεκίνησε με τους (σχετικά νεοσύστατους) Αθηναίους Hearth, να παρουσιάζουν τις μακροσκελείς συνθέσεις τους με έντονα υπερβατικά doom στοιχεία και χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες. Το συγκρότημα παρουσίασε ενδιαφέρον υλικό στην ώρα που του αναλογούσε –έπεται και άλμπουμ, μάλλον κατά την άνοιξη– με εξέχοντα ρόλο στο set να λαμβάνουν οι καθαροί και συμπαγείς ρυθμοί, τους οποίους κρατούσαν τα τύμπανα.

Void_3.png

Η βραδιά συνεχίστηκε με τους Spacement, μια ψυχεδελική doom μπάντα, με stoner στοιχεία. Στα θετικά προσμετράται ο κιθαρίστας τους, που κρατούσε το ενδιαφέρον με ψυχεδελικά riffs, πολύ καλά εκτελεσμένα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσίασε και η προσέγγιση στη χρήση samples και εφέ, τα οποία έδωσαν ένα καθαρό στίγμα για την ατμόσφαιρα που προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν. Στα growled φωνητικά υπήρχαν σαφείς αντιθέσεις, με τον τραγουδιστή να αποδεικνύεται αρκετά καλός στις υψηλές εντάσεις, αλλά να φαλτσάρει οπουδήποτε χρειαζόταν λεπτός και προσεκτικότερος χειρισμός του αέρα. Οι doom ρυθμοί, επιπλέον, έκαναν πολλές φορές αισθητά τα όποια λάθη γίνονταν, ειδικά στο ρυθμικό κομμάτι· και συνήθως όταν έχτιζαν momentum φτάνοντας σε κρεσέντο και χρειαζόταν να επιστρέψουν απότομα σε αργές ρυθμικές δομές. Αλλά, σε γενικές γραμμές, οι Spacement φάνηκαν υποσχόμενο συγκρότημα, έχοντας και τα φόντα μα και την αισθητική για να παραγάγουν καλή μουσική.

Void_4.png

Τρίτοι σε σειρά ήρθαν οι Devathorn, μια black metal μπάντα με σαφή παγανιστικά στοιχεία. Οι οποίοι προσπάθησαν εξ αρχής να στήσουν ένα έντονα θεατρικό set, αλλά χρησιμοποίησαν τα επιμέρους στοιχεία άκριτα και ακαλαίσθητα. Πριν την έναρξη, τα μέλη άναψαν κεριά (δύο εξ αυτών χωμένα σε μπουκάλια βότκας) και αρωματικά στικς. Η όλη, εμφανής στο κοινό, διαδικασία αφαίρεσε οποιοδήποτε θεατρικό στοιχείο, μετατρέποντας το θέαμα σε ιλαρό –ειδικά αν συνυπολογιστεί και ο πολύ λάθος έντονος φωτισμός (για ένα τέτοιο σκηνικό) που χρησιμοποιήθηκε. Τα μέλη εμφανίστηκαν με μαντήλια τα οποία κάλυπταν το μισό τους πρόσωπο (θυμίζοντας τους Ισλανδούς Svartidauði) και facepaint στο μέτωπο και με macho συμπεριφορά επιδόθηκαν στο παίξιμο μουσικής με διόλου ευφάνταστες αναφορές στο παρελθόν της black metal σκηνής, αλλά και με τρομερή αμηχανία στις μεταβολές σε ρυθμό και ύφος.

Void_5.png

Στα (ελάχιστα) θετικά μπορεί κανείς να αναφερθεί στην αρκετά καλή τεχνική ικανότητα της ντράμερ Δήμητρας Σκούρτη (ειδικά στα pedals), που επέτρεπε πιο ενδιαφέροντα και εμπνευσμένα ρυθμικά μοτίβα, τα οποία δεν ακούσαμε όμως ποτέ από το γκρουπ. Το κάθε τραγούδι ξεκινούσε μάλιστα με επικλήσεις των τραγουδιστών σε θεούς και δαίμονες, που ίσως έπρεπε να χρησιμοποιηθούν σοφότερα για να αποφευχθεί ο συσχετισμός τους με κακούς από τις Μάγισσες του Star. Το set ήταν επίσης πλούσιο σε μικροφωνισμούς, που αποσυντόνιζαν το –μάλλον χλιαρό– κοινό. Στο τελευταίο κομμάτι, η μπάντα κάλεσε στη σκηνή τον Acherontas, ο οποίος πράγματι προσέδωσε μία πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο φωνητικό μέρος της μουσικής των Devathorn.

sat.png

Tέλος ήρθαν οι headliners του φεστιβάλ, οι Saturnalia Temple: μία μπάντα με πολύ καλές ισορροπίες και δυναμική εμφάνιση, η οποία έπαιξε επικά, χαμηλοκουρδισμένα doom κομμάτια, στηριγμένα σε καλοζυγισμένα ντραμς, με επαναληπτικές δομές. Μέσα σε αυτήν την επανάληψη, οι Σουηδοί κατάφεραν να αποδείξουν πόσο εύκολα χτίζεται μία καλή ατμόσφαιρα από τη σωστή τεχνική, που δεν αφήνει ούτε χτύπο εκτός τέμπο. Τα κεριά των Devathorn παρέμειναν στη σκηνή, αλλά το σκηνικό μεταμορφώθηκε σε μία πολύ πιο επιτυχημένη εκδοχή της όλης αισθητικής, βοηθημένο από τον χαμηλό φωτισμό και τις προβολές που χρησιμοποιήθηκαν (μέσω προτζέκτορα).

Void_7.png

Παρόλη τη χλιαρή προσέλευση στο An Club, οι Saturnalia Temple κατάφεραν να παρασύρουν το κοινό στη μακροσκελή ατμοσφαιρική τους μουσική, που ήχησε γεμάτη στις αρμονικές αλλαγές μεταξύ των υφών. Τα κιθαριστικά σόλο ήταν εξαιρετικά εντοπισμένα, χωρίς να επιδίδονται ποτέ σε υπερβολές, ενώ το μπάσο κράτησε σωστά τις συμπαγείς γραμμές του. Επίσης σωστή χρήση έγινε και στην παραμόρφωση, αφού ποτέ δεν ακούστηκε κακόγουστη ή περιττή. Εξ αρχής, τέλος, έγινε εμφανές πως είχαμε μπροστά μας ένα συγκρότημα με πολύ δεμένο ήχο, μα και με καλή ισορροπία μεταξύ των μουσικών στοιχείων. Στο φινάλε του κυρίως set, η τελευταία νότα κρατήθηκε σε διάρκεια, μέχρι να επανεμφανιστούν τα μέλη, παραδίδοντας ένα υπνωτικό (με την καλή έννοια) encore.

Εν κατακλείδι, οι Saturnalia Temple είναι μία μπάντα που αποδεικνύει πως δεν μπορείς ποτέ να κάνεις λάθος με τη συνταγή ενός δεμένου, «ασφαλούς» ήχου, παιγμένου από καλούς μουσικούς.

{youtube}qAzXqtDqIvY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured