Τρέφω απεριόριστη συμπάθεια για τoν Mick Harvey, αν μη τι άλλο υπήρξε ο ακλόνητος βράχος επάνω στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί βρέξει – χιονίσει ο Nick Cave, όταν περνούσε τις άσχημες φάσεις της ζωής αλλά και όταν είναι σε μεγάλες φόρμες. Υποψιάζομαι δε ότι αποτέλεσε το λόγο που οι Bad Seeds δεν διαλύθηκαν σε στιγμές που ο Μεγάλος δεν ήταν σε θέση να ελέγχει την κατάσταση. Συν τοις άλλοις, είναι μουσικάρα (παίζει όλα τα όργανα) και η φάτσα του μου λέει ότι θα πρέπει επίσης να είναι γαμώ τα παιδιά. Άρα, δεν θα μπορούσα να τον χάσω!

Για το ότι λοιπόν εγώ εκείνο το βράδυ βαρέθηκα λίγο, θα ρίξω όλο το φταίξιμο επάνω μου. Ήμουν πράγματι πολύ κουρασμένος και ο ακουστικός χαρακτήρας της συναυλίας δεν βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλιώς ήταν προφανές ότι η μπάντα επί σκηνής ήταν πολύ καλή (ακουστική κιθάρα και φωνητικά από τον Mick Harvey, ηλεκτρική κιθάρα και όργανο από τον καθιστό James Johnston, ντραμς από τον επίσης Κακό Σπόρο Thomas Wylder και ακουστικό μπάσο από μία συμπαθέστατη κοπέλα που δεν σημείωσα το όνομά της). Ο διευθυντής του κλαμπ μου ορκιζόταν ότι επρόκειτο για μία απ’ τις καλύτερες συναυλίες που έχουν γίνει στο χώρο, φίλοι έφευγαν με άριστες εντυπώσεις, οπότε κάτι έχανα λόγω της δικής μου κατάστασης που το κέρδιζαν οι λιγοστοί δυστυχώς άλλοι που βρέθηκαν δίπλα μου μπροστά στη σκηνή.

Το ρεπερτόριο ήταν περίπου ότι θα περίμενε κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τη δισκογραφία του, πολλές διασκευές κυρίως σε κομμάτια αυστραλών καλλιτεχνών, όπως ο Kim Salmon, ο David McComb, και σε Serge Gainsbourg βέβαια – όχι τόσα όσα θα περίμενε κανείς, αν αναλογιστεί ότι έχει βγάλει δύο άλμπουμ με τραγούδια του τελευταίου. Το “Bonnie & Clyde” δήλωσε παρών μαζί με τουλάχιστον ένα ακόμη του Gainsbourg, και γέννησε πολλά χαμόγελα στην αίθουσα. Θα ήθελα πολύ να τον ξαναδώ υπό άλλες συνθήκες, και ένα μαγαζί με τραπέζια θα του ταίριαζε γάντι επίσης, για την επόμενη φορά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured