Mπαίνοντας στο μετρό για να πάω στη συναυλία, κάθε τυπάκι που έβλεπα με κάπως υποψιασμένο ύφος, ένα περίεργο t-shirt ή κάποιο piercing, μου έδινε την αίσθηση ότι θα κατέβαινε στην ίδια στάση με μένα και θα ακολουθούσε ακριβώς τον ίδιο δρόμο με προορισμό το Αν, το βράδυ της 25ης Μαρτίου… Τελικά, κατέβηκα μόνος, αλλά όταν έφθασα έξω από το club των Εξαρχείων, περίμεναν ήδη 350, περίπου, άτομα. Κι όταν σε μία συναυλία βλέπεις μπλουζάκια Sonic Youth, Mastodon, Dillinger Escape Plan, Entombed αλλά και κάτι black metal που είναι αδύνατον να αποκρυπτογραφήσεις, τότε ξέρεις ότι κάτι ενδιαφέρον θα εξελιχθεί μπροστά στα μάτια σου. Αλλά φυσικά, ακόμα και ο πιο αισιόδοξος, δεν μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς θα ακολουθούσε…

Με καθυστέρηση μίας ώρας, περίπου, οι τέσσερις Gardenbox ανέβηκαν στη σκηνή και με αιχμή του δόρατος τον μπασίστα τους, παρουσίασαν, εύλογα, τα πιο δυνατά κομμάτια του ρεπερτορίου τους, μπροστά σε ένα κοινό που διόλου δεν ενοχλήθηκε από τα περιορισμένα προηχογραφημένα μέρη και τις πιο δυνατές, σε μερικά σημεία, κιθάρες. Τα πάντα δούλεψαν υπέρ του γκρουπ, οι ίδιοι ήταν άψογα προετοιμασμένοι και, αν μη τι άλλο, κέρδισαν αρκετούς νέους φίλους εκείνο το βράδυ. Δείχνουν ήδη έτοιμοι να σηκώσουν το βάρος και μίας αυτόνομης συναυλίας, κάτι που αναμένεται να συμβεί σύντομα – εμείς, πάντως, εκεί θα είμαστε και πάλι.

Αν έβλεπες τα μέλη των Red Sparowes στο λεωφορείο, στο δρόμο ή στο σούπερ μάρκετ, πολλά μπορεί να φανταζόσουν για τη ζωή τους, όχι όμως ότι παίζουν τέτοια μουσική σε ένα τέτοιο συγκρότημα. Ο κιθαρίστας Bryant Cliffor Meyer θα έπαιρνες όρκο ότι παίζει π.χ. στους Isis [ίσως, επειδή, εχμ, παίζει όντως και στους Isis], ο έτερος κιθαρίστας Josh Graham άνετα θα μπορούσε να είναι τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών [αλλά συνήθως επιμελείται τα βίντεο των Neurosis], ο μπασίσας Greg Burns μοιάζει με τραγουδιστή κάποιου emo group [ο ίδιος προτιμά τη σκοτεινή folk με τους Halifax Pier], o Αndy Arahood στο βάθος δεξιά της σκηνής που έπαιζε μπάσο και κιθάρα εναλλάξ θα μπορούσε να είναι καθηγητής ή λογιστής [κι όμως έχει το πιο punk υπόβαθρο από όλους], ενώ ο ντράμερ David Clifford, με το μαύρο σακάκι του, δε θα ήταν καθόλου αταίριαστος με τους Bad Seeds [παραδόξως ανήκει στους Pleasure Forever, ένα από τα πιο συγχυσμένα γκρουπ της Sub Pop].

Κι όμως, αυτοί οι πέντε μαζί παίζουν την πιο εντυπωσιακή, συμπαγή, συναισθηματική, εκφραστική… συμπληρώστε εσείς τη λίστα των επιθέτων, μουσική που έχουμε ακούσει, ζωντανά, τουλάχιστον, τους τελευταίους μήνες.

Η μαγεία των Red Sparowes έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς – όλα είναι προμελετημένα! Γίνονται όμως με τέτοια συναισθηματική συνέπεια που όχι μόνο δεν σε ξενίζει αυτό, αλλά σε κερδίζει κιόλας, καθώς σου απευθύνει από την πρώτη κιόλας νότα ανοιχτή πρόσκληση να συμμετάσχεις. Να παρασυρθείς. Να αφεθείς. Να γίνεις ένα με τη μουσική, να μπεις μέσα στα κομμάτια, να ερμηνεύσεις σύμφωνα με τα δικά σου βιώματα τα μηνύματά τους.Πείτε τη instru-metal αν θέλετε, αλλά καλό είναι να αποφύγουμε τους πεπερασμένους χαρακτηρισμούς. Οι Red Sparrowes παίζουν μουσική για το “Koyaanisqatsi” του 21ου αιώνα που δεν έχει γυριστεί ακόμα… Ή μήπως έχει; Διότι οι εικόνες που προβάλλονταν ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας [κυρίως ασπρόμαυρες, μίνιμαλ, με αργές εναλλαγές, μελαγχολικές] έρχονταν να αναπληρώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την απουσία στίχων [κάποια στιγμή προβλήθηκε και αποσπασματικά μια σύντομη ιστορία, αρκετά παραπλήσια με τους τίτλους των κομματιών του group, που είναι φράσεις ολόκληρες, π.χ. “Buildings began to stretch wide across the sky, and the air filled with a reddish glow” – ένα, παρεμπιπτόντως, αδιαμφισβήτητο highlight της βραδιάς, με το μπάσο να κλέβει την παράσταση].

Από εκεί και πέρα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην νιώσει τη μουσική των Red Sparowes να κυλάει στο αίμα του κάποια στιγμή σε εκείνο το οριακά γεμάτο club. Δεν υπήρχε μουσικόφιλος που να μην ένιωσε ευγνωμοσύνη για την πρωτοβουλία της Venerate να φέρει στη χώρα μας αυτή ακριβώς την εποχή αυτό ακριβώς το γκρουπ. Κοιτούσες δεξιά και αριστερά, έβλεπες άτομα που πιθανότατα θα ξαναδείς μόνο σε παρόμοια περίσταση, αλλά ήξερες ότι υπάρχει κάτι κοινό - το ενδιαφέρον, η περιέργεια, το πάθος για μία μουσική που δεν χάνει χρόνο με αυτοπροσδιορισμούς, αλλά πετάει στον ουρανό της Τέχνης σαν ελεύθερος χαρταετός.Και βλέποντας τα πέντε κόκκινα σπουργίτια επί σκηνής, ακούγοντάς τους να λένε μόνον ένα ντροπαλό «γεια σας, είμαστε οι Red Sparowes», βλέποντάς τους να βγάζουν φωτογραφία το κοινό που ήταν έτοιμο να υποκλιθεί στο μεγαλείο τους, θαυμάζοντας την τεχνική του κατάρτιση [ο ήχος ήταν αψεγάδιαστος, γεγονός που εξέθεσε όσους χρόνια τώρα επικαλούνται τα ηχητικά προβλήματα του συγκεκριμένου χώρου – τα οποία όντως ισχύουν, αλλά έχει αποδειχθεί, τελικά, πως όλα αντιμετωπίζονται αν υπάρχει η ικανότητα], απολαμβάνοντας το γεγονός ότι δεν υπήρχε κανένα πρώτο βιολί σε αυτή την ορχήστρα [ακόμα και το μπάσο ή τα ντραμς ήταν απλώς ένα ακόμα ηχητικό εργαλείο στο χέρια τους και ποτέ ένα συνοδευτικό όργανο] και θαυμάζοντας την ευχέρεια του μπασίστα Greg Burns στην pedal steel κιθάρα [αυτή που στήνεται οριζόντια και θα έχετε, ίσως, προσέξει σε country σχήματα], ειλικρινά πολύ δύσκολα μετά μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου σε κάποιο bar, να ακούς κάτι τελείως διαφορετικό και με παρέα που δεν θα είχε διάθεση να σε ακούει να παραληρείς γι αυτά που είχαν προηγηθεί. Πόσο μάλλον, όταν, λίγο πριν το τέλος, ένας τύπος δίπλα μου με t-shirt Terrorvision [είπαμε…] άναψε ένα πελώριο joint στέλνοντας τους πλησίον του ακόμα πιο μακριά από τις γήινες συμβάσεις.

Έπειτα από αυτή την συναυλιακή εμπειρία, λοιπόν, ακόμα και το άλμπουμ “At The Soundless Dawn” φαντάζει απλώς ένα περιληπτικό ενθύμιο, ένα ανεπαρκές υποκατάστατο... Και, όταν μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δίσκους της περσινής χρονιάς… αυτό σημαίνει πολλά, έτσι δεν είναι;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured