Στυλιανός Τζιρίτας

Τον Λάμπη Κουντορόγιαννη τον θαύμαζα πάντα όταν τον έβλεπα στο στούντιο. Ακόμα και όταν διαφωνούσαμε μιλώντας για ενορχηστρώσεις και ήχους, ήταν πάντα ένας μουσικός πολύ συγκεντρωμένος στην τέχνη του και απόλυτα συγκροτημένος. Γι' αυτό δεν μου αρέσουν μόνο οι Modrec –όπου συμμετέχει– αλλά και η νέα (όχι ακριβώς) μπάντα του, η οποία μόλις κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο...

Είναι εκτενείς οι αναφορές στην έννοια της φιλίας και της εγγύτητας με τους άλλους ανθρώπους (και στις ευχαριστίες αλλά και στους στίχους). Πέραν του αυτονόητου, ποια σημασία έπαιξε η εγγύτητα κάποιων φίλων/μουσικών στη δημιουργία αυτού του δίσκου (και όχι μόνο σε πρακτικό επίπεδο);

Κατ’ αρχήν η φιλία και οι αληθινές ανθρώπινες σχέσεις παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Άλλωστε οι συζητήσεις με τους φίλους δεν τελειώνουν ποτέ και πάντα έχουν κάτι να σου δώσουν, αλλά και για να δώσεις. Θυμάμαι ακόμα το μπάσο του Mike Inez στο MTV Unplugged των Alice In Chains που είχε γραμμένη τη φράση «friends don’t let friends get friends haircuts…», θυμάμαι επίσης να αγκομαχάω με την ακουστική μου κιθάρα να προλάβω να παίξω τα σωστά ακομπανιαμέντα κάθε φορά που έβαζε το Seven-Χ το “My Friends” από Red Hot Chili Peppers, αλλά και την κομματάρα των Turbonegro “All My Friends Are Dead”. Μέχρι τώρα έχω γνωρίσει πολλούς και πολύ ωραίους ανθρώπους οι οποίοι με έχουν βοηθήσει ως προς τη μουσική μου, αλλά και στα ακούσματά μου. Στο Spectralfire συνειδητοποίησα πως αυτά που χρειαζόμουν πραγματικά για να φτιάξω τον δίσκο βρίσκονταν μπροστά στα μάτια μου –από όργανα μέχρι συνεργάτες– κι έτσι πορεύτηκα, δηλαδή από την ηχογράφηση μέχρι το artwork δεν μπήκε κανένας «εξωσχολικός» στη φάση. Ακόμα και όταν πήγα να μιλήσω με τη Restless Wind για την κυκλοφορία του υλικού, ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισα ήταν ο Διαμαντής Διαμαντίδης –πολύ φίλος και Μητέρα Φάλαινα Τυφλή.

Με τον Δημήτρη Αρώνη (a.k.a. Μήτσος Modrec) στήσαμε ένα βράδυ τους οδηγούς για τα τραγούδια στον υπολογιστή του πίνοντας αρκετό Metaxa 5 αστέρων, μετά με τον Νίκο “Ottomo” Αγγλούπα ηχογραφήσαμε όργανα και πιάνο από τη Ματίνα Κουντουρόγιαννη στο Fab Liquid, με τον Ορέστη Φαληρέα ηχογραφήσαμε τύμπανα από τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο, φωνές και αυθεντικό plate reverb (και μιξάραμε στο Kiwi), το master ανέλαβε ο κος Νίκος Λάβδας, το artwork αλλά και το concept η Τόνια Μπέκου, τη φωτογράφηση ο Θοδωρής Βρανάς και γενικά όλο έγινε με πολύ αγάπη και παρέα με φίλους. Άρα ΟΚ, μπορώ να πω ότι η φιλία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτού του δίσκου και σε πρακτικό, μα και σε ψυχολογικό επίπεδο.

Η μακροπρόθεσμη πια συνεργασία σου με ηχηρά ονόματα της ελληνικής τραγουδοποιίας (όπως η Δήμητρα Γαλάνη) τι αποκόμισε και τι συνεχίζει να αποκομίζει υπέρ σου; Υπάρχουν δομές τις οποίες ανακάλυψες μέσω της παρουσίας σου σε σκηνές με μορφές αυτού του βεληνεκούς και φορμά;

Ενώ η ερώτηση, εκ πρώτης όψεως, αναφέρεται στον session κιθαρίστα που (δεν) κρύβω μέσα μου, αφορά και το Spectralfire αν σκεφτείς ότι η μουσική για το “Underground Heathrow” γράφτηκε ένα βράδυ καλοκαιρινής session περιοδείας στο ψαροχώρι Φοινίκι της Κάρπαθου! Πλάκα είχε αυτό... Τώρα, εντάξει, όταν παίζεις στην ίδια σκηνή με μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής αποκομίζεις  πάρα πολύ εμπειρία σε πολλά πράγματα και εκτός μουσικής –από εκεί και πέρα μαθαίνεις να κρατάς αυτά που σου κάνουν. Αποκομίζεις και λεφτά, τα οποία εγώ τα κάνω πεταλάκια για την κιθάρα (ο πεταλάκιας!), τα σέρνω όμως μαζί μου και στα session γιατί, ας πούμε, έχει γούστο να παίζεις κλασικά ελληνικά κομμάτια με οχτάμπιτα fuzz! Παίζοντας διαφορετικά είδη με καλούς μουσικούς και πλάι σε καλούς, καταξιωμένους καλλιτέχνες σίγουρα τρίβεσαι πολύ με το αντικείμενο και, αν έχεις διάθεση, μπορείς να αφομοιώσεις καταπληκτικές μουσικές και γνώσεις. Και η γνώση είναι δύναμη, για να μην ξεχνιόμαστε.

Spectralfire_2

To “Protagonist” είναι ένα τραγούδι στο οποίο η λογική των φωνών (όπως και η ίδια η μελωδία τους) θα μπορούσε άνετα να ανήκει στους Modrec. Πώς ξεχωρίζει μέσα σου ποια τραγούδια ανήκουν σε ποια μπάντα όταν βρίσκεσαι στην πρωταρχική φάση σύνθεσης;

Πιάσαμε και το “Protagonist”, λοιπόν, που, εκτός από αγαπημένο, οι στίχοι του   είναι γραμμένοι για τους Modrec! Ο τρόπος που διαχωρίζω το υλικό το οποίο μου προκύπτει είναι βάσει των φωνών που ακούω στο κεφάλι μου. Αυτές μου υποδεικνύουν πάντα τι να κάνω, κάτι που το παθαίνουν όλοι και λέγεται και αλλιώς ένστικτο. Ε, βάλε εκεί και λίγο παράγοντα αισθητικής και την έχεις την εικόνα.

Ο πριν από έναν χρόνο (θαυμάσιος) δίσκος των Moa Bones –του συνεργάτη σου Δημήτρη Αρώνη από τους Modrec– μας δίνει πραγματική βάση για να πιστέψουμε ότι οι Modrec έχουν μπει στον πάγο, για ένα διάστημα τουλάχιστον;

Ξεκινάω με το ότι είμαι fan του Αρώνη από τους Modrec και απ' το ότι ο δίσκος του ως Moa Bones είναι καταπληκτικός: έχει κομματάρες και τον έχω λιώσει, πέραν της σχέσης μου με τον Δημήτρη. Οι Modrec, τώρα, έχουν μεγάλη σημασία για εμάς. Εν τέλει, με τον τρόπο που για την ώρα λειτουργούμε ως προς αυτούς, κατά κάποιον τρόπο τους προστατεύουμε. Έφτασε δηλαδή ο καιρός που έπρεπε να κάνουμε και κάποια άλλα μουσικά πράγματα κι έτσι χαλαρώσαμε λίγο και δεν καταπιέσαμε ούτε τους εαυτούς μας, αλλά ούτε και τους Modrec. OK, έχουμε να κάνουμε πρόβα πολύ καιρό, αλλά πίνουμε μπύρες κάθε εβδομάδα, ακούμε παρόμοιες μουσικές, το αίμα μας ακόμα βράζει και το μάτι μας ακόμα γυαλίζει… (λέμε τώρα μην χτυπήσουμε κιόλας!).

Οι Spectralfire έχουν (ελάχιστες) φορές ανέβει στη σκηνή. Αυτό θα εξακολουθεί να ισχύει ως συνθήκη; Και, αν αλλάξει, χρειάζεται να αλλάξουν και πολλά πράγματα; Μιας και είναι αρκετά πιο περίπλοκος ο ήχος του δίσκου σε σχέση με τις πρώτες του επί σκηνής προσπάθειες...

Οι Spectralfire ξεκίνησαν σαν one man band και είναι κάτι που μου αρέσει που έγινε όταν έγινε και όπως έγινε, γιατί με έκανε να ωριμάσω το ίδιο το υλικό και να ωριμάσω ο ίδιος μέσα από το συγκεκριμένο υλικό (έστω κι αν απείχα από αυτό για κάποιο διάστημα). Με έκανε επίσης να αναζητήσω συνεργάτες με τους οποίους να νιώθουμε λίγο με τον ίδιο τρόπο. Με αυτά και με αυτά, στα τύμπανα οπλοφορεί ο Μανώλης Γιαννίκιος, στο μπάσο εκστασιάζει ο Γιώργος Μπουλντής, στα πλήκτρα γητεύει η Ματίνα Κουντουρόγιαννη, στην ηλεκτρική κιθάρα και στα προηχογραφημένα/loops/samples διδάσκει ο Ορέστης Φαληρέας, τη χορωδία μας αποτελούν οι δεσποινίδες Ηλιάνα Τσαπατσάρη & Νατάσσα Μηνδρινού και ο Spectralfire στα φωνητικά, το άπταιστο micro korg, samples και ηλεκτρική κιθάρα. Βασικό κριτήριο είναι να παίζουμε τα τραγούδια με έναν τρόπο που να ακούγονται σωστά και να περνάμε καλά μαζί τους, ιδρώνοντας από ευχαρίστηση (καύλα ήθελα να πω) και όχι από άγχος. Να παίζεις δηλαδή τα κομμάτια εκεί που τα νιώθεις καλά, είτε είσαι οι Misery Index, είτε οι Deerhoof. Δουλέψαμε πολύ το υλικό εν όψει της συναυλίας που δώσαμε στο An Club στις 23 Οκτώβρη και έχω την εντύπωση ότι περάσαμε πολύ, πολύ καλά.

Spectralfire_3

Ως γνωστός περφεξιομανής της κιθάρας, να υποθέσω ότι ξόδεψες πολύ χρόνο στην ανεύρεση των ήχων της εξάχορδης στον δίσκο;

Όταν πήγα στο Fab Liquid να γράψω κιθάρες για το άλμπουμ είχα μαζί μου γύρω στα 25 πετάλια, τον Vox Ac-30 (blue Alnico εννοείται) και την κιθάρα μου. Αφού τα σύνδεσα όλα μεταξύ τους, κοιταχτήκαμε απλά με τον Αγγλούπα, βγάλαμε όλα τα πετάλια εκτός και καρφώσαμε την κιθάρα κατ’ ευθείαν στον ενισχυτή, πράγμα που άφησε φοβερό χώρο στα σινθεσάιζερς να κανουν τη δουλειά τους σωστά –και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Άλλωστε πολλές φορές ο μινιμαλισμός προκύπτει μέσα από αβυσσαλέο πλουραλισμό! Παρ’ ολ’ αυτά ξόδεψα πολλές ώρες στα synths προς ανεύρεση του καταλληλότερου ήχου.  Κάποιοι ήχοι πέτυχαν και κάποιοι είναι ήχοι με τους οποίους θα πορευτώ όμορφα και συμβιβασμένα μαζί τους, μέχρι τον επόμενο δίσκο…

Ο περφεξιονισμός και η σημασία στη λεπτομέρεια, σε ποιον βαθμό μπορούν να αποβούν σε βάρος του τελικού μουσικού αποτελέσματος;

Ο περφεξιονισμός και η σημασία στη λεπτομέρεια μπορούν να απογειώσουν μια παραγωγή, όσο εύκολα μπορούν να τη στείλουν στον Καιάδα. Όλα χρειάζονται, απλά πρέπει να γνωρίζεις πού και πόσο και, πάνω απ’ όλα, να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις, τι θέλεις να πεις και σε ποιους απευθύνεσαι. Ο περφεξιονισμός στη μουσική, αν έχει αφετηρία και κίνητρο τον πρωταθλητισμό, προσωπικά δεν με αφορά. Αν περφεξιονιστής στην κιθάρα μπορεί να θεωρείται (και επάξια) ο  βιρτουόζος Guthrie Govan, άλλο τόσο για εμένα θεωρείται ο Thurston Moore, έκαστος στο είδος του βέβαια. Για να μην μακρηγορώ, ό,τι δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά προκύπτει μέσα από εμπειρία, ένστικτο και αναζήτηση είναι θεμιτό. Κάτι το οποίο ισχύει και σε ένα χι τελικό μουσικό αποτέλεσμα.

Στο εσωτερικό του δίσκου υπάρχει στο φόντο μιας φωτογραφίας σου η Νέα Υόρκη (αν δεν κάνω λάθος). Αυτό ποια σημειολογία έχει; Αποτελεί για σένα έμπνευση η σφύζουσα ζωή μιας μητρόπολης, την οποία όμως δεν έχεις γνωρίσει, άρα λειτουργείς μέσω της pop icon που έχει; Ή πρόκειται για έναν ευσεβή πόθο πορείας/καριέρας/προορισμού;

01. Sonic Youth
02. Escape from New York
03. Patrick Ewing
04. Helmet
05. Mos Def
06. Miles Davis
07. East coast hip hop
08. The Warriors
09. Beastie Boys
10. The Godfather
Σαν παιδί κι εγώ των 1980s & 1990s, μου έχουν χώσει με τη μέθοδο της υπνοπαιδείας (και όχι μόνο) τη Νέα Υόρκη πολύ καλά μέσα μου. Ίσως όλα αυτά τα χρόνια να προετοιμάζομαι για να παρευρεθώ εκεί, είτε σαν τουρίστας είτε για κάποιο live ξέρω 'γω... Σίγουρα αντλώ έμπνευση από τη Νέα Υόρκη, αλλά με τη μορφή χαλασμένου τηλεφώνου, μιας κι εγώ είμαι εδώ κι εκείνη εκεί. Ο ευσεβής πόθος πορείας/καριέρας και σίγουρα προορισμού είναι τα Κύθηρα και συγκεκριμένα η (κατ’ εμέ) πρωτεύουσά τους, ο Καραβάς. Εκεί θα πάω όταν έρθει η ώρα. Ε, ακόμα δεν έχει έρθει..

{youtube}p02qAt2LAXg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured