Εύα Βολογιαννίδου

Οι Bokomolech υπήρξαν από τα πρώτα indie ακούσματα εγγενούς προέλευσης, μιας γενιάς που μάλλον ευθαρσώς αποφάσισε να αλλάξει τα δεδομένα στην ελληνική μουσική σκηνή. Συνειδητοποιώ συγχρόνως πόσο μεγάλο διάστημα είναι τα 19 χρόνια για ένα συγκρότημα στην Ελλάδα: με αφετηρία τη Lazy Dogs στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 1990, οι Bokomolech έχουν ξεκινήσει μια ιστορία που διακόπτεται, επαναφορτίζεται και συνεχίζει μέχρι και σήμερα, μάλλον ακάθεκτα. Αφορμή αυτής της συνέντευξης το σήμερα, με έναν νέο δίσκο να έχει ήδη κυκλοφορήσει (Mass Vulture, στην Inner Ear) και με το live τους με τον Scott McCloud και τους False Alarm να κοντεύει –μεθαύριο Παρασκευή, 16/3, στο Fuzz...

Είστε μια μακροβιότατη μπάντα για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς έχετε ήδη πίσω σας μια σχεδόν 20ετή πορεία. Τι σημαίνει για σας το γεγονός ότι έχετε «μεγαλώσει» μια ολόκληρη γενιά ακροατών στην Ελλάδα;

Δεν το σκεφτόμαστε έτσι –μάλλον δεν το σκεφτόμαστε καθόλου. Παίζουμε μουσική επειδή μας αρέσει και μας αποφορτίζει και επειδή προσφέρει μια δημιουργική κι ενδιαφέρουσα διέξοδο στα όποια καλλιτεχνικά μας ενδιαφέροντα. Δεν είχαμε ποτέ συγκεκριμένες φιλοδοξίες σχετικά με την ενασχόλησή μας με τους Bokomolech. Θεωρούμε εαυτούς τυχερούς που έχουμε κάνει κάποιους δίσκους που μας αρέσουν, κάποιες συναυλίες τις οποίες θυμόμαστε και κάποια ωραία ταξίδια. Φυσικά, όταν τυχαίνει και κάποιος/κάποια εκφράζεται θετικά για τη μουσική μας ή μας λέει ότι «τον/την μεγάλωσε» –ειδικά όταν τον/την εκτιμούμε– το χαιρόμαστε ιδιαίτερα.

Bokomolech_3Αλήθεια, ποια από τα live που έχετε κάνει ξεχωρίζουν στη μνήμη σας;

Είναι πάρα πολλά. Κατ’ αρχήν, το πρώτο live με την πρώτη πλήρη σύνθεση στο παλιό Αn (Δεκέμβριος 1993), με όλους τους καλούς μας φίλους από κάτω. Ένα live στον Βόλο το 1995, που είναι η πρώτη φορά όταν κάποιοι από το κοινό τραγουδήσαν μαζί μας (το “Confession”, το μόνο τραγούδι μας που είχε τότε κυκλοφορήσει). Το support που είχαμε κάνει στον Steve Wynn, όταν όλη η μπάντα του (μεταξύ των οποίων η Thalia Zedek και ο Chris Brokaw, μουσικοί που εκτιμάμε πολύ) παρακολουθούσαν το soundcheck που κάναμε και μας χειροκροτούσαν μετά από κάθε κομμάτι. Τη συμμετοχή μας στο Rock of Gods, γιατί πρώτη φορά παίζαμε για τόσο κόσμο και γιατί η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης. Ανάμεσα σε πολλές συναυλίες στο Αn (αν πρέπει να ξεχωρίσουμε κάποιες), αυτή με τους Shellac, αλλά κι εκείνη του 2004 –μία από τις πρώτες μετά την κυκλοφορία του Exit(Trance) και μία από τις καλύτερες εμφανίσεις με το τετραμελές σχήμα. Από τις πιο πρόσφατες, την εμφάνιση στην Τρόβα γιατί ο χώρος ήταν πολύ ιδιαίτερος. Τέλος θυμόμαστε χαρακτηριστικά και τις δύο εμφανίσεις στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, η δεύτερη από τις οποίες ήταν και η πρώτη μας εμφάνιση με τη νέα σύνθεση.

Ιδρυθήκατε και γίνατε γνωστοί σε μια φάση ιδιαίτερα μεταβατική για τη μουσική. Μιλάμε για το 1990-1995, τη grunge επανάσταση και την τεχνολογική επέλαση του ψηφιακού. Τι αναμνήσεις έχετε από την «ηρωική» αυτή εποχή του ροκ, όπου το να ηχογραφήσεις ένα δικό σου τραγούδι ήταν από μόνο του επίτευγμα;

Τα πράγματα είναι σαφώς πιο εύκολα τώρα για το DIY. Ηχογράφηση, επεξεργασία και διανομή είναι πια υπόθεση ενός PC και μιας σύνδεσης στο διαδίκτυο (και διάθεσης για δουλειά, προφανώς). Εμείς σταθήκαμε αρκετά τυχεροί, γιατί κάποιοι άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν για τη δουλειά μας από νωρίς, πριν καν ασχοληθούμε από μόνοι μας: το πρώτο μας demo έφτασε στη Lazy Dog με την πρωτοβουλία ενός κοινού φίλου, ενώ αργότερα η Hitch Hyke προθυμοποιήθηκε να αναλάβει το κόστος της ηχογράφησης με τον Steve Albini –που ήταν επιθυμία της μπάντας. Μ' αυτά και μ' αυτά, βρεθήκαμε να ηχογραφούμε από την αρχή με πολύ καλές συνθήκες, χωρίς να μας βαραίνει το κόστος. Αυτό επιτράπηκε βέβαια και από τις καλύτερες εποχές που διένυε τότε η δισκογραφία. 

Από τη Lazy Dog της δεκαετίας του 1990 μέχρι την Ιnner Ear του 2012, ποια είναι τα στάδια που έχει περάσει η μπάντα μουσικά; Πώς βλέπετε τα πράγματα στη δισκογραφία σήμερα;

Δεν υπάρχουν κάποια προγραμματισμένα ή έστω συνειδητά στάδια από τα οποία να περάσαμε. Δεν έχουμε κάτσει ποτέ να σχεδιάσουμε τον ήχο μας ή τη θεματολογία των στίχων. Θέλουμε απλώς να παίζουμε μουσική που να μας συγκινεί. Μόνο εκ των υστέρων μπορεί κανείς να κατηγοριοποιήσει τις δουλειές μας, αλλά μια τέτοια ταξινόμηση θα είναι αποτέλεσμα και της δουλειάς του εκάστοτε παραγωγού κ.λ.π. εκτός από της δικής μας, ας πούμε, ωρίμανσης. Όσον αφορά στη δισκογραφία, προφανώς και τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα οικονομικά, αλλά απ' την άλλη έχουν γίνει πολύ ενδιαφέροντα από καλλιτεχνική άποψη. Υπάρχουν πολλές εξαιρετικές μπάντες, κυκλοφορούν πολλοί και καλοί δίσκοι και, χάρη στα νέα μέσα, όλο και περισσότεροι μουσικοί δημοσιοποιούν τις δουλειές τους –κι αυτές ακούγονται περισσότερο. Είναι πολύ ελπιδοφόρο.

Bokomolech_2

Στη διάρκεια της μουσικής σας πορείας οι Bokomolech υπέστησαν απώλειες και αποχωρήσεις. Σας έχει επηρεάσει διαβρωτικά η πάροδος του χρόνου;

«Διαβρωτικά» όχι, αλλά προφανώς δεν είμαστε πλέον 25χρονοι φοιτητές. Ο μέσος όρος ηλικίας της μπάντας πλησιάζει τα 40, κάποιοι από μας έχουν οικογένειες και δεν είναι και κανείς μας εισοδηματίας. Αυτό σημαίνει ότι η ενασχόληση με τη μπάντα έχει ένα ολοένα κι αυξανόμενο κόστος, απ’ την άλλη όμως μας επιβραβεύει με ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε.

Τo Μass Vulture κυκλοφορεί μετά από 9 χρόνια δισκογραφικής απουσίας. Τι σας έκανε να απέχετε τόσα χρόνια αλλά και να αποφασίσετε για μια ακόμη δισκογραφική δουλειά;

Είναι απλό: παρότι το συγκρότημα ήταν δραστήριο, δεν είχαμε αρκετό και αρκετά επεξεργασμένο υλικό για να γράψουμε δίσκο. Όταν ήρθαν ο Τάσος και η Χριστίνα, τα πράγματα άρχισαν να κυλούν πιο ομαλά, η παραγωγικότητα αυξήθηκε και γρήγορα αισθανθήκαμε την ανάγκη να καταγράψουμε τη μουσική που παίζαμε στις πρόβες, γιατί είχε εξελιχθεί και ωριμάσει αρκετά και θα μας άρεσε να μείνει.

Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Mass Vulture;
 
Το Mass Vulture ενσωματώνει κάποια στοιχεία από τους προηγούμενους πέντε δίσκους, χωρίς απαραίτητα να παραπέμπει συγκεκριμένα σε κάποιον. Εννιά χρόνια δισκογραφικής απουσίας είναι αρκετά ώστε να προστεθούν νέα στοιχεία, να ενσωματωθούν νέες επιρροές, καινούργιοι ήχοι και η προσέγγιση να είναι φρέσκια. Πιο «στρογγυλεμένες» κιθάρες στα riffs, μεγαλύτερη έμφαση στις μελωδίες και στους διάλογους μεταξύ των οργάνων, σφιχτή δομή, «κρυμμένοι» και δυσδιάκριτοι ήχοι που δεν εμφανίζονται με την πρώτη ανάγνωση. Το κατά περιπτώσεις πλησίασμα της ποπ συνθετικής φόρμας δεν εμπόδισε την ύπαρξη των αυτοσχεδιασμών στις συνθέσεις ή της αιχμηρότητας στο τελικό αποτέλεσμα, που ανέκαθεν χαρακτήριζαν τον ήχο της μπάντας. Ο πλήρης καλλιτεχνικός έλεγχος στην παραγωγή ήταν ένα ρίσκο, αλλά στο τέλος της ημέρας, με αυτό τον τρόπο καταθέτουμε τη δική μας οπτική γωνία.

Bokomolech_4
 
Γιατί αποφασίσατε να προσθέσετε πλήκτρα;

Και πάλι, δεν ήταν κάποια σχεδιασμένη κίνηση. Ο Τάσος ήταν γνωστός της Λίλας, και, όταν αποφασίσαμε να διευρύνουμε το σχήμα, του προτείναμε να έρθει σε μία πρόβα. Η χημεία που είχαμε μας φάνηκε υποσχόμενη κι έτσι συνεχίσαμε. Έτσι κι αλλιώς, ο τρόπος με τον οποίον παίζει ο Τάσος δεν θυμίζει τα κλασικά πλήκτρα σε μια ροκ μπάντα: πρόκειται περισσότερο για προσθήκη θορύβου (σαν να παίζει μια τρίτη κιθάρα), παρά για «μελωδικό χαλί».

Ποια συγκροτήματα/τραγούδια/άλμπουμ ακούτε σήμερα;
 
Sharon van Etten – Tramp
drog_A_tek – Too Late To Care
Shabazz Palaces – Black Up
PNDC & Housework – Nothing In The Sky
Electric Litany – How To Be A Child And Win The War 
Kelli Rudick, Wild Flag, The Corin Tucker Band, Dark Dark Dark, 2L8, The Music Tapes, Amanda Palmer, The Octopus Project, Deerhoof, China Woman, κυκλοφορίες από την Tzadik Records του John Zorn.

Θα ήθελα τέλος να μου κάνετε ένα σχόλιο για όλα όσα ζούμε τελευταία στη χώρα μας. Ποιος θεωρείτε ότι θα πρέπει να είναι ο ρόλος ενός καλλιτέχνη;

Ζούμε έναν καφκικό εφιάλτη: μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξ’ ολοκλήρου σχεδιασμένη (ήδη μια θεμελιώδης αντίφαση), η οποία «δικαιολογεί» υποτίθεται την κατάλυση της δημοκρατίας, την καταστροφή της οικονομίας, την ανακύκλωση ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων, κ.λ.π., την ίδια στιγμή που με οργουελικές μεθόδους (και με κάποιες αναλαμπές αγνού κυνισμού), η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της υποστηρίζουν τα ακριβώς αντίθετα απ’ όσα φανερά πράττουν. Παρ’ όλες αυτές τις επείγουσες συνθήκες, δεν νομίζουμε ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να καθοδηγεί ή να προσηλυτίζει το κοινό του.  Ο καλλιτέχνης οφείλει να κάνει αυτό που θα έκανε πάντα: να αποτυπώνει, όσο καλύτερα μπορεί, τα συναισθήματα που τον κινητοποιούν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured