Ανατρεπτική και έντονη, παραγωγική και ουσιαστική, ευαίσθητη και δυναμική, αλάνι και καθωσπρέπει, πάνω απ’ όλα όμως αυθεντική και ευθύς, η Ευσταθία δεν περνάει απαρατήρητη από κανέναν. Με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές του 2010 στα υπάρχοντά της, το Αvopolis επιθυμούσε διακαώς να μάθει πολλές λεπτομέρειες για τη δεκαετή της πορεία: από τη γιουροβιζιονική Δεισδαιμόνα μέχρι το καινούργιο Πολύ Καλό Παιδί, που σίγουρα τρώει ζαμπόν χωρίς λιπαρά… 

Το Είναι Πολύ Καλό Παιδί, αν και διατηρεί τις γνωστές από τα προηγούμενα τρία άλμπουμ σου ποπ αναφορές, σηματοδοτεί μια στροφή σε διαφορετικές μουσικές –όπως τάνγκο, βαλς, λάτιν. Πώς προέκυψε μια τέτοια αλλαγή ήχου;  

Όπως το είπες, ο πυρήνας συνεχίζει να είναι ποπ. Εγώ συνεχίζω να είμαι ποπ. Απλά ήθελα να δώσω ένα ρετρό χρώμα με μουσικές αναφορές από το παρελθόν. Υπάρχει μία τεράστια δεξαμενή από την οποία μπορεί να αντλήσει κανείς ιδέες. Ιδέες που πολλές φορές δίνουν λύση στα αδιέξοδα της τέχνης. Ειδικά η ποπ μουσική στις μέρες μας διακρίνεται, πολλές φορές, από φτώχια: φτώχια στους ρυθμούς, στη μελωδία, στη δυναμική. Από την άλλη, νοσταλγώ παλιούς ρυθμούς όπως το μάμπο και το τσα τσα τσα. Είναι πράγματα τα οποία δεν έχω ζήσει και τα ζηλεύω. Φτιάχνοντας λοιπόν τον δίσκο, είχα στο μυαλό μου τη φράση που έλεγαν οι παλαιότερες γενιές «να χορέψουμε τα ευρωπαϊκά». Αυτό θέλησα λοιπόν να κάνω κι εγώ! 

 Έχεις πλέον μία δεκαετή παρουσία στα μουσικά πράγματα. Τι άλλαξε από τότε που ξεκινούσες στη δισκογραφία; 

Αναμφίβολα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα… Κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων, ευτελισμός του CD, διάθεση πολύ χαμηλών ποσών για παραγωγές, μετατροπή του τραγουδιστή σε ενορχηστρωτή, παραγωγό, διαφημιστή. Είναι αυτό που λέμε ότι ενός κακού, μύρια έπονται. Και η ευθύνη βαρύνει σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Θέλοντας να κάνουνε αρπαχτές και χιτάκια κάθε εξάμηνο για να έχουν υλικό για το νυχτοκάματο, οδηγήθηκαν σε τελείως ευτελείς δουλειές, απαξιώνοντας έτσι την ίδιο το προϊόν τους.  

Μπορεί μέσα σε αυτές τις συνθήκες να συντηρηθεί ένας μουσικός από την τέχνη του; 

Όχι. Αλλά ποιος μπορεί σήμερα να συντηρηθεί κάνοντας μόνο μία δουλειά;

Μέσα σε αυτό το κλίμα εσύ έχεις καταφέρει να διαμορφώνεις τις συνθήκες που θέλεις για τις εμφανίσεις σου;  

Σε μεγάλο ποσοστό το έχω καταφέρει. Κάνω αυτό που θέλω, όπως το θέλω. Υπάρχει βέβαια ένα τίμημα οικονομικό. Αν ήθελα, όμως, να βγάλω χρήματα θα έκανα κάτι άλλο. Είναι εν τέλει τι ζητάς από τη ζωή. Ωστόσο, πιστεύω ότι η συνέπεια σε ό,τι αγαπάς σε ανταμείβει με διάφορους τρόπους. Πίστη χρειάζεται σε όλα.  

Υπάρχουν βέβαια και οι νυχτερινές εμφανίσεις, από τις οποίες μπορούν να βγουν πολλά χρήματα, ειδικά αν γίνονται κι εκπτώσεις στην ποιότητα… 

Δύσκολο πάντως να διαλέγεις μέσα σε τέτοιες συνθήκες ή να κατηγορήσεις κάποιον που κάνει μία τέτοια επιλογή. Είναι και η κρίση που μπορεί να σε οδηγήσει προς τα εκεί. Ταυτόχρονα όμως, η ίδια η κρίση οδηγεί όλο αυτό το πανηγύρι σε φθορά. Μια φθορά που την αξίζει η νυχτερινή ζωή, γιατί έχει στηριχθεί σε μια πολύ άσχημη νοοτροπία: υπέρογκες αμοιβές, πολύ ακριβή διασκέδαση. Νομίζω ότι μας χρειάζονται μερικά χαστούκια για να συνέλθουμε. 

Διάβασα κάπου ότι έχεις δουλέψει παλιά σε λαϊκά μαγαζιά, ισχύει κάτι τέτοιο;  

Α, ναι! Πριν ξεκινήσω να κάνω δισκογραφία πέρασα αρκετά χρόνια σε λαϊκά μαγαζιά. Είναι μεγάλο σχολείο η συναναστροφή με λαϊκούς καλλιτέχνες, έχεις να πάρεις πολλά πράγματα. Ήμουν και μικρή και ήταν όλα πρωτόγνωρα για μένα. Υπάρχει μία αυθεντικότητα σε αυτούς τους χώρους. Μόνο που και αυτοί έχουν χαθεί πια. Οι περισσότεροι έχουν μετατραπεί σε «πίστες».   

Οι οποίες να υποθέσω ότι δεν σου αρέσουν… 

Δεν μου αρέσουν, αλλά δεν με ενοχλούν κιόλας. Κι εγώ έχει τύχει να διασκεδάσω σε τέτοια μέρη. Η διαφορά είναι όμως ότι δεν μιλάμε πλέον για μουσική. Οι πίστες μοιάζουν με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα. Θα βρεις τα πάντα εκτός από τραγούδι ή μάλλον θα βρεις και τραγούδι, αλλά δεν θα είναι στο επίκεντρο. Θα βρεις κυρίως σόου και θέαμα. Ωραία τα φτερά και τα πούπουλα. Χρειάζονται και αυτά, αλλά όχι μόνο αυτά. Όχι μόνο όλο αυτό το ανόητο lifestyle που μας κατακλύζει. Νομίζω ότι και ο κόσμος δεν αντέχει άλλο. Αντιδράει πια και ζητάει κάτι διαφορετικό. Εκεί υπάρχει η αισιοδοξία.   

Και μιας και αναφέρθηκες στο lifestyle που μας κατακλύζει: πόσο μακριά είναι ένας διαγωνισμός τραγουδιού όπως το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχες και έγινες γνωστή σε ένα ευρύ κοινό, από ένα talentshow; 

Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο. Τα φεστιβάλ είναι ένας αξιοπρεπής και όμορφος τρόπος να ακουστούν νέοι καλλιτέχνες. Παρουσιάζονται όλοι με μια λάμψη, ένα στιλ. Κι εμένα μου αρέσει το στιλ, είναι κάτι που το δουλεύω και το διαφοροποιώ σε κάθε δουλειά ή εμφάνιση. Άλλο αυτό κι άλλο να βασίζεσαι στη αγωνία των νέων ανθρώπων ή να γελάς εις βάρος τους, όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό στα talentshows. Ψάχνουν να βρουν τον τρελό του χωριού για να κάνουν νούμερα. Είναι υποτιμητικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αλλά και τα παιδιά που πηγαίνουν εκεί και έχουν καλές φωνές και ταλέντο, έχει αποδειχθεί ότι είναι είδος για κατανάλωση. Χάνονται μέσα σε μια μεγάλη κρεατομηχανή χάριν της τηλεθέασης.  

Επιχείρησες να πας και στη Eurovision παλαιότερα, συμμετέχοντας στον  ελληνικό τελικό με τη “Δεισδαιμόνα”. Θα το επιχειρούσες ξανά;  

Ποτέ μη λες ποτέ. Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι σήμερα δεν θα άντεχα όλο αυτό που συνοδεύει τη Eurovision, το βασανιστήριο των media, το ότι έχει αναχθεί σε εθνικό σκοπό. Με αυτές τις συνθήκες δεν θα το έκανα. Αν έβαζα τους δικούς μου όρους και γίνονταν δεχτοί, τότε θα το σκεφτόμουν.    

Μιας και αναφερθήκαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να μιλήσουμε λίγο για το κομμάτι “Χωρίς Εσένα” και για τον στίχο «ζαμπόν χωρίς λιπαρά»; Είναι ένα τραγούδι που λατρεύτηκε, αλλά δέχτηκε και έντονα αρνητική κριτική από μια μερίδα του κόσμου και των δημοσιογράφων. Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι υπήρξε τόσο μεγάλη αντίδραση;  

Δεν το κατάλαβα ποτέ, αλλά δεν με ενοχλεί κιόλας. Δεν μπορώ να προστατεύω ένα τραγούδι. Εγώ το γράφω, το υποστηρίζω καλλιτεχνικά και έπειτα αυτό είτε αγαπιέται, είτε μισείται. Αυτοί που κόλλησαν σε αυτόν τον στίχο νομίζω ότι έμειναν στην επιφάνεια και ασχολήθηκαν με άσχετα πράγματα, αλλά όχι με την ουσία. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όλα έχουν κάποιο λόγο που γίνονται, φαντάζομαι. Εγώ πάντως το χαίρομαι, γιατί δεν πέρασα απαρατήρητη –είτε αγαπήθηκα από κάποιους, είτε μισήθηκα. Μακριά από εμένα το συμπαθητικό!  

Και επίσης ξεκαθάρισες ποια είσαι από την αρχή…

Χωρίς να πιστεύω ότι έκανα κάτι εντελώς πρωτότυπο, νομίζω ότι έδωσα το δικό μου στίγμα. 

Έχω την εντύπωση ότι, μετά από σένα, ακούω όλο και πιο συχνά έναν πιο απελευθερωμένο στίχο. Λες να έκανες την αρχή;  

Πιστεύω ότι διανύαμε μία συντηρητική περίοδο με κλισέ στίχους και γι’ αυτό οι στίχοι μου μπορεί να ξένισαν στην αρχή. Χαίρομαι πάντως που τάραξα τα νερά και ας έφαγα εγώ το βρίσιμο. Σιγά, δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη…

Αλλά και το μουσικό σου στιλ, αυτό της πνευματώδους ποπ θα λέγαμε, σε μια εποχή που κυριαρχούσε το έντεχνο, δεν ήταν καθόλου στα πάνω του…

Όταν ξεκίνησα, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας! Να αποδείξω ότι μπορεί και η ποπ να έχει εκτόπισμα και να βγάζει τραγούδια με μια δεύτερη σκέψη από πίσω –κυρίως λόγω του στίχου– καλοδουλεμένα και ενδεχομένως διαχρονικά. Και αυτά σε μια εποχή όταν, όπως είπες, κυριαρχούσε το έντεχνο με τη στάμπα του μόνου σοβαρού και αξιόλογου είδους. Δυστυχώς, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε στις ταμπέλες. Ακόμα και όταν υπάρχουν, δεν θα πρέπει να κολλάμε σε αυτές.   

Και για να επιστρέψουμε στο νέο άλμπουμ, ο έρως είναι ένα αιμοβόρο βαμπίρ;  

Με γοητεύει το θέμα με τα βαμπίρ πάρα πολύ. Έχω γράψει και μία μουσικοθεατρική παράσταση βασισμένη στα βαμπίρ, την οποία έχω στο συρτάρι μου. Δεν είναι, όμως, ότι γοητεύομαι από τα βαμπίρ, γιατί τα θεωρώ κάτι εξωπραγματικό και μακρινό από τον άνθρωπο. Εμείς οι ίδιοι ήμαστε τα μεγαλύτερα βαμπίρ. «Βαμπιριάζουμε» τα πάντα, τον πλανήτη, τους συνανθρώπους μας. 

Γενικά η θεματολογία κινείται γύρω από τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις.  

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Είχα ανάγκη να γράψω έναν τέτοιο δίσκο, γιατί έβλεπα ότι οι άνθρωποι γύρω μου φοβούνται να ερωτευτούν, να ρισκάρουν, να χάσουν τη  βολή τους, να παραδοθούν σε ένα πάθος. Λειτουργούν καπιταλιστικά ακόμα και στον έρωτα: δίνουν το σώμα τους, αλλά όχι την καρδιά τους. Σταματάει ο έρωτας μόνο στη σαρκική και στην υλική του υπόσταση. 

Γράφεις στίχους, ερμηνεύεις, τραγουδάς, γενικά τα κάνεις όλα μόνη σου, εκτός από έναν-δυο σταθερούς συνεργάτες που έχεις. Έχεις σκεφτεί να δόσεις τραγούδια ή να τραγουδήσεις κομμάτια άλλων; 

Θα τα σκεφτόμουν και τα δύο, δεν λέω όχι. Απλά η σύνθεση και η ερμηνεία είναι δύο ιδιότητες που τις αισθάνομαι παράλληλα. Από την άλλη δεν θέλω και να εγκλωβίζομαι σε ένα τέτοιο δίπολο. Θα ήθελα να δοκιμάσω κάποια στιγμή. Όσο για τους σταθερούς συνεργάτες τους οποίους δεν αλλάζω, είναι ο Θανάσης Βούτσινος, ο οποίος πάντα μου δίνει στίχους που με συγκινούν ιδιαίτερα, και ο Αντώνης Γλυκός, που αναλαμβάνει το artdirection  

Έχεις και μια αδυναμία στις διασκευές, αλλά τις κάνεις μ’ έναν πολύ προσωπικό τρόπο: από το “Δε Μιλάμε” του Γιώργου Θεοφάνους που έχει πρωτοτραγουδήσει ο Πασχάλης Τερζής, μέχρι το “LittlestThings” της LilyAllen στα ελληνικά και την “Κρουαζιέρα” του Βαγγέλη Γερμανού στα ιταλικά(!).  

Για να διασκευάσω κάτι πρέπει να με εμπνέει και να αισθάνομαι ότι μπορώ να δώσω κάτι καινούργιο, κάτι δικό μου. Η διασκευή είναι και αυτή μία δημιουργία, και όχι μια καλή εμπορική λύση –ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Αυτά τα κομμάτια με συγκίνησαν και πίστεψα έτσι ότι μπορούν να ακουστούν και με άλλους τρόπους, άσχετα από την αρχική τους μορφή. Όπως χαρακτηριστικά το “Δε Μιλάμε”, που είναι λαϊκό κομμάτι κι έγινε τελείως διαφορετικό. Ένα καλό τραγούδι μπορεί να ακουστεί με διάφορους τρόπους.     

Και για να φτάσουμε και να κλείσουμε με τα καλά παιδιά, τα οποία ειρωνικά αναφέρεις στον τίτλο. Μήπως αυτά τα «καλά παιδιά» είναι που φταίνε για πολλά από τα άσχημα που συμβαίνουν αυτή την περίοδο;  

Αυτοί είναι που μας έχουν φτάσει εδώ που ήμαστε στην πολιτική, στην τέχνη, στο περιβάλλον… Φυσικά αναφέρομαι στα καλά παιδιά με την καθωσπρέπει εικόνα στην ελληνική συνείδηση, όχι στον πραγματικά έντιμο άνθρωπο. Ο άνθρωπος της βιτρίνας, της φιγούρας, ο οποίος ποτέ δεν απαντάει ουσιαστικά σε καμία ερώτηση, αλλά πάντα υπεκφεύγει με διπλωματικό τρόπο. Που στέκεται στην επιφάνεια και δεν αναλύει τις καταστάσεις και τα συναισθήματα. Αυτός δηλαδή που φοβάται τον έρωτα…     

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured