Μετά από τις περσινές εμφανίσεις-καταιγίδα στο Gagarin και στο Gagarin Open Air, οι Last Drive επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος για δύο βράδια την Παρασκευή 9 και το Σάββατο 10 Μαίου. Λίγο πριν το «μοιραίο», δύο μέλη τους, ο Αλέξης Καλοφωλιάς και ο Χρήστος Μιχαλάτος, μιλάνε στο Avopolis για το τότε και το σήμερα της μουσικής πραγματικότητας, μπλέκουν τους αδερφούς Ντάλτον με την beat λογοτεχνία και αποκαλύπτουν τα σχέδια τους για το καινούριο τους album!

Έχετε μουσική δράση σε δύο διαφορετικές εποχές. Τι διαφορές εντοπίζετε;

Α.Κ.: «Στην πρώτη εποχή τα πράγματα είχαν εκ των συνθηκών πειραματικό χαρακτήρα, πολλές φορές ήσουν αναγκασμένος να επινοείς διάφορες λύσεις της στιγμής για να μπορείς να παίξεις. Σαν αποτέλεσμα, είχες διαρκώς την αίσθηση ότι κάθε φορά ξεκινάς από το μηδέν. Δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη προϊστορία για να «πατήσεις» πάνω της, έτσι τα όρια του τι μπορούσες να κάνεις ήταν κάπως θολά, και νομίζω ότι αυτό ίσως ήταν και καλό. Από κοινωνική άποψη, τότε άρχισε να παίρνει μπροστά η μηχανή που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε σφαγείο των ατομικών δικαιωμάτων, της εργασιακής αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς στη καθημερινότητα και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Τα 1980s ήταν μια πολύ βίαιη δεκαετία, υπήρχε διάχυτος και ένας «μπλαζέ» κυνισμός, προϊόν της φαινομενικής ήττας των ιδεολογιών του ’60. Δεν τη νοσταλγώ ούτε στο ελάχιστο. Σήμερα οι άνθρωποι είναι περισσότερο υποψιασμένοι γι’ αυτό που ακούνε, μπορούν να το συνδυάσουν με άλλα ακούσματα, η φάση είναι γενικά πιο «ανοιχτή».

Ασχολείστε καθόλου με τη σημερινή ελληνική εναλλακτική σκηνή; Τί σας αρέσει και τι όχι;

Α.Κ.: «Πιστεύω πως σήμερα η ελληνική εναλλακτική σκηνή είναι πιο δυνατή από ποτέ, καθώς δεν είναι πια τόσο δύσκολο για τους μουσικούς να κυκλοφορήσουν τα δικά τους τραγούδια. Έτσι διαχειρίζονται οι ίδιοι τη μουσική τους, δημιουργούν το κοινό τους επί ίσοις όροις και μπορούν να αποφασίσουν για τη σχέση που θα δημιουργήσουν μαζί του. Και αυτή η σχέση μπορεί να είναι πιο άμεση (χωρίς δεσμεύσεις από δισκογραφικές εταιρείες κλπ.). Μία εναλλακτική μουσική σκηνή επαναφέρει τη μουσική στην αρχική επικοινωνιακή της λειτουργία μέσα στο πλαίσιο δράσης της νεολαίας. Είναι ένα ρομαντικό εργαλείο, για να κάνεις τη δήλωσή σου σε συνθήκες αποκλεισμού. Είσαι πάντα Versus Reality, που έλεγαν και οι Fleshtones. Ξεχωρίζω μπάντες όπως οι 700 Machines, οι DownnOut, οι Dustbowl, οι Sancho, οι Drog-A-Tek καθώς και πολλούς άλλους, που δεν μου έρχονται αυτή τη στιγμή. Τί μπορεί να ενοχλεί κάποιον σε μία εναλλακτική σκηνή σαν την ελληνική; Τα μεγέθη είναι τέτοια που δεν υπάρχει περίπτωση το κίνητρο να είναι κάτι άλλο από την ίδια την επιθυμία να παίξεις μουσική - για ποιον άλλο λόγο μπορείς να αποτελείς μέρος της; Για τα λεφτά ή για τη δόξα;».

Θεωρείτε ότι αναγνωριστήκατε εκ των υστέρων;

Α.Κ.: «Σε καμία περίπτωση. Ο κόσμος δεν μας εγκατέλειψε ποτέ, ακόμα και σε εποχές που το group δεν πατούσε και πολύ καλά στα πόδια του, και αυτό είναι κάτι που δεν το ξεχνάς ποτέ. Είχαμε από την πρώτη στιγμή, την αίσθηση ότι αυτό που κάναμε μιλούσε σε κάποιους ανθρώπους και ήταν βιώσιμο από καλλιτεχνική άποψη - έστω και αν δεν ήταν βιώσιμο από οικονομική. Αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον στην Ελλάδα, ειδικά αν τραγουδούσες στα αγγλικά. Δεν ήταν ακριβώς ότι ζούσαμε τη μεγάλη επιτυχία, αλλά μπορούσαμε και κάναμε περιοδείες, ταξιδεύουμε σε μέρη όπου μας είχαν ακούσει και γούσταραν τη μουσική μας, και αυτή την αποδοχή να τη βιώναμε, πράγμα πολύ σημαντικό. Από την άλλη, η κινητικότητα της εποχής μας έδωσε και μία αντίληψη που ήταν απελευθερωτική - γιατί βρισκόσουν στο δρόμο μαζί με δεκάδες άλλους σαν και σένα και ήξερες ότι αυτό ήταν το «Shangri La», που λένε και οι Mother Love Bone σε ένα τραγούδι τους, το να έχεις δηλαδή τη δυνατότητα να παίζεις και να ταξιδεύεις, να παίζεις και να ταξιδεύεις. Δεν υπήρχαν όνειρα για bigtime, γιατί και μόνο ότι μπορούσες να το κάνεις, αποτελούσε από μόνο του επιτυχία. Οι υπέροχες στιγμές που ζήσαμε στις εμφανίσεις του περασμένου Μαΐου ήταν κάτι που δεν περιμέναμε, γιατί δεν ξέραμε ότι τα τραγούδια δούλευαν υπόγεια όλο αυτό τον καιρό - έτσι κι αλλιώς τα τραγούδια είναι η δύναμη. Παρόλο που οι δίσκοι δεν κυκλοφορούσαν, πολλά παιδιά ήξεραν τους στίχους, παιδιά τα οποία μπορεί να μην είχαν γεννηθεί όταν ηχογραφούσαμε τα τραγούδια. Οπότε, ίσως μπορούμε να πούμε ότι η επιπλέον αναγνώριση που ακολούθησε τη διάλυσή μας ήταν εκτός των άλλων και προϊόν της αλλαγής των συνθηκών ακρόασης της μουσικής. Το internet έκανε προσιτά πράγματα που σε άλλη περίπτωση ίσως έμεναν σε λίγες δισκοθήκες».

Κάνατε ίσως το reunion για να δρέψετε τους καρπούς αυτής της αναγνώρισης ή απλά σας έλειψε το να παίζετε live;

Α.Κ.: «Ένα κίνητρο για τη συμμετοχή μου ήταν αυτό ακριβώς – μου είχαν λείψει τα τραγούδια. Πίστευα ότι θα ήταν όμορφο, αλλά δεν φανταζόμουν πόσο δυνατά συναισθήματα θα μπορούσε να πυροδοτήσει. Ένα άλλο -περισσότερο προσωπικό - κίνητρο ήταν για να διορθώσω μέσα μου μια ανισορροπία: ότι είχα σταματήσει να παίζω μουσική και να συναναστρέφομαι κάποιους ανθρώπους που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου και στην εξέλιξή μου σαν μουσικού και σαν ανθρώπου. Με τους οποίους οι περιστάσεις αποχωρισμού ήταν εξαιρετικά σκληρές λόγω της πίεσης των συνθηκών και της διάχυτης αίσθησης την εποχή εκείνη ότι η προσπάθεια να διατηρηθεί το συγκρότημα είχε οδηγήσει την προσωπική μας ζωή σε αδιέξοδο. Μόνο και μόνο ότι ξανάπαιξα μαζί τους θα μου αρκούσε, ακόμα κι αν το έκανα μπροστά σε 10 άτομα. Το γεγονός ότι δεν το κάναμε μπροστά σε 10 άτομα αλλά μπροστά σε τόσο κόσμο που πίστευε ότι αυτό που είχαμε αφήσει πίσω μας είχε κάποια σημασία ήταν απροσδόκητο και με έκανε να νιώσω υπέροχα. Και πάλι όμως, αν δεν αισθανόμουν δημιουργικός με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, δεν θα το συνέχιζα».

Πώς νιώσατε όταν είδατε τον sold out χαμό στο Gagarin πέρυσι τον Μάιο; Αισθάνεστε rock θρύλοι;

Α.Κ.: «Σε καμία περίπτωση. Είμαστε απλά τέσσερις τύποι που παίζουν μουσική σ’ αυτή τη πόλη εδώ και πολλά χρόνια και κάποια στιγμή είχαν να πουν δυο τρία πράγματα γι’ αυτή με δικό τους τρόπο και διέθεταν και την επιμονή που χρειαζόταν για να το κάνουν για κάποιο διάστημα. Οι Drive δεν βρίσκονταν ποτέ στην κορυφή της δημοτικότητας κανενός είδους. Ήταν περισσότερο ένα συγκρότημα, που, παρόλο που αυτό που έπαιζε ήταν συγκεκριμένο, μπορούσε στιγμές-στιγμές να διαρρηγνύει τα στεγανά. Ίσως αυτό συνέβαινε επειδή ακούγαμε διάφορα - πιστεύαμε ότι το rocknroll είναι ένα πράγμα, είτε πρόκειται για rockabilly του 1950, είτε για garage punk του 1960, είτε για punk του 1977. Βλέπαμε μια διαχρονικότητα δηλαδή, που στηριζόταν περισσότερο στο πνεύμα της μουσικής αυτής, παρά στη μορφή της. Ίσως γι’ αυτό όταν βγαίναμε έξω για συναυλίες ήταν δύσκολο να μας κατατάξουν σε κάποιο συγκεκριμένο είδος».

Σε μια πολύ παλιά συνέντευξή σας, στην ΕΡΤ2 νομίζω, λέγατε ότι η Cindy αποτελεί το άπιαστο όνειρο όλων. Εσείς θεωρείτε ότι πραγματοποιήσατε όλα σας τα όνειρα; Τελικά, τη βρήκατε τη Cindy;

Χ.Μ.: «Θα ήταν αστείο να λέγαμε ότι έχουμε ικανοποιήσει τα όνειρά μας, άλλωστε αυτός που δεν έχει όνειρα, δεν ζει. Τα όνειρα είναι φτιαγμένα από ουτοπία και εμπειρία, και γι’ αυτό βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από σένα. Είναι κάτι άπιαστο, που σε κάνει να προσπαθείς να το πραγματοποιήσεις, και υπ’ αυτή την έννοια είναι σαν ένα εργαλείο, μία μέθοδος για να γίνεσαι για να γίνεσαι καλύτερος και να επαναπροσδιορίζεσαι σαν άνθρωπος και πάντα σε σχέση με το αντικείμενό σου. Keep your dreams burning forever, όπως λένε και οι Suicide. Aυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ζεις. Όσο για τη Cindy, ίσως τελικά να είναι άλλη μία φευγαλέα εικόνα σε ένα σοκάκι που μας περιμένει».

Α.Κ.: «Ίσως τη Cindy, όπως το θέτεις, να μη τη βρίσκεις ποτέ, κι αυτός να είναι ο ρόλος της. Ίσως να είναι παρούσα κάθε στιγμή που οι ενέργειες συγκλίνουν στην θετική πλευρά των πραγμάτων. Ίσως να βρισκόταν πέρυσι στο Gagarin και να χαμογελούσε με τον χαμό».

Από τα τόσα χρόνια με τους Drive, πείτε μου ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσετε.

Χ.Μ.: «Θυμάμαι κάθε στιγμή της πρώτης μας περιοδείας, γιατί το γεγονός ότι βγήκαμε στο εξωτερικό μας έκανε να νιώσουμε ότι αυτό που κάναμε είχε κάποια αξία πέρα από το άμεσο περιβάλλον μας και ήταν μία ανταπόδοση για την επιμονή μας. Ήταν μία περιοδεία που είχαμε κλείσει από την Ελλάδα μέσω αλληλογραφίας και ήταν προφανές ότι δεν θα της έλειπε η περιπέτεια. Ήταν κάτι ανάμεσα σε πολεμική αποστολή και ταξίδι με το Magic Bus. Προσγειωθήκαμε στο Ανατολικό Βερολίνο, ανάμεσα στους πυραύλους του ψυχρού πολέμου και αυτό από μόνο του ήταν τρελό τώρα που το σκέπτομαι. Για να βρεθούμε στην άλλη πλευρά του τείχους, περάσαμε από καμιά δεκαριά φυλάκια».

Υπάρχουν σχέδια για καινούργιο δίσκο;

Χ.Μ.: «Ναι, σκοπεύουμε να ηχογραφήσουμε μέσα στο φθινόπωρο, αν όλα κυλήσουν όπως σχεδιάζουμε».

Αν σας έλεγα ότι η μουσική σας μοιάζει να είναι το αντίστοιχο της beat λογοτεχνίας, τί θα λέγατε;

Α.Κ.: «Θα σε ρωτούσα τι ποτό πίνεις για να σε κεράσω!».

Χ.Μ.: «Αν και οι beatniks είναι από τις βασικές μας αναφορές, και μεγαλώσαμε διαβάζοντας εκπροσώπους της beat λογοτεχνίας, δεν θα θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τη μουσική μας απόλυτα beat. Είναι κάτι παραπάνω από κολακευτικό για μας που της δίνεις αυτή την αίσθηση, αλλά η μουσική μας είναι συνισταμένη διαφόρων τάσεων».

Αν δεν ήσαστε οι Last Drive, ποιοι θα θέλατε να είστε;

Α.Κ.: «Οι αδελφοί Ντάλτον!».

Χ.Μ.: «Αυτό θα το αποφασίσει το σύμπαν σε μια επόμενη ζωή».

Πώς στο καλό γράψατε τέτοια απίστευτη μουσική;

Α.Κ.: «Ευχαριστούμε για τον χαρακτηρισμό, αλλά αυτό που κάναμε είχε περισσότερο σχέση με τα τραγούδια, αυτό ήταν το trip των Drive, τα τραγούδια. Ένα τραγούδι είναι μια ιστορία, που η μουσική ξεκλειδώνει κι άλλες διαστάσεις της πέρα από την αφηγηματική∙ σαν να λέμε ότι η μουσική ένα πασπαρτού που ανοίγει όλες τις πόρτες για να περάσει το συναίσθημα».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured