Η Μαρία Ράπτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και –σε μεταπτυχιακό επίπεδο– Θέατρο. Εργάζεται ως φιλόλογος στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με ειδίκευση στην εφαρμογή της τεχνολογίας στην εκπαίδευση. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων. Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας Θέατρο του Άλλοτε, από την οποία έχουν παρουσιαστεί εφτά θεατρικά της έργα.

Το 2023 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο Παιδικά τραγουδάκια. Βρισκόμαστε στον Δεκέμβριο του 1975. Η Λίζυ, μια νεαρή εκπαιδευτικός, φτάνει σε μια ορεινή περιοχή της ελληνικής επαρχίας, με στόχο να μετατρέψει ένα παλιό μοναστήρι σε πρότυπο σχολείο.

Καθώς ο χειμώνας περικυκλώνει το βουνό, μια σειρά από ανεξήγητα, ανατριχιαστικά γεγονότα τη σε κίνδυνο, ενώ, καθώς περνούν οι μέρες, οι άνθρωποι γύρω της φαίνονται όλο και πιο ύποπτοι.

Αντίστοιχα, Το Σπίτι μας, που κυκλοφόρησε το 2024,  εκτυλίσσεται τον Ιούνιο του 2000 στη Λακωνία. Μόλις έχουν τελειώσει οι Πανελλαδικές εξετάσεις. Μια παρέα τελειόφοιτων του λυκείου στήνει ένα ολονύχτιο, μυστικό πάρτι στο παλιό σφαγείο, μέσα στο φαράγγι της πόλης. Άφθονο αλκοόλ και ξέφρενος χορός. Όμως το επόμενο πρωί ξημερώνει σκληρά, καθώς η δεκαπεντάχρονη Λίνα δεν βρίσκεται πουθενά. Κάθε έρευνα αποβαίνει άκαρπη.

Η αφήγηση μεταφέρεται στον Απρίλιο του 2023. Η Άννα, που δεν έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί με την εξαφάνιση της αδερφής της, επιστρέφει στο πατρικό της. Όμως αυτή τη φορά όλα είναι διαφορετικά: η απόμακρη, αυταρχική μητέρα της είναι βαριά άρρωστη. Το κενό που αφήνει θα αποκαλύψει μια συνταρακτική αλήθεια.

Το Σπίτι της μιλάει συγχρόνως για την ιστορία μιας εξαφάνισης, για την ιστορίας ενός χωριού και για πώς αυτές οι δύο ιστορίες συνενώνονται στο τραύμα και στις ενοχές που καλείται να διαχιερειστεί η αδελφή της εξαφανισμένης. Η δική της λύτρωση θα επέλθει μόνο αν ανακαλύψει την αλήθεια – ακόμα και αν χρειαστεί γι’ αυτό να περάσει από το πιο βαθύ σκοτάδι.

Η συγγραφέας μιλάει στο Avopolis:

Να δούμε καταρχάς την μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία. Πότε ξεκινήστε να γράφετε τις πρώτες σας ιστορίες; Πού έγιναν οι πρώτες σας δημοσιεύσεις;

 Ξεκίνησα πριν περίπου 15 χρόνια, όταν νομίζω πως ωρίμασε πια μέσα μου η επιθυμία να γράψω και πως είχε πάρει κάποιο σχήμα αυτό που θα ήθελα να γράψω. Πρώτη ιστορία ήταν η συμμετοχή μου σε έναν διαγωνισμό διηγήματος με θέμα το μέλλον των πόλεων, στον οποίο έλαβα την τρίτη θέση. Αυτό μου έδωσε ώθηση. Δημιούργησα ένα  blog, το Cabinet de Curiosites, στο οποίο δημοσίευα σύντομες ιστορίες (διηγήματα bonsai, στην πραγματικότητα), το οποίο απέκτησε κάποιο κοινό και το οποίο αγάπησα πολύ. Έπειτα, ήρθε ας πούμε η εξέλιξή του: η πρώτη συλλογή διηγημάτων μου, το «Χάρτινο Μουσείο Παράξενων Γεγονότων», από τις εκδόσεις Θερμαϊκός.

Θυμάστε τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Κάποιοι συγκεκριμένοι συγγραφείς, συγκεκριμένα βιβλία ή κάτι άλλο;

Σίγουρα τα αναγνώσματά μου. Μεγάλωσα μαζί με τα βιβλία, ίσως μάλιστα τα παιδικά βιβλία που διάβασα να έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο από όλα. «Οι πέντε φίλοι» της Ένιντ Μπλάιτον ήταν η πρώτη μου επαφή με το μυστήριο, με την εμπειρία ότι η αγωνία και η απόλαυση όταν διαβάζεις ένα βιβλίο είναι μεθυστική. Επίσης, όσο παράδοξο κι αν ακουστεί, με κινητοποίησε η ζήλεια -η δημιουργική ζήλεια. Ήθελα κι εγώ να δημιουργώ εκείνο που έκαναν οι άλλοι. Ήθελα κι εγώ να προσπαθήσω να μαγέψω έναν αναγνώστη. 

Τα βιβλία σας κατά κάποιο τρόπο συνδυάζουν το ψυχολογικό θρίλερ από την αστυνομική πλοκή. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό/αυτά που διακρίνει/νουν ένα ψυχολογικό θρίλερ από ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα;

Το τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην αστυνομική έρευνα. Συχνά ο πρωταγωνιστής είναι εκείνος που συλλέγει στοιχεία, ανακρίνει υπόπτους και προσπαθεί να θεμελιώσει μια σχέση αιτίου-αιτιατού για να λύσει την υπόθεση. Στο ψυχολογικό θρίλερ, το έγκλημα δεν είναι απαραίτητα στο επίκεντρο. Το έγκλημα λειτουργεί ως εργαλείο για να διερευνήσει την ψυχολογία των ηρώων, για να πυροδοτήσει τον φόβο που γεννά η αμφιβολία, η παραπλάνηση και η σταδιακή αποκάλυψη σκοτεινών μυστικών.

Δουλεύετε πρώτα τους χαρακτήρες ή την πλοκή; Κατασκευάζετε εξαρχής τα ψυχολογικά προφίλ ή τα προσαρμόζετε στις ιστορίες που θέλετε να αφηγηθείτε;

 Ξεκινώ πάντα από την πλοκή. Δουλεύω για αρκετούς μήνες το σχεδιάγραμμά της και κάποια στιγμή αρχίζω να αναπτύσσω τα προφίλ των ηρώων, για να προκύψει ένα οικοδόμημα στέρεο, χωρίς κενά, που δεν υπάρχει κίνδυνος να πέσει να με πλακώσει. Είναι μια εξελισσόμενη διαδικασία, το ένα στοιχείο αναπόφευκτα επηρεάζει το άλλο, όμως πρώτη και κύρια είναι πάντα η πλοκή.

Τόσο Το Σπίτι της όσο και τα Παιδικά τραγουδάκια εκτυλίσσονται σε περιοχές της ελληνικής επαρχίες, σε λίγο-πολύ απομονωνόμενες κοινωνίες. Θέλατε με αυτό τον τρόπο να διερευνήσετε τους κινδύνους, τα αποσιωπημένα μυστικά και τη συγκαλυμμένη βία (λεκτική, φυσική ή συμβολική) που ενυπάρχει και σ’ αυτές τις φαινομενικά ειρηνικές μικροκοινωνίες;

Κατά κάποιο τρόπο ναι. Με ενδιαφέρει το πώς σε αυτές τις φαινομενικά ήρεμες, κλειστές κοινωνίες μπορεί να κρύβονται βαθιά ριζωμένα μυστικά, καταπιεσμένες εντάσεις και διάφορες μορφές βίας -λεκτικής, φυσικής ή ακόμα και συμβολικής. Η ζωή στην επαρχία συχνά είναι πιο δημόσια από ό,τι στις μεγάλες πόλεις και αυτό μοιραία ίσως υποχρεώνει τα μυστικά σε συγκάλυψη. Κι επίσης, η ελληνική επαρχία (την οποία αγαπώ) μού δίνει τη δυνατότητα να εντάξω στα βιβλία μου και την ίδια τη φύση ως σκηνικό ή ακόμη και ως καταλύτη μιας ιστορίας.  Γενικώς τα μυστικά στην επαρχία μού φαίνονται πιο σκοτεινά, ίσως γιατί είναι πιο κοντά στη φύση και άρα στην ομορφιά.

Θεωρείτε γενικά ότι το θρίλερ ή το αστυνομικό μυθιστόρημα προσφέρεται ως αφηγηματική φόρμα για να μιλήσει κανείς για τα σύγχρονα κοινωνικό προβλήματα; Ότι, όπως έχει υποστηριχθεί, είναι ως έναν βαθμό το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας;

 Ναι, το θρίλερ και το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι πια απλώς ιστορίες μυστηρίου ή εγκλήματος -λειτουργούν ως καθρέφτες της κοινωνίας μας, ως ένα αφηγηματικό πεδίο όπου αποτυπώνονται οι φόβοι, οι αγωνίες και οι παθογένειες του σύγχρονου κόσμου. Στην καρδιά τους, αυτά τα είδη δεν αφορούν μόνο το μυστήριο ή το έγκλημα, αλλά και τις αιτίες που τα γεννούν -την κοινωνική ανισότητα, την καταπίεση, τις παθογένειες της εξουσίας, τη βία που υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας.

Τόσο η Άννα όσο και η Λίζυ, κεντρικοί χαρακτήρες στα δύο μυθιστορήματα αντίστοιχα, αν και αρχικά εκκινούν από κάπως μειονεκτική θέση, αν και έχουν υποστεί καταπίεση, τελικά αποδεικνύονται πολύ ισχυροί χαρακτήρες. Θέλατε ακριβώς μ’ αυτό να αναδείξετε τους τυπικά πιο ευάλωτους σε πρώτο πλάνο; Είχατε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο για να χτίσετε αυτούς τους χαρακτήρες;

Ναι, ήθελα συνειδητά να φέρω στο προσκήνιο χαρακτήρες που, ενώ ξεκινούν από μια φαινομενικά μειονεκτική θέση ή έχουν βιώσει καταπίεση, αποδεικνύονται βαθιά ανθεκτικοί και ικανοί να ανατρέψουν τις συνθήκες γύρω τους. Με ενδιαφέρει πολύ η έννοια της εσωτερικής δύναμης, ειδικά όταν αυτή δεν είναι εμφανής εξαρχής αλλά γεννιέται μέσα από τις δοκιμασίες. Με ενδιαφέρουν οι ήρωες που δεν κρατάνε απαραίτητα το καλό χαρτί, αλλά τελικά καταφέρνουν να γίνουν οι ρυθμιστές της ιστορίας. Η Άννα και η Λίζυ είναι γυναίκες που δεν κραυγάζουν, αλλά τελικά μετακινούν βουνά. Όπως οι περισσότερες γυναίκες που βρίσκονται γύρω μας, φυσικά.

Θεωρείτε ότι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που συνθέτουν ένα καλογραμμένο αστυνομικό θρίλερ είναι η εναγώνια προσμονή, η συνεχής παράταση του σασπένς από σελίδα σε σελίδα; Δίνετε επίσης μεγάλη σημασία στην ατμοσφαιρικότητα του «κάδρου» μέσα στο οποίο τοποθετείτε τους ήρωές σας;

Αναμφισβήτητα, το σασπένς είναι δομικό κομμάτι ενός ψυχολογικού θρίλερ. Ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η πληροφορία, η σιωπή ανάμεσα στις αποκαλύψεις,  εκείνη η διαρκής αίσθηση ότι κάτι ελλοχεύει, ότι η αλήθεια είναι κοντά αλλά διαρκώς διαφεύγει. Προσπαθώ η κάθε σελίδα να τραβά τον αναγνώστη, να είναι ένα αγκίστρι για να πάει παρακάτω. Όσο για το κάδρο -ναι, είναι κρίσιμο. Θέλω ο αναγνώστης να νιώθει πως μπαίνει σ’ έναν συγκεκριμένο, απτό κόσμο· πως ακόμα και το φως, οι ήχοι, οι σκιές λειτουργούν δραματουργικά. Κι έπειτα για μένα η φύση, ιδίως στην ελληνική επαρχία, δεν είναι φόντο. Είναι παράγοντας, ένας ακόμη χαρακτήρας.  

Σε ό,τι την «ατμοσφαιρικότητα» που αναφέρθηκε, διέκρινα επιρροές από κλασικούς συγγραφείς μυστηρίου και τρόμου όπως ο Edgar Alan Poe και ο H.P. Lovecraft, αλλά και από συγκριτικά νεότερους όπως η Shirley Jackson (ειδικά στη σκηνή με τον ρασοφόρο με το τσεκούρι στα Παιδικά τραγουδάκια). Να υποθέσω ότι μαζί με τους παραπάνω εκτιμάτε πολύ και τον Στίβεν Κινγκ;

Έχετε πετύχει σε όλα. Είναι όλοι αγαπημένοι συγγραφείς και φυσικά αποτελούν αναφορές στα κείμενά μου. Το ίδιο ισχύει και για αρκετούς σύγχρονους και βεβαίως και για τον Κινγκ. Μου αρέσει πολύ αυτή η ισορροπία που πετυχαίνει: συνδυάζει το «τέρας» με την καθημερινότητα, το εξωπραγματικό με το απολύτως ρεαλιστικό. Σίγουρα έχει και αυτός επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτομαι την ατμόσφαιρα και την ένταση σε μια ιστορία, στο πώς αυτή χτίζεται σταδιακά  -όχι με φτηνά κόλπα, αλλά με ψυχολογική βαρύτητα.

Πώς επηρεάζουν το ύφος της γραφής και τη θεματολογία σας οι σπουδές σας στη μουσική και στο θέατρο;

Αν και δεν έχω σπουδές στη μουσική, οι σπουδές μου στο θέατρο έχουν σίγουρα επηρεάσει το ύφος, αλλά πιθανότατα και τη θεματολογία της γραφής μου. Το θέατρο με έχει βοηθήσει να εστιάσω στη δυναμική των χαρακτήρων, στη σημασία του διαλόγου και στον τρόπο που οι σκηνές εξελίσσονται. Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου απαιτεί μια ισχυρή αίσθηση του ρυθμού και της έντασης, κάτι που σίγουρα έχει εφαρμογή και στο μυθιστόρημα. Τέλος, νιώθω ότι η επαφή μου με τη θεωρία του θεάτρου έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τη συγγραφική μου ταυτότητα, την έχει εμπλουτίσει, της έχει δώσει περισσότερες διαστάσεις.

Τι είδους μουσική ακούνε συνήθως οι ηρωίδες σας και τι ακούτε εσείς η ίδια αυτό τον καιρό;

Η Λίζυ είναι παιδί της εποχής της: ακούει Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Μαρκόπουλο, ανακαλύπτει τον David Bowie και τους «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη. Η Άννα, που ζει φυσικά κι αυτή στην εποχή της, νομίζω ότι προτιμά περισσότερο τζαζ και ροκ ακούσματα μαζί με παλιά λαϊκή μουσική. Εγώ από την άλλη βρίσκομαι μάλλον σε μια περίοδο μουσικής αναπόλησης αυτή την περίοδο, καθώς επιστρέφω σε δημιουργούς που είναι μεν τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά τους είχα «αφήσει» στην άκρη για καιρό, όπως ο Χρήστος Χατζής, οι Μικρές Περιπλανήσεις, η Tori Amos και ο Νίκος Ξυδάκης.

Σε μια συνέντευξή σας αναφέρατε ότι διαβάσατε πρόσφατα Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής του σπουδαίου στυλίστα Jean-Patrick Manchette. Σας ενδιαφέρει το πολιτικό νουάρ και η τζαζ; Θα θέλατε κάποια στιγμή να καταπιαστείτε με’ αυτό το στυλ και τη θεματολογία;

Η σκοτεινότητα και η κοινωνική κριτική που διαπνέουν το πολιτικό νουάρ με γοητεύουν, καθώς και η σύνδεση του είδους με την τζαζ, που προσφέρει μια ατμοσφαιρική ένταση και ρυθμό. Παρόλο που δεν έχω ακόμα καταπιαστεί άμεσα με αυτό το στυλ, θα με ενδιέφερε πολύ το ενδεχόμενο να εξερευνήσω κάποια στιγμή την πολιτική διάσταση μέσα από μια πιο νουάρ προσέγγιση.

Γράφετε κάτι άλλο; Έχετε σκεφτεί τη δημιουργία μιας σειράς αστυνομικών στην οποία θα επανέρχονται οι ίδιοι πάνω-κάτω ήρωες;

Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σε διάφορα πρότζεκτ, μερικά εκ των οποίων έχουν στοιχεία θρίλερ, αλλά και στοιχεία από άλλα είδη που θα ήθελα να εξερευνήσω. Δεν θα έλεγα ότι -προς το παρόν τουλάχιστον- θα με ενδιέφερε η ιδέα μιας σειράς με επανερχόμενους ήρωες, γιατί έχω πολλές διαφορετικές ιστορίες να διηγηθώ, αλλά αν βρεθεί η κατάλληλη ιδέα, ποιος ξέρει;

Το σπίτι μας

Εκδόσεις Bell, 2024
σελ: 35

Παιδικά Τραγουδάκια

Εκδόσεις Bell, 2023
σελ: 376

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured