Στο νέο του βιβλίο, ο Ντέιβιντ Γκραν προτείνει έναν νέο τρόπο αφήγησης μιας κλασικής θαλασσινής περιπέτειας, ανατρέποντας τα αποικιακά λογοτεχνικά στερεότυπα.

Ο Ντέιβιντ Γκραν (David Grann) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1967. Είναι ερευνητής δημοσιογράφος στο περιοδικό The New Yorker. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με τα βραβεία Edgar Allan Poe και George Polk, ενώ ήταν φιναλίστ για το National Book Award.

Στα πιο γνωστά βιβλία του, ο Ντέβιντ Γκραν προσεγγίζει με ανθρωποκεντρικό τρόπο μεμονωμένες προσωπικότητες ή ομάδες ανθρώπων που επιζήτησαν την περιπέτεια και έφτασαν στα όριά τους. Τον ενδιαφέρει επίσης ιδιαίτερα το ζήτημα της σωματικής ή ψυχολογικής βίας που υφίστανται οι πιο ευάλωτοι από τους ισχυρούς. Συγγραφέας που εργάζεται ως ρεπόρτερ-πεδίου, διεξάγει σχολαστική έρευνα, συχνά επιτόπια, για το κάθε του βιβλίο. Δεν αρκείται στο να ανακαλύψει μόνο μία πτυχή της ιστορίας που αφηγείται, μόνο μία και μοναδική αλήθεια, αλλά κυκλώνει τα θέματά του από κάθε πιθανή ακτίνα, επιδιώκοντας να αναδείξει τις «αλήθειες των άλλων». Η λογοτεχνία του είναι fiction ως προς τα εκφραστικά μέσα και non fiction ως προς την ιστορική τεκμηρίωση.  

Στο βιβλίο του The Lost City of Z, ο Γκραν αφηγήθηκε την ιστορία του λοχαγού Percy Fawcett, ο οποίος τη δεκαετία του 1920 εξαφανίστηκε στον Αμαζόνιο αναζητώντας έναν κρυμμένο πολιτισμό. Μ’ αυτό το πρόσχημα, ο Γκραν μίλησε για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς του Αμαζονίου, για την ανηλεή εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και για την καταστροφή του οικοσυστήματος.

Στο πιο γνωστό του έργο, το The Killers of the Flower Moon (“Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού”, Εκδόσεις Λαβύρινθος, 2019), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Martin Scorsese, ερεύνησε την υπόθεση μιας σειράς δολοφονιών ανθρώπων της φυλής των Osage, που έλαβαν χώρα στην ομώνυμη κομητεία της Οκλαχόμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 — αφού ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου κάτω από τη γη τους.

To Γουέιτζερ ομοίως βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Εκτυλίσσεται στα μέσα του 18ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του παράλογου πολέμου του Jenkins' Ear∙ ονομάστηκε έτσι, και ήταν πράγματι παράλογος, επειδή ξέσπασε ύστερα από τον ισχυρισμό ότι ένας Ισπανός ναυτικός έκοψε το αυτί ενός Βρετανού ναυτικού. Στην πραγματικότητα, το μυθοποιημένο αυτό επεισόδιο ήταν απλώς η αφορμή. Ο εν λόγω πόλεμος εντάσσεται στη γενικότερη σύγκρουση των δύο αυτοκρατοριών, καθώς οι Βρετανοί και οι Ισπανοί ανταγωνίζονταν λυσσαλέα για την επικυριαρχία στον Νέο Κόσμο και για πλούτη της αμερικανικής ηπείρου. Αμφότερες οι αυτοκρατορίες επιδίωκαν να απομυζήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα λάφυρα, η μία σε βάρος της άλλης.  

Το 1740, το πλοίο Γουέιτζερ (The Wager) της Αυτού Μεγαλειότητας απέπλευσε στον Ατλαντικό. Η μυστική αποστολή του ήταν να αναχαιτίσει ένα ισπανικό πλοίο που κουβαλούσε μεγάλης ποσότητες χρυσού στα ανοικτά των ακτών της Χιλής.

Οι ναυτικοί υπέμειναν κακουχίες καθώς το πλοίο διερχόταν το ακρωτήριο Χορν, όπου τα ισχυρότερα ρεύματα στον κόσμο σφυροκoπούσαν το Γουέιτζερ. Εμφανίστηκαν επίσης κρούσματα σκορβούτου και τύφου. Μοιραία, ξέσπασε ανταρσία.

Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεωμένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.

Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Γουέιτζερ. Είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλό­ξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.

Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.

Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρχείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.

Ο Ντέβιντ Γκραν δεν προσεγγίζει με ρομαντισμό την θαλασσινή λογοτεχνία. Το βάρος της αφήγησης πέφτει στο σωματικό και ψυχολογικό κόστος του ταξιδιού. Επίσης στα κίνητρα: οι άντρες του πλοίου είτε ήταν απόκληροι που είχαν ναυτολογηθεί διά της βίας είτε γύρευαν και οι ίδιοι το πλιάτσικο. Οι δύο πιο κεντρικές φιγούρες είναι ο Σκωτσέζος ύπαρχος Ντέβιντ Τσηπ και ο πυροβολητής Τζον Μπάλκλευ. Ο πρώτος αξιωματικός αριστοκρατικής καταγωγής, ο δεύτερος λαϊκός διαισθητικός ηγέτης. Συγκρούονται σε έναν θανάσιμο ανταγωνισμό για να κερδίσουν την υποστήριξη των 145 επιζώντων.

Γράφει ο Γραν: «Ο μόνος αμερόληπτος μάρτυρας ήταν ο ήλιος. Μέρες ολόκληρες παρακολουθούσε το παράξενο αντικείμενο να σκαμπανεβάζει τον ωκεανό, να παραδέρνει με τους ανέμους και τα κύματα να το χτυπάνε ανελέητα. […] Όμως με κάποιο τρόπο -μπορεί επειδή ήταν γραφτό, όπως θα ισχυρίζονταν μερικοί, ή ίσως από καθαρή τύχη- κατέπλευσε σ’ έναν όρμο στις νοτιοανατολικές ακτές της Βραζιλίας, όπου ξαφνικά το αντίκρυσαν κάποιοι κάτοικοι της περιοχής […] Τα πανιά του ήταν κουρελιασμένα, το κατάρτι τσακισμένο. Η γάστρα έμπαζε νερά, και μια δυσωδία αναδυόταν από το εσωτερικό της. Όταν οι ντόπιοι το πλησίασαν, άκουσαν ανατριχιαστικούς ήχους: μέσα σ’ εκείνο το σκάφος ήταν στοιβαγμένοι 30 άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεωμένοι. Τα ρούχα τους είναι λιώσει τελείως. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα από γένια, τα οποία ήταν μπλεγμένα και μες στην αρμύρα, σαν φύκια».

Οι λογοτεχνικές αναφορές του Γκραν, που έχουν το βάθος, την αλμύρα και το σκοτάδι της θάλασσας, αναδύονται στο επίκεντρο του κυκλώνα της αφήγησης και ανασηκώνουν το μυθιστόρημα από το επίπεδο μιας απλής περιπετειώδους ιστορίας.

Καθώς οι ναυτικοί διασχίζουν το Κέρας της Αφρικής, βλέπουν ένα μεγάλο άλμπατρος, και ο Γκραν διηγείται την ιστορία ενός άλλου καταδικασμένου ταξιδιού στο ίδιο σημείο. Ένας αξιωματικός σε εκείνο το πλοίο πυροβόλησε ένα άλμπατρος, βρίζοντας το πλήρωμα και εμπνέοντας τον Samuel Taylor Coleridge να γράψει το The Rime of the Ancient Mariner.

«Και είχα κάνει ένα κολασμένο πράγμα,
Και θα τους έκανε το αλίμονο:
Για όλους αποδοκιμάζονταν, είχα σκοτώσει το πουλί
που έκανε το αεράκι να φυσάει»

Οι άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο πλοίο, καθώς οι ναυτικοί αποδεκατίζονται από τις ασθένειες, τη δίψα και την πείνα, κλείνουν τα μάτι στις αντίστοιχες περιγραφές του Edgar Alan Poe στο Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ από το Ναντάκετ.

Το Ναντάκετ, βεβαίως, είναι το βορειοαμερικανικό λιμάνι που αποτελεί την αφετηρία στο Μόμπι Ντικ του Herman Melville. Η λογοτεχνία του τελευταίου βαραίνει στη συγγραφική φαρέτρα του Ντέιβιντ Γκραν. Τόσο η ανταρσία που ξεσπά στο Γουέιτζερ, όσο και η επακόλουθη δικαστική διαμάχη, παραπέμπουν σαφώς στο Μπίλυ Μπαντ του Melville.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον ύπαρχο Τσηπ και στον πυροβολητή Μπάλκλευ, που ως χαρακτήρες προτάσσουν τα τεράστια Εγώ τους, δεν θα ήταν παράταιρος στα αντίστοιχα λογοτεχνικά έργα του Joseph Conrad. Μια σύνθεση των δύο χαρακτήρων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον Λόρδο Τζιμ του μεγάλου Αγγλοπολωνού συγγραφέα.   

Ο Ντέβιντ Γραν αποδομεί τις αποικιακές περιπέτειες που εξυμνούσαν τη βία, την εκμετάλλευση και την υποδούλωση. Αντί να εξιδανικεύει το «μεγαλείο της αυτοκρατορίας», υπογραμμίζει την επικείμενη κατάρρευσή της. Στηλιτεύει τον ρατσισμό, την γραφειοκρατική αδιαφορία και την ωμή απληστία. Δεν ενδιαφέρεται για τα κατορθώματα των ηρώων, αλλά για τις κακουχίες που υφίστανται οι απλοί άνθρωποι. Αυτή είναι η πραγματική περιπέτεια του Γουέιτζερ.   

Ντέιβιντ Γκραν, Γουέιτζερ

Εκδόσεις Δώμα, 2023
Μετάφραση: Δέσποινα Κανελλοπούλου
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου - Θάνος Σαμαρτζής
σελ. 448

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured