[Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από το Sonik]

«Το Raw Power είναι αυτό που συμβαίνει αν παρακολουθείς τον πόλεμο του Βιετνάμ ζωντανά στην τηλεόραση κάθε βράδυ και αν αυτό είναι το σημαντικότερο γεγονός της κουλτούρας που βιώνεις εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Μόνο ένας πραγματικά διαβολικός νους θα μπορούσε να κάνει το καλύτερο άλμπουμ των 1970s, και ασφαλώς ο Iggy Pop τον διαθέτει».
CREEM, Μάρτιος 1973

Gimme Danger / Ωμή Δύναμη
του Σπύρου Χυτήρη

1971. Οι Stooges μας τελείωσαν (σχεδόν). Μερικούς μήνες πριν, ο Dave Marsh, σε ένα αφιέρωμα στα συγκροτήματα του Μίσιγκαν στο CREEM  (Amboy Dukes, Frijid Pink, Grand Funk Railroad, SRC κλπ.) υμνούσε τους ΜC5 ως αδιαμφισβήτητους βασιλιάδες του νέου αμερικανικού ροκ, σε ένα μουσικό τοπίο που όδευε προς την ολοκλήρωση του χίπικου κύκλου του πρόσφατου παρελθόντος. Δεύτερους, ξεχώριζε τους Stooges: «ο Iggy τραγουδάει και χορεύει ονειρεμένα…. Ένα αφηνιασμένο άλογο, ένας Νουρέγιεφ του rock’n’roll –επέκταση της παράδοσης Jagger/Morrison στο Ντιτρόιτ».

Ο Marsh αποκαλεί το προϊόν των Stooges «multisex erotica» και περιγράφει τον ήχο ως αυτό που συμβαίνει όταν το «πιο ψυχεδελικό γκρουπ του πλανήτη συναντά τους Led Zeppelin». Αν διαβάζατε 4 χρόνια αργότερα στο ίδιο περιοδικό το άρθρο-συνέντευξη με Iggy του Lester Bangs, θα καταλαβαίνατε τι σήμαινε για τους «διαβασμένους» του ροκ εκείνης της εποχής το όνομα Stooges. Από την άλλη, στο Rolling Stone έπεφτε θάψιμο, ενώ στη ροκ εγκυκλοπαίδεια του NME (πιο γνωστή μετά από εκείνη της Lillian Roxon) δεν υπήρχε καν λήμμα για τους Stooges, παρά μόνο αναφορά στο αντίστοιχο για τον Iggy.

74zIg70_2.jpg

H γνωστή ιστορία. Ένα γκρουπ που έχει μηδαμινή σχέση με τα charts (με το ζόρι τριψήφια η ψηλότερη θέση τους), που αντιμετωπίζεται ως γραφικό από τον mainstream μουσικό τύπο, που λατρεύεται από τα underground κυκλώματα. Κλασική περίπτωση cult. Και βέβαια το cult είναι επιδραστικό: οι Sex Pistols παίζουν το “No Fun”, τα πανκιά δεν τολμούν να βεβηλώσουν τους πρώτους διδάξαντες, οι Αυστραλοί (μέσω Radio Birdman) είναι σαν να αφιερώνουν την καριέρα τους στη σκληροπυρηνική παρέα από το Ντιτρόιτ, ενώ οι του grunge ξέρουν εξαρχής πού να αναζητήσουν τις ρίζες τους. Στο Creem, όμως, γνώριζαν ήδη από τότε. Τον Αύγουστο του 1969, σε μία από τις πρώτες αναφορές του περιοδικού στο γκρουπ, έγραφαν: «Αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το κιθαριστικό στιλ του μέλλοντος». Κάτι που δεν θα αργούσε. Μόνο που το punk θα έβρισκε τον Iggy Pop μόνο του, να κουβαλάει ένα παρελθόν που ποτέ ξανά –εκτός από ελάχιστες αναλαμπές‒ δεν θα πλησίαζε.

Κατά τον Bangs, η πρώτη διάλυση των Stooges μετά το 2o άλμπουμ τους ήταν αποτέλεσμα ενός συνονθυλεύματος «νομικών, χημικών και προσωπικών προβλημάτων». Ο Iggy θα του εξομολογούνταν ότι υπήρχε και κάτι άλλο: ο ίδιος φλερτάριζε με την ιδέα να συνεργαστεί με έναν καλύτερο κιθαρίστα από τον Ron Asheton, τον οποίον ήδη είχε βρει στο πρόσωπο του James Williamson. Η ηρωίνη, όμως, φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Η διάλυση του συγκροτήματος βρίσκει τον Iggy κηπουρό στη Φλόριντα για να επιβιώσει και το 1972 άστεγο στη Νέα Υόρκη, να κοιμάται με αντικλείδι στα γραφεία της Elektra, με την οποία βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για νέο συμβόλαιο. Η εταιρεία ήταν σκληρή. Φιλαράκο σε θέλουμε, αλλά σε αφήνουμε να γράψεις μόνο στίχους. Τα υπόλοιπα τα αφήνεις σε μας, αν θέλεις συμβόλαιο. Αρχές 1970s τα charts θέλουν «καθαρές» παραγωγές, τραγούδια καντρο-μελωδικο-ακουστικά κλπ. Εννοείται ότι ο Iggy δεν συμβιβάζεται, αλλά σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ο David Bowie, ο οποίος πριν λίγο καιρό είχε πει στο Melody Maker ότι ο Iggy Pop ήταν ο αγαπημένος του καλλιτέχνης (είναι γνωστό ότι το “Jean Genie” το έγραψε για εκείνον). Ο Bowie αναζήτησε τον Pop στη Νέα Υόρκη και του γνώρισε τον μάνατζέρ του Τony De Fries, ο οποίος τον έπεισε να μετακομίσει στο Λονδίνο και να υπογράψει νέο συμβόλαιο. Ο Pop επανασυνδέει τους Stooges, αλλά κιθαρίστας είναι πλέον ο Williamson, ενώ ο Ron Asheton παίρνει τη θέση του μπασίστα, με τον αδερφό του να παραμένει στα τύμπανα.

74zIg70_3.jpg

Το 1973 τα δισκάδικα φιλοξενούν το 3o άλμπουμ των Stooges,  Raw Power. Ο Mike Rubin γράφει κάπου ότι τα μόνα power chords που έχει ανάγκη κανείς βρίσκονται στα άλμπουμ των Stooges («εγγύηση ότι θα κάνουν το σπίτι σου μπορντέλο»). Παρά το ελαφρώς «ευγενικό» μιξάρισμα από τον Bowie, το Raw Power είναι μια κατακλυσμιαία επίθεση στις αισθήσεις. Το ροκ των Stooges είναι μια άμορφη μάζα από ακατέργαστο θόρυβο, που συνοδεύει μια διαρκή εκδήλωση των πρωτογενών ενστίκτων. Γυμνό από στολίδια, αλλά υπερπλήρες σε ιδρώτα, θυμό, σεξουαλικότητα, αυθορμητισμό, και κυρίως ενέργεια. Λίγη σκέψη, πολλή δράση, έκκληση πρωτόγονης επιθετικότητας, ζοφεροί στίχοι, άναρθρες κραυγές. Νο fillers. Εδώ είναι το punk, το trash, το hardcore, το glam, η ελκυστικά ανεγκέφαλη εφηβική οργή. Είναι βέβαιο ότι αν συνέχιζαν οι Stooges, δύσκολα θα τους περνούσε από τον νου η οποιαδήποτε progressive ιδέα.

Τα πάντα εδώ βρίσκονται στη βάση. Straight, απλά, κατανοητά και καθόλου ενήλικα. Αν σου αρέσει το ροκ και δεν σου αρέσουν οι Stooges, το πιο πιθανό είναι ότι έχεις εσφαλμένη εντύπωση για το τι είναι ροκ. Ίσως είναι λίγο πιο επικίνδυνο από τον μέσο όρο, για να λέμε την αλήθεια. Λογικό θα μου πεις, αφού αντί να τηρήσουν το νέο συμβόλαιο  –για δύο άλμπουμ‒ με τη CBS, το μόνο που κάνουν είναι να διαλυθούν εκ νέου, αφού πρώτα καταγράψουν τη χαοτική τελευταία τους συναυλία στο bootleg Metallic K.O. και πουν αντίο σε μια επιβεβλημένη persona, όπου ο μάνατζερ καθόριζε τις λεπτομέρειες της βιτρίνας: από το τι αυτοκίνητο θα αγόραζαν, έως το πόσο θα διαρκούσε το encore. Tο εξώφυλλο του CREEM όπου ο Iggy Pop φοράει παπιγιόν γυμνόστηθος κρατώντας σφυρί και σπάζοντας τους δίσκους του, μιλάει καθαρά για έναν τρόπο ζωής ο οποίος του επιβλήθηκε στην Αγγλία ‒αλλά δεν του ταίριαζε‒ και τον αφήνει πίσω του οριστικά.

Το 1974 βρίσκει τον Iggy έγκλειστο σε ψυχιατρική κλινική για αποτοξίνωση. Στη διάρκεια της διαμονής του έβγαινε πότε-πότε για να γράψει με τον Williamson κάποια κομμάτια (κυκλοφόρησαν αργότερα στο Kill City), ενώ ο τελευταίος δούλευε φορτηγατζής. Η εκ νέου επίσκεψη του Bowie στην κλινική θα είχε αργότερα συνέχεια με την επιστροφή του Iggy στην Αγγλία, αυτή τη φορά ως σόλο καλλιτέχνη, με τη γνωστή –βαρετή‒ ως σήμερα πορεία. Το Raw Power πολύ αργότερα ξαναμιξαρίστηκε από τον ίδιο τον Iggy, που εξαρχής είχε απορρίψει τη μίξη του Bowie, πάντως όποια εκδοχή κι αν ακούσετε, η ουσία πίσω από τα κουμπιά της κονσόλας δεν κρύβεται. Δηλαδή ένα απαραίτητο, πολύτιμο έργο αντι-τέχνης, το οποίο στα 35 λεπτά της σκουπιδοαισθητικής του συμπυκνώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της κουλτούρας των νέων του 20ου αιώνα.

74zIg70_4.jpg

…and then we take Berlin
της Μάρως Αγγελοπούλου

Τι κι αν η παράνοια ήταν η δεύτερη φύση του, τι κι αν μέχρι το τέλος της εφηβείας του είχε πάει στην Κόλαση και είχε ξαναγυρίσει («Από μικρός ήμουν ένα απολύτως σχιζοφρενικό άτομο. Μέχρι τα 18 είχα εμπειρίες που θα χόρταιναν την οποιαδήποτε φαντασία και κατόπιν ένιωθα μόνος. Είχα διάφορα απίστευτα αυτοκινητικά ατυχήματα, όπου όλοι οι άλλοι σκοτώνονταν και εγώ δεν πάθαινα τίποτα. Δεν είχα καμία αίσθηση της θνητότητάς μου»), ο Εαυτός που θα ανέδυε ο Iggy Pop από την επαφή του με την ψυχροπολεμική πρωτεύουσα, ήταν πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσε να οραματιστεί ακόμη και ο ίδιος. Άλλωστε οι punk δαίμονες του πρότερου βίου του είχαν ήδη σκεπαστεί από στρώματα νόμιμου χαπακώματος στη νευρολογική κλινική του UCLA, όπου  ελάχιστοι τον επισκέπτονταν ‒ανάμεσά τους ήταν βέβαια ο David Bowie, ο οποίος τον προμήθευε στα επισκεπτήρια με ψυχολογική συμπαράσταση και μικροποσότητες κοκαΐνης.

Όταν πλέον βγήκε από την κλινική και συνόδευσε τον Bowie στην περιοδεία του Station To Station, προετοιμάστηκε το έδαφος για τη μετάβασή τους στο Δυτικό Βερολίνο με σκοπό την από κοινού αποτοξίνωσή τους. Επρόκειτο για μια αρκετά περίεργη επιλογή, αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν μια πόλη όπου στους δρόμους της ανακάλυπτες τόσο εύκολα εναλλακτικές κουλτούρες, όσο και ναρκωτικές ουσίες παντός τύπου.

Καλλιτεχνικά το Βερολίνο ήταν σαν τη Χώρα του Οζ, ιδωμένη από ένα θαμπό ασπρόμαυρο πρίσμα. Μία πόλη που είχε βιώσει στο πετσί της κάθε χαμένο πόλεμο από το 1871 και μετά, με τα περισσότερα παλιά κτίρια βομβαρδισμένα, ένα καπιταλιστικό καρτούν το οποίο βαριανάσαινε ανάμεσα στα αυτοκρατορικά κιγκλιδώματα, τη Bauhaus αρχιτεκτονική και τις νέες προκάτ εργατικές κατοικίες-κελιά για μετανάστες και παράξενους ταξιδιώτες που ήθελαν να γίνουν μέρος αυτού του μεθυστικού αέρα της διαφορετικότητας τον οποίον γεννούσε η σύγκρουση του νέου και εναλλακτικού με τις φρικτές μνήμες του παρελθόντος. Ακριβώς σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι είναι που το 1977 ο Iggy μετοικίζει επισήμως σε ένα μικρό διαμέρισμα, εξολισμένο με μια σόμπα κι ένα αρρύθμιστο πιάνο, το οποίο του θυμίζει τον ήχο του Hoagy Carmichael.

74zIg70_5.jpg

Και όμως, αυτή η γκρίζα ατμόσφαιρα μεταφράζεται σε ιδιάζουσα έμπνευση για δύο από τα σημαντικότερα άλμπουμ της προσωπικής πορείας του Pop, το Idiot και το Lust For Life, με την αμέριστη βοήθεια του David Bowie (το Idiot στάθηκε μάλιστα αφετηρία για τη βερολινέζικη τριλογία του ίδιου του Δούκα, που ξεκίνησε την ίδια χρονιά με το Low) και δευτερευόντως του Tony Visconti. Οι ηχογραφήσεις στο στούντιο Hansa, δίπλα από το Τείχος, κάθε άλλο παρά ταίριαζαν με την εικόνα του παρία Iggy που λιποθυμούσε από την κόκα στους δρόμους του Λος Άντζελες ή την ‒εξολοκλήρου αληθινή‒ φρενοπαθή περσόνα του ηδονιστή Νέρωνα που έγδερνε τις σάρκες του στις συναυλίες των Stooges. Και, ανεξαρτήτως των όσων τους έδεναν με τον Bowie, τούτη ήταν η βασικότερη διαφορά τους· το σόου του Iggy ήταν αυτός ο ίδιος: έσερνε το κοινό του στην Κόλαση πέφτοντας ο ίδιος πρωτίστως μέσα σε εκείνη, το επί σκηνής βίωμα ήταν δηλαδή αυθόρμητο και όχι μια προμελετημένη πόζα. Εκεί που ο Bowie στηνόταν αποστασιοποιημένος ως ένα ευθυτενές λαμπερό τόξο έτοιμο να εκτοξευτεί στο κοινό (υπόσχεση που έμενε πάντα ανεκπλήρωτη), ο Iggy έστηνε επί τόπου την αρένα όπου αυτοκρεουργούταν. Ο ένας έβγαινε αλώβητος. Ο άλλος αιμορραγούσε.

Η εμπειρία λοιπόν του Βερολίνου έκλεινε (προσωρινά;) το πρότερο κεφάλαιο «Iggy: Ο Γαργαντούας της Παρακμής», τα λεοπάρ τζάκετ και τα δερμάτινα εσώρουχα κρέμονταν σε μια ντουλάπα πέρα από τον Ατλαντικό, οι πάλαι ποτέ δημόσιοι αυνανισμοί έδιναν τη θέση τους σε μοναχικές βόλτες στις φτωχογειτονιές, οι ξεκοιλιασμένες κιθάρες των Stooges έδιναν τη θέση τους σε πειραματικά synths και ηλεκτρονικά beats, ενώ τα νέα νυχτερινά στέκια Dschungel και SO36 έδιναν ιδέες για στίχους και μελωδίες.

74zIg70_6.jpg

Όλα αυτά ενώθηκαν επιληπτικά, ακριβώς όπως η ασθένεια του πρίγκιπα Μίσκιν, αυτού του απελπιστικά αφελή ήρωα του Ντοστογιέφσκι που αποτέλεσε το υλικό το οποίο έδεσε όλα τα προηγούμενα και τα συμπίεσε ερμητικά στο Idiot. Ερεβώδες και επαναστατικό ταυτόχρονα, ένα κομβικό σημείο ανάμεσα στο funk και στο krautrock (αν και ο χαρακτηρισμός post-punk είναι αρκούντως αποτελεσματικός), έγινε δεκτό με θερμή υποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς και χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον Iggy ως «το άλμπουμ που τον απελευθέρωσε», εφόσον ξέφευγε εντελώς από όσα του είχαν χαρίσει φήμη. Μια επιπλέον γραμμή διαφορετικότητας που χάρασσε ο Iggy με το παρελθόν του, ήταν ότι πολλά από τα τραγούδια είχαν αυτοαναφορές: το “Dum Dum Boys” ήταν ένας εσωτερικός μονόλογος για την άνοδο και την πτώση των Stooges, το “Nightclubbing” ήταν επικήδειος της έλξης του για την παρακμιακή ζωή και το “China Girl” μιλούσε για την Kuelan Nguyen, μια παντρεμένη γυναίκα με την οποία είχε μια κρυφή, θυελλώδη σχέση το διάστημα που άρχιζαν να δουλεύουν το υλικό με τον Bowie στο Château d'Herouville, λίγο έξω από το Παρίσι (1976).

Μέσα στον όγκο θαυμασμού για το Idiot δεν έλειψαν βέβαια και κάποιες κυνικές κριτικές για το ότι ήταν περισσότερο ένα άλμπουμ του Bowie, παρά του Iggy. Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για κάτι εξαιρετικά καινούριο και για τους δύο, απείχε μακράν από το σκληροπυρηνικό punk χαρακτήρα των Stooges, όπως και από το εξωγήινο glam rock φλαμίνγκο που ήταν τότε ο David Bowie. Ήταν τόσο εμπνευσμένα πρωτοποριακό, ώστε αργότερα θα ενέπνεε σημαντικούς μουσικούς (Nine Inch Nails, Depeche Mode, Joy Division, με τον Ian Curtis να το παίζει ως τελευταίο άκουσμα πριν αυτοκτονήσει). Όπως θα ενέπνεε και τον ίδιο τον Bowie, ο οποίος θα χρησιμοποιούσε στοιχεία του σε προσωπικές του δουλειές: αναδιατύπωσε το “Midnight Sister” και το κυκλοφόρησε 2 χρόνια αργότερα ως “Red Money” στο άλμπουμ Lodger, ενώ η διασκευή του “China Girl” που κυκλοφόρησε με το Let’s Dance (1983) έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.

74zIg70_7.jpg

Here comes Iggy again. With the liquor and drugs ...και άπειρα στεροειδή. Αυτό ήταν το Lust For Life.

Θες να πούμε ότι του πέρασε η πρώτη άρρωστη γοητεία από τη θέα των θολών παραθύρων με τα σημάδια από τις σφαίρες των SS και τις βόλτες γύρω από τη φυλακή Spandau, με τον Rudolph Hess ως μοναδικό ένοικο; Θες να πούμε πως ό,τι «εξωτικό» είχε να του δώσει το ερεβώδες Βερολίνο το είχε αποστάξει ιδανικά στο Idiot και πως είχε έρθει η στιγμή να υπερισχύσει ξανά το κτήνος του punk που έκρυβε μέσα του; Όπως και να το πάρεις, το Lust For Life παίζει να μην υπήρχε χωρίς την τηλεοπτική εκπομπή Starsky and Hutch. Μία φορά την εβδομάδα, ο Iggy Pop με τον David Bowie συντονίζονταν στο αγγλόφωνο δίκτυο που εξέπεμπε από τη γερμανική τηλεόραση για να παρακολουθήσουν την αστυνομική σειρά. Ένα απόγευμα, λοιπόν, την ώρα που έπεφτε το σήμα του σταθμού (ένας χαρακτηριστικός ρυθμός σε κωδικό Μορς), ο Bowie πήρε ένα γιουκαλίλι και σε λίγα λεπτά είχε συνθέσει μια βασική μελωδία: το "Lust For Life".

Το ομώνυμο άλμπουμ ολοκληρώθηκε μέσα σε 8 ημέρες τον Απρίλιο του 1977, αμέσως μετά την περιοδεία για το Idiot, για ακόμη μία φορά στο στούντιο Hansa, με τους Hunt & Tony Sales στα ντραμς και στο μπάσο (όπως στο Idiot), τους Ricky Gardiner και Carlos Alomar (και οι δύο συνεργάτες του Bowie από το 1974), και τον ίδιο τον Bowie να αναλαμβάνει τα πλήκτρα και τα φωνητικά. Και από τα βροντερά κρουστά της εισαγωγής γινόταν εμφανής η επιστροφή στον τραχύ ήχο των Stooges ‒ακολουθούσαν μπάσο, ντέφι, κιθάρα και πλήκτρα, σε έναν συντριπτικό ρυθμό!

74zIg70_8.jpg

Απέχοντας παρασάγγας από τον πειραματισμό του προηγούμενου άλμπουμ, το Lust For Life είχε έναν αμιγώς rock n’ roll απόηχο, διατηρώντας εντούτοις τα στοιχεία αυτοαναφοράς στους στίχους: το “Passenger” ήταν κυρίως επηρεασμένο από τη ζωή του Iggy στο Βερολίνο και τις βόλτες που έκανε με το τραίνο παρέα με την τότε σύντροφό του, Esther Friedman. Σε εκείνη αναφέρεται και στο “Fall In Love With Me”, ενώ στο “Success” αποτύπωσε τον αγώνα του με τις απαιτήσεις του καλλιτεχνικού στερεώματος, και στο “Turn Blue” αναφερόταν σε μια παλιότερη αποτυχημένη συνεργασία του με τον Bowie, η οποία διεκόπη όταν ο Iggy κατέρρευσε από δόση ηρωίνης.

Για την επιστροφή στον παλιό και γνώριμο ήχο αρκετοί στραβομουτσούνιασαν, λέγοντας ότι μετά τους προηγούμενους πειραματισμούς ο Iggy Pop φοβάται να περάσει σε ένα επόμενο επίπεδο εξερεύνησης και γυρίζει στην πεπατημένη. Παρά τις όποιες ενστάσεις, πάντως, το Lust For Life σφράγισε την πιο σημαντική περίοδο στη σόλο πορεία του και απέδειξε ότι ο τίτλος του «Νονού του Punk» του ταίριαζε απόλυτα. Το γραμμένο του, τελικά, ήταν να πετυχαίνει μέσα από την υπέρβαση. Ακόμα κι αν συχνά αποδεικνυόταν εξεζητημένη.

Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 1: From Jimmy to Iggy, 1947-1970

Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 3: Η δεκαετία του 1980 –περισσότερο ...Pop, παρά Iggy;

Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 4: τα 90s και η νέα χιλιετία

Αφιέρωμα Iggy Pop, μέρος 5: Στα άκρα του Iggy

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured