avopolis.team

Καθώς ετοιμαζόμαστε για το live των Depeche Mode στις 17 Μαϊου στο Terra Vibe, ένα live με τη χορηγία της Visa, κάνουμε μια αναδρομή και μια αποτίμηση της πορείας των θρύλων της synth pop. Ξεκινήσαμε με τη μήτρα από την οποία ξεπήδησαν, συνεχίσαμε με τα πρώτα, άγουρα χρόνια, μέχρι το 1984 δηλαδή, και σήμερα γράφουμε για τη δεύτερη φάση της καριέρας τους. Είναι η περίοδος που καταλάβαμε τη μεγάλη διαφορά των Depeche από τα υπόλοιπα synthpop συγκροτήματα και ο πλέον αρμόδιος να γράψει γι' αυτήν είναι ο Παναγιώτης Μένεγος...

Υπάρχει μια καθοριστική στιγμή στο ντοκιμαντέρ “Synth Britannia” (παραγωγής BBC, χρονολογίας 2009, αξίας ανεκτίμητης για όποιον θέλει να διαθέσει 88 λεπτά και να βάλει σε τάξη στο μυαλό του πως η λέξη synth ή electro έγινε δεδομένο πρόθεμα του pop) που φτάνει και περισσεύει για να περιγράψει τη χρυσή περίοδο των Depeche Mode. Είναι 18 Ιουνίου του 1988 και η παγκόσμια περιοδεία των Depeche Mode για το Music For The Masses καταλήγει στο Pasadena Rose Bowl του Λος Άντζελες. Ο Dave Gahan έχει φυσικά αποχωριστεί το δερμάτινο τζάκετ από πολύ νωρίς στη συναυλία κι έχει μείνει με το κλασικό «όλα λευκά» λουκ. Τζιν, πουκάμισο, ράντα φανελάκι. Πρόσθεσε την καδένα στο λαιμό και… do the sex math. Αποχωρίζεται το πουκάμισο, παίρνει την στάση του αγάλματος του Ιησού στο Ρίο και τραγουδά παρέα με 60.453 εκστασιασμένους Αμερικάνους το “Never Let Me Down Again” (στιγμή που αδημονούμε να ζήσουμε και στη Μαλακάσα, στο live τους, με τη χορηγία της Visa). Οι Depeche Mode βιώνουν την πρώτη τους “bigger than Jesus” στιγμή. Κατακτούν τις Η.Π.Α., δηλαδή –σε μουσικούς όρους‒ τον κόσμο.

Το συγκεκριμένο live είναι πασίγνωστο. Έχει κυκλοφορήσει σε DVD, έχει χαρίσει μνημειώδες footage στο ντοκιμαντέρ “101” του D.A. Pennebaker. Διαλέγω, όμως, την αναφορά στο “Synth Britannia”, γιατί εκεί φαίνεται γλαφυρά η μεγάλη διαφορά των Depeche Mode με τα υπόλοιπα ‘80s synthpop συγκροτήματα που ξεχώρισαν στη Μεγάλη Βρετανία. Οι Depeche Mode πέρασαν στ’ αλήθεια τον Ατλαντικό. Μπορεί να μην πούλησαν τα αντίτυπα του “Blue Monday” των New Order, μπορεί να μην ανέβηκαν στην κορυφή των charts όπως το έκαναν οι Human League με το “Don’t You Want Me”, μπορεί να αντιμετώπισαν την στριφνή επιφυλακτικότητα μερίδας του βρετανικού μουσικού Tύπου που έγραφε ότι η τεχνολογικά κατευθυνόμενη μουσική τους απευθυνόταν σε «αποξενωμένους ανθρώπους και… Γερμανούς», αλλά βρήκαν το κλειδί για τις καρδιές των fans. Συγχωρήστε με για το μελοδραματικό σχήμα, αλλά καλώς ή κακώς ισχύει. Οι Depeche Mode κατάφεραν να μιλήσουν σε πολύ συγκεκριμένα ακροατήρια που προθέρμαναν την εκτόξευσή τους στη mainstream συνείδηση. Ναι, φυσικά, ήδη υπήρχαν οι “People Are People” που είχαν βρει στα (τότε) δυο τελευταία τους άλμπουμ ύμνους σεξουαλικού φετιχισμού κι απελευθέρωσης. Αλλά, παράλληλα είχε αρχίσει και η έντονη διείσδυσή τους στο νεοσύστατο goth κίνημα που επίσης εξαπλωνόταν στη χώρα των γιάνκηδων. Τα παιδιά που φόρεσαν ρίμελ με το “Bella Lugosi’s Dead”, τα παιδιά που ξαναπήγαν δύο και τρεις φορές στο σινεμά για να φαντασιωθούν με το “The Hunger” του (προσφάτως αυτόχειρα) Tony Scott, είδαν σκοτάδι στα “Master And Servant” παιχνίδια των Depeche Mode. Ειδικά στις Η.Π.Α., που παραδοσιακά οτιδήποτε βρετανικό είναι αποκούμπι/σημείο αναφοράς «εναλλακτικών», «προοδευτικών» ή/και παρείσακτων. Όπως λέει ο κορυφαίος μουσικογραφιάς Simon Reynolds, «στις αρχές των ‘80s, η Βρετανία αποτελούσε ουτοπία για κάθε περιθωριακό νέο στις Η.Π.Α., αφού φανταζόταν ότι στο Λονδίνο όλοι οι συνομήλικοί του χρησιμοποιούν αιλάινερ και παίζουν συνθεσάιζερ». Τα παιδιά του Ρίγκαν, αν θέλετε, συνάντησαν τα παιδιά της Θάτσερ.

Στα οκτώ χρόνια μεταξύ του 1986 και 1993 οι Depeche Mode κυκλοφόρησαν τα τέσσερα, αν όχι καλύτερα (οι σκληροί DM fans σίγουρα θα προσθέτουν κάτι από την άγουρη πρώτη περίοδο), πιο σημαντικά άλμπουμ της καριέρας τους. Black Celebration (1986), Music For The Masses (1987), Violator (1990) και Songs Of Faith And Devotion (1993). Χτύπησαν την πόρτα του stardom που σταδιακά τους άνοιξε διάπλατα, σφυρηλάτησαν τις σχέσεις τους με τα ιδιαίτερα ακροατήρια που τους στήριξαν εξαρχής, εγκατέλειψαν οριστικά το χαρτί της «πρωτοπορίας» και του «φουτουρισμού», πατένταραν τον pop ήχο με τον οποίο θα τους έγραφε η μουσική ιστορία και παρήγαγαν τον κύριο όγκο των hits με τα οποία έγιναν «αγαπημένοι (και) του ελληνικού κοινού».

Για τα καλά μακριά πια από την επιρροή του Vince Clarke, έδωσαν τα δημιουργικά κλειδιά στον Martin Gore, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την μπαλαντέρ παρουσία του Alan Wilder (ήδη στο γκρουπ από το 1983) και, φυσικά, ανέδειξαν τον επόμενο μεγάλο performer εκείνης της δεκαετίας κι έναν από τους πιο χαρισματικούς των τελευταίων 30 χρόνων.

Ο Dave Gahan έμοιαζε από την αρχή βγαλμένος από το πανσεξουαλικό καλούπι, το οποίο στην post-glam και post-Bowie εποχή είχε πάψει πια να σοκάρει, αλλά δεν είχε πάψει να συγκινεί. Στην πορεία προς την κορυφή πέταξε από πάνω του τα σπυράκια του Basildon και βούτηξε στην κατάρα της LA ακολασίας. Γοήτευσε και τα τρία φύλα, «τα πήρε όλα» και ξεκίνησε την κατηφορική πορεία που του χάρισε το προσωνύμιο “The Cat” (αφού τουλάχιστον τέσσερις φορές έχει φλερτάρει με το θάνατο, μέσω απόπειρας αυτοκτονίας ή overdose). Κατηφόρα που τελείωσε (;) με την ιστορική πια κρίση που ματαίωσε το προηγούμενο σόου του(ς) στην Ελλάδα πριν τέσσερα χρόνια.

Την ίδια πορεία με τον frontman του, ακολούθησε και το συγκρότημα. Από την χρυσή του περίοδο βγήκε πολυπλατινένιο αλλά τραυματισμένο. Μόλις τελείωσαν οι περιοδείες προώθησης του Songs Of Faith Of Devotion, έχασαν ένα μέλος (Wilder), κόντευαν να χάσουν –δια παντός– ένα άλλο (Gahan) και κανείς δεν ήξερε αν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ας τα δούμε με τη σειρά…

Black Celebration

Υπάρχει μια σημαντική καινοτομία στο πέμπτο άλμπουμ των Depeche Mode που πιθανώς ξεχνάνε οι βετεράνοι fans κι αγνοούν οι νεότεροι. Ο Martin Gore συνεισφέρει τα φωνητικά του στα 5 από τα 11 κομμάτια της κανονικής έκδοσης του δίσκου. Ποτέ ξανά δεν επαναλήφθηκε μια τέτοια εκτεταμένη συμμετοχή. Η ουσία είναι ότι, πέρα κι απ’ αυτό, ο δίσκος σηματοδοτεί όντως μια νέα περίοδο στην DM δισκογραφία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από τις περίφημες συλλογές με τα Depeche Mode singles που χωρίζονται σε δύο χρονολογικά volumes: ’81-85 και ’86-98.

Κρίνοντας με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, είναι φανερό ότι το Black Celebration είναι μια δήλωση ωριμότητας. Είτε ήθελαν να αποκηρύξουν την πρώτη περίοδο είτε όχι, εδώ αποκαλύπτεται μια μπάντα που δε θέλει να εκπλήξει με κολληματικά ρεφρέν βιομηχανικής pop, δε θέλει να προβοκάρει με τα ελεύθερα ήθη της, αλλά θέλει κάτι να πει. Το modus vivendi της δεν είναι πια η ηδονιστική απληστία του “Just Can’t Get Enough”, αλλά –ας το δούμε συμβολικά– τα ερωτήματα. Το ζευγάρι “A Question Of Lust” και “A Question Of Time” ασφαλώς και δίνει τον τόνο. Κοιτάζοντας προς τα μέσα, οι Depeche Mode εξακολουθούν να μιλάνε στους outsiders που τους αγκάλιασαν εξαρχής λόγω του διαφορετικού τους πακέτου σε σχέση με το ιδρωμένο τρίπτυχο κιθάρα-μπάσο-ντραμς. Τους προσφέρουν άφθονο δράμα (“Here Is The House”, “Word Full Of Nothing”, “Dressed In Black”) κι επισφραγίζουν τον δεσμό  με γοτθικό ISO - αποκορύφωμα, το ομώνυμο ζοφερό “Black Celebration”. Ακόμα και η χρήση των samples είναι πολύ πιο προσεκτική, υπηρετεί την σκοτεινή ατμόσφαιρα του δίσκου και ξεφεύγει από το «να σας δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε με τα νέα μας παιχνίδια». Το Black Celebration, επίσης, υπηρετώντας την «καλλιτεχνική» στροφή του συγκροτήματος, δεν έχει hits. Αρκεί να συγκρίνει το υπέροχο “Stripped” (με το χαρακτηριστικό ξεκίνημα της μηχανής αυτοκινήτου στην εισαγωγή) που ήταν η επιλογή για πρώτο single με οποιαδήποτε αντίστοιχη επιλογή από τους υπόλοιπους δίσκους.

Οι Depeche Mode μπήκαν λοιπόν άλλη μια φορά στα βερολινέζικα Hansa Studios και βγήκαν άλλο γκρουπ. Χρησιμοποίησαν για τελευταία φορά τον φωτογράφο Brian Griffin στο εξώφυλλο, ξεκίνησαν την σπουδαία συνεργασία τους με τον Anton Corbijn, έφτασαν μέχρι το νο.3 του βρετανικού chart κι έγιναν χρυσοί στις Η.Π.Α. Κριτική καταξίωση; Τσεκ. Εμπορική εκτόξευση; Υπομονή, σε 18 μήνες.

Music For The Masses


To Black Celebration ήταν σκοτεινό, εσωστρεφές, απαισιόδοξο, λιγότερο ευχάριστο απ’ οτιδήποτε είχαν κάνει μέχρι τότε. Ήταν darkwave. Από το κιθαριστικό ριφ του “Never Let Me Down” με το οποίο ξεκινάει το επόμενο άλμπουμ, καταλαβαίνεις ότι πάλι αλλάζει το σημείο εστίασης. Λάθος, στην πραγματικότητα οφείλεις να το έχεις καταλάβει απ’ τον τίτλο. Music For The Masses, «μουσική για τις μάζες», οι Depeche Mode άργησαν αλλά συλλαμβάνουν τελικά το κυρίαρχο πνεύμα των ‘80s. Φιλοδοξία. Ανακοινώνοντας αποφασιστικά “I’m taking a ride with my best friend” ή μπαίνοντας αλαζονικά με το “There’ll be times when my crimes will be unforgivable” πάνω στα σύνθια του “Strangelove”, ο Gahan –σε μεγάλη φόρμα– μοιάζει να ονειρεύεται το δοξαστικό τέλος αυτής της πορείας στην Pasadena που λέγαμε και παραπάνω. Μοιάζει να βλέπει το σταριλίκι στο βάθος του τούνελ και να καβαλάει ερμηνευτικά πάνω σε αυτό το ενδεχόμενο, απελευθερώνοντας μια μοναδική σέξι υπεροψία.

Τεχνικά, είναι η πρώτη φορά που το συγκρότημα ζήτησε τη βοήθεια έξτρα παραγωγού. Ο Dave Bascombe εμφανίστηκε στο στούντιο (αυτή τη φορά ηχογράφησαν σε Λονδίνο και Παρίσι), αλλά σύμφωνα με τον Wilder ο ρόλος του τελικά περιορίστηκε σε εκείνον του μηχανικού ήχου. Ούτως ή άλλως, το συγκρότημα εδώ δίνει στο κοινό ακριβώς αυτό που θέλει να πάρει. To Music For The Masses είναι, περισσότερο από κάθε άλλον, ο δίσκος – μοτίβο των Depeche Mode. Εδώ έχουν πατήσει όσοι τους αντέγραψαν στην συνέχεια, απ’ αυτόν έχουν βγει μερικά απ’ τα καλύτερα remixes σε κομμάτια τους, αν γίνουμε λίγο υπερβολικοί μπορούμε να πούμε ότι τα 5’18’’ του “Behind The Wheel”’ προφητεύουν την έλευση του electroclash, σχεδόν 15 χρόνια αργότερα (κι όχι μόνο γιατί το track διένυσε μια δεύτερη καριέρα με το πείραγμα των Playgroup).

Το άλμπουμ δεν είχε φωτοβολίδες στα charts. Κανένα single του δεν έφτασε σε επίπεδα “People Are People”. Αλλά τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά ήταν η πιο συμπαγής πρόταση που είχαν κάνει μέχρι τότε οι Depeche Mode. Για κάθε “Strangelove” υπήρχε μια υπενθύμιση του προηγούμενου δίσκου, ας πούμε το “Little 15”. Πούλησαν πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα στις Η.Π.Α. κι άλλαξαν πίστα με την περιοδεία, γεμίζοντας διαδοχικά στάδια.

Σημειολογικά, βέβαια, λίγο πριν την πτώση του τείχους απέδωσαν φόρο τιμής στην ηπειρωτική Ευρώπη που πάντα τους αγαπούσε περισσότερο από τη Μεγάλη Βρετανία. Γι’ αυτό να σημειωθούν και οι δύο εμφανίσεις τους στις, ακόμα κομμουνιστικές, πόλεις του Ανατολικού Βερολίνου, της Πράγας και της Βουδαπέστης. Έτσι κι αλλιώς,  το “To Have And Tο Hold” με ένα sample από ρώσικο ραδιόφωνο δεν ξεκινά;

Violator

Υπάρχει αυτό το αθλητικό κλισέ που λέει ότι είναι πιο δύσκολο να διατηρηθείς στην κορυφή από το να ανέβεις σε εκείνη. Στην περίπτωση των Depeche Mode δε χρειάστηκε. Ήδη πατώντας εκεί, το συγκρότημα φτιάχνει τον πραγματικό “music for the masses” δίσκο του. Επιστρατεύει ένα συνθετικό κριτήριο που αποδεικνύεται κυνικά αλάνθαστο και χαρίζει στο διευρυμένο πλέον κοινό του, αυτό που πια απαιτεί: Μεγάλα Τραγούδια. Για την ακρίβεια, τα Μεγαλύτερα Τραγούδια Που Έγραψαν Ποτέ.

Ανεξάρτητα από τη φθορά που έχει προκαλέσει η υπερβολική, και σε κάθε άκυρο context, χρήση τους, ας αναλογιστούμε ότι στην αυγή της δεύτερης δεκαετίας της καριέρας τους, οι Depeche Mode κυκλοφόρησαν στον ίδιο δίσκο τα δύο πιο αναγνωρίσιμα, ακόμα και σήμερα, κομμάτια τους. Το βλάσφημο synth blues “Personal Jesus” και το πιο-απλοϊκά-υπέροχο-ρεφρέν-που-γράφτηκε-ποτέ “Enjoy The Silence”. Προηγήθηκαν του άλμπουμ, απόλαυσαν πρωτότυπης προώθησης (το πρώτο με καταχωρήσεις στον τοπικό βρετανικό Τύπο που είχαν και τηλεφωνικό νούμερο για να καλέσεις και να ακούσεις το τραγούδι), ανέβηκαν πολύ ψηλά στα charts (το δεύτερο έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία που έκαναν ποτέ στην Αμερική και το πρώτο το μέχρι τότε πλέον ευπώλητο12’’ της Warner). Ήταν δύο εισιτήρια που τους έβαλαν, λίγο πριν το MTV αρχίσει τα reality, στα στόματα, στα αυτιά και στις οθόνες όλου του κόσμου.

Κι άλλα fan facts, παρακαλώ: 48.000 εισιτήρια για την εμφάνισή τους στο Dodger Stadium στο πλαίσιο της World Violation Tour πουλήθηκαν σε μισή ώρα, ενώ η παρουσίασή του δίσκου στο Wherehouse Entertainment του Λος Άντζελες προσέλκυσε 20.000 κόσμο και κατέληξε σε χάος.

Οι ηχογραφήσεις του Violator έγιναν στο Μιλάνο και τη Βόρεια Δανία. Η μπάντα, που για πρώτη φορά έχει κάποιες δημιουργικές ασυμφωνίες και παρουσιάζει ψήγματα φθοράς σχέσεων, ήθελε να δουλέψει διαφορετικά.

Και «να συνεχίσει να παρτάρει σκληρά», σύμφωνα με τον Gore. Ο φημισμένος βρετανός παραγωγός Flood κλήθηκε να βοηθήσει αυτή τη φορά, ενώ συνεισφορά στο “Personal Jesus”, που λειτούργησε υποδειγματικά ως «λαγός» του δίσκου, είχε και ο επίσης διακεκριμένος βετεράνος της garage/house ΝΥ σκηνής, Francois Kevorkian.

Το Violator ήρθε την στιγμή που έπρεπε. Την ώρα που συνέβαινε η mainstream αποδοχή της dance/club κουλτούρας κι ελάχιστα πριν τον ισοπεδωτικό μηδενισμό. Αν και μάλλον αποτελεί το πιο δημοφιλές τους άλμπουμ, το Violator είναι ίσως λιγότερο ισορροπημένο από τα δύο προηγούμενα ‒ το “Waiting For The Night” είναι το μόνο «κομμάτι ημερολογίου». Όμως, με κουρασμένους τους περισσότερους synthpop συνοδοιπόρους, οι Depeche Mode είναι πια σε θέση να δώσουν (και να υποστηρίξουν) anthems, ενώ παράλληλα τα παιχνιδιάρικα “Policy Of Truth” και “World In My Eyes” κλείνουν μια τετράδα που έριχνε οριστικά τον φράχτη των κάποτε τεχνοφοβικών ακροατών. Απλά, δεν μπορείς να μην τα τραγουδήσεις.

Songs Of Faith And Devotion

Έχει μεσολαβήσει το έτος – μηδέν 1991. Η μουσική τράπουλα ξαναμοιράζεται με κρουπιέρη τους Nirvana και το grunge, οι Nine Inch Nails, παρότι είναι σαφώς επηρεασμένοι από τους Depeche Mode, απειλούν να τους εκτοπίσουν ως εφηβική έκφραση και το συγκρότημα έχει κουραστεί. Ο Gahan μακραίνει μαλλί και βυθίζεται στην ηρωίνη, ο Gore υποφέρει από ημικρανίες, ο Wilder έχει θέματα έλλειψης σεβασμού από τους υπόλοιπους. Κι όμως το Songs Of Faith And Devotion έκλεισε μάλλον θριαμβευτικά την χρυσή εποχή του, συνεχίζοντας το επιτυχημένο σερί.

Περισσότερο μαρκετίστικα και λιγότερο ουσιαστικά, το Songs Of Faith And Devotion «πουλήθηκε» ως ροκ στροφή των Depeche Mode. ‘Η τέλος πάντων, μπορεί να το έκαναν για να ικανοποιήσουν τον Gahan που την είχε δει ρόκερ. ΟΚ, υπάρχουν κιθάρες, distortion, live ντραμς –όλα αυτά τονίζονται ιδιαίτερα στο πρώτο single “I Feel You”– αλλά το άλμπουμ παραμένει σε οικεία synthpop εδάφη. Ακόμα, αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημά τους στο καταραμένο μελόδραμα δεν έχει ξεχειλώσει (όπως συνέβη βαθμιαία σε όλα τα άλμπουμ τους έκτοτε), άσε που σε αυτό το χρονικό σημείο ως άτομα το ενσαρκώνουν πιο πειστικά από ποτέ. Με τέσσερα εξαντλητικά χρόνια στο δρόμο, ο Gahan μοιάζει να εννοεί κάθε λέξη όταν προκαλεί οποιονδήποτε στο “Walking In My Shoes”. Στο έτερο classic “In Your Room”, ο Gore αποκαθιστά τη σύνδεσή του με τις ανασφαλείς κρεβατοκάμαρες εκατοντάδων χιλιάδων ομοίων του σε όλον τον κόσμο γράφοντας “Your favourite passion / Your favourite game / Your favourite mirror / Your favourite slave”. Και, γενικότερα, η Black Celebration αίσθηση επανέρχεται με κομμάτια όπως το “Condemnation” ή το “Judas”.

O Flood ήταν και πάλι συμπαραγωγός, η μπάντα ξανασυγκεντρώθηκε στη Μαδρίτη και ταξίδεψε και στο Αμβούργο –εκτός Λονδίνου– για να ηχογραφήσει. Με την κεκτημένη εμπορική τους ταχύτητα, ανέβηκαν στο νο.1 του Billboard, όπως έκαναν και σε Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Ελβετία. Ένας θρίαμβος δηλαδή που στηρίχθηκε από την Devotional Tour, την οποία το περιοδικό Q χαρακτήρισε ως την «πιο κραιπαλώδη όλων των εποχών». Υπερβολή ή όχι, μπαίνουμε πάντως στο νόημα. Δύο χρόνια αργότερα κι αφού ήδη τους είχε ήδη εγκαταλείψει επί σκηνής, ο Wilder ανακοινώνει με πικρία την αποχώρησή του. Αλλά, επιστρέφοντας στο 1993, ενδεικτικό για το πώς τελειώνουν «τα καλύτερα χρόνια» των Depeche Mode είναι τούτο: ο Gahan παθαίνει καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια ενός show στη Νέα Ορλέανη και οι υπόλοιποι αυτοσχεδιάζουν για να βγει το ανκόρ…

Κι εδώ κάπου τελειώνει η δεύτερη (θρυλική;) περίοδός τους, κομμάτια της οποίας θα ακούσουμε την Τετάρτη 17 Μαΐου στο TerraVibe Park! Τις επόμενες μέρες, μάλιστα, θα έχουμε τις λεπτομέρειες όσων θα δούμε πριν και κατά τη διάρκεια του live, αλλά και ενός μεγάλου διαγωνισμού που ετοιμάζει η Visa!

Πρωτότυπη δημοσίευση κειμένου: Sonik by Avopolis.gr

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured