Πέμπτο και τελευταίο compact -αν σκεφτεί κανείς τα μακροσκελή tracks των προηγούμενων lp τους- άλμπουμ για τους μακρυμάλληδες Ιάπωνες που μετά από μια δεκαετία μυστικιστικών live με δυο κιθάρες κι ένα σιτάρ, ένα δισκογραφικό label (Guruguru Brain)
και πέντε άλμπουμ κλείνουν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τον υπέροχο ψυχεδελικό-space κύκλο που άνοιξαν.

We have come to the conclusion that because we have truly achieved our core mission as a band, we would love to end this project on the highest note possible” , δήλωναν στις αρχές του 2022. To 2012 ξεκινούσαν ως duo περιπλανώμενοι στους δρόμους του Tokyo, ο Go Kurosawa (ντραμς, φωνή) και ο Tomo Katsurada (κιθάρα, φωνή). Στη διάρκεια των σπουδών τους στην Αμερική βρέθηκαν σε κάποια DIY house shows, που χλεύαζαν τα τριαντάλεπτα live που διοργανώνονταν τότε στην Ιαπωνία για 300 δολάρια. Αυτά υπήρξαν η έμπνευσή τους για να γράψουν στίχους σε μια φανταστική γλώσσα με λέξεις και φθόγγους δικής τους επινόησης, ώστε να κάνουν τη μουσική τους universal, και κάπως έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα gigs, σαν μια μικρή κολεκτίβα, κάτω από ανθισμένες κερασιές κι έξω από σταθμούς τραίνων. Ο αδερφός του Go, ο Ryu, ήρθε να βάλει το τελευταίο κομμάτι του παζλ, έχοντας μόλις επιστρέψει από την Kolkata της Ινδίας, όπου γνώρισε το σιτάρ, μαθητεύοντας στο πλευρό του αειθαλούς Manilal Nag, ενώ λίγο πριν είχε προστεθεί ο Daoud (κιθάρα) και ο Kotsu Guy (μπάσο), την ίδια περίοδο που ηχογραφούσε ήχους ηλεκτρικών συσκευών για το noise project του φέρνοντας δίπλα στον κλασικό ήχο τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς.

Άνοιξη του 2022, μετά τη μακρά απουσία λόγω covid, το κουιντέτο επιστρέφει στη γειτονιά Asakusabashi στο Τόκυο και κυκλοφορεί ένα αποχαιρετιστήριο άλμπουμ που συνοψίζει και κορυφώνει τη δημιουργία τους. Το  Kumoyo Island  είναι ο καλύτερος τρόπος να το
λήξουν και να πάνε για άλλα, γιατί σίγουρα θα το κάνουν και θα έχουν αφήσει πίσω παράδοση πραγματική που συνδυάζει την ιαπωνική κουλτούρα με τις ηλεκτρικές κιθάρες. Aυτά θα βρεις για αρχή στο εναρκτήριο “Monaka” που παίρνει το όνομα του από ένα είδος
ιαπωνικού γλυκίσματος -σαν τις δικές μας γκοφρέτες- και συνδυάζει τη folk με τις ηλεκτρικές κιθάρες, τους ψιθύρους και τους στροβιλισμούς του σιτάρ. Το “Dancing Blue” είναι το πιο funky κομμάτι τους με κάτι χειροκροτήματα που κάνουν τα πόδια σου να χτυπούν ρυθμικά στο πάτωμα πλάι στα επαναλαμβανόμενα σαν ψαλμωδία φωνητικά που χτίζουν μια σταθερή διάθεση και στα έξι λεπτά, για να περάσουν τη σκυτάλη στο σιτάρ, ώστε να ξεσηκώσει πάλι έναν funky χορό στο κλείσιμο. Το “Meu Mar” συνεχίζει να μπερδεύει κουλτούρες. Το γνήσιο γραμμένο από τον Bραζιλιάνο, Erasmo Carlos στα πορτογαλικά, μεταφρασμένο ύστερα στα αγγλικά και μετά στα ιαπωνικά. Το ευφάνταστο “Gomugomu” , σε όποια γλώσσα κι αν μιλάει, πρακτικά είναι ένα καρτούν, ένα ψυχεδελικό ποπ θαύμα με αλλαγές σε κλειδιά και εντυπωσιακές κιθαριστικές αρμονίες.

Οι Kikagaku σερβίρουν μουσική που σε ηρεμεί σε πολλές μορφές, από το υπνωτικό ambient folk “Nap Song” μέχρι το ορχηστρικό “Effe”, ενώ το “Daydream Soda” θυμίζει τη χορευτική μουσική των Gold Panda ή ένα παλιό B-side των Radiohead. Το βαρύ, σχεδόν βαριεστημένο, “Cardboard Pile,” που ξεκινάει και νομίζεις ότι ήδη παίζει ώρα πολλή, εγκαταλείπει αυτό το ύφος για τις δυνατές κιθάρες στο κλείσιμο και σίγουρα είναι εμπνευσμένο από την funk μουσική που γνώρισαν οι Kikagaku Moyo στη Λισαβόνα, όταν ηχογραφούσαν εκεί το “Masana Temples”. Τα χάλκινα φυσικό να προστεθούν από μια μπάντα που συνεχώς αναζητά νέους ήχους και μπορεί να αποτελέσουν ακόμα και hip-hop sample fodder στα χέρια ενός έμπειρου beatmaker. Το “Field Of Tiger Lilies,” (μόλις 1:19) περισσότερο ιντερλούδιο θα το πεις, έχει όμως μια εντυπωσιακή κιθάρα, ενώ το highlight του άλμπουμ, το “Yayoi Iyayoi” με στίχους στα
ιαπωνικά ξεκινά σαν νανούρισμα για να μεταμορφωθεί στη συνέχεια σε ένα μινιμαλιστικό garage rock κομμάτι. Κάπου στο ενδιάμεσο αλλάζει ύφος ξανά με τα αιθέρια φωνητικά και τα μελωδικά κρουστά κουδουνίσματα και συνθέτει μια patchwork μελωδία επτά λεπτών με
τα πιο δυνατά riffs και drums. Στο τέλος οι Kikagaku Moyo επιστρέφουν στην ηρεμία. Το παραπονεμένο πιάνο, τα μυστηριώδη synths και το σιτάρ στο “Maison Silk Road” προσθέτουν ένα γλυκό ambient επίλογο στο άλμπουμ θυμίζοντας τον ήχο του ντεμπούτου τους και λειτουργώντας σαν το τέλειο αποχαιρετιστήριο άσμα.

Συνδυάζοντας στοιχεία από krautrock, Ινδιάνικα raga, και acid folk, οι Kikagaku Moyo βρίσκουν την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στα βαριά, ισοπεδωτικά jams τους και τις ελαφριές, πιο στοχαστικές στιγμές τους, φέρνοντας συχνά στο μυαλό άλλα ιαπωνικά psych σχήματα,
όπως οι Acid Mothers Temple και οι Ghost, αλλά και προγόνους αυτών όπως οι Far East
Family Band και οι Flower Travellin' Band.

“Kikagaku Moyo” στα ιαπωνικά σημαίνει «γεωμετρικά σχήματα». Αυτά που έβλεπε ο Go Kurosawa από την κούραση, όταν έκλεινε τα μάτια, μετά από ένα ολονύκτιο τζαμάρισμα. Ακούγεται ψυχεδελικό και ως εκ τούτου τους ταιριάζει, από την άλλη, όμως, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι και αντιφατικό, καθώς η μπάντα ακολουθεί τη φιλοσοφία να μην υπάρχει τέλεια δομή και οργάνωση πουθενά και ποτέ δεν προσπαθεί πάνω από δυο φορές ένα κομμάτι.

Even if someone makes a mistake, that’s the real us and mistakes can sometimes turn into really interesting peculiarities,” αναφέρει ο Kurosawa. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ψυχεδελικής κοινότητας, θα μπορούσαν να αποχαιρετίσουν ήσυχα με ένα εορταστικό άλμπουμ, αλλά διαλέγουν για ακόμα μία φορά να κάνουν θόρυβο με απρόβλεπτες επιλογές. Το Kumoyo Island  είναι η αποκορύφωση του ταξιδιού, κάνει μια επισκόπηση και μια ανακεφαλαίωση σε ό,τι έχουν κάνει μέχρι τώρα, ανοίγει, όμως, και νέους δρόμους, ναι, τώρα, τελευταία στιγμή. Kikagaku Moyo ευχαριστούμε για το ψυχεδελικό ταξίδι.

Σιγά μην χαθούμε !!

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured