Δεν έχει συζητηθεί ιδιαίτερα ο φετινός δίσκος των National, και όχι άδικα. Μπορεί η αποτίμησή του μέσω αυτή της κριτικής να καταφθάνει κάπως αργοπορημένα, όμως το γεγονός δεν αλλάζει. Κάθε κυκλοφορία τους, από το Boxer (2007) και έπειτα, γιορταζόταν με πυροτεχνήματα από τους φίλους τους και τον μουσικό Tύπο· οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και η πολυαγαπημένη indie μπάντα, που έφτασε να βγάζει sold-out ολόκληρες αρένες, δεν απογοήτευε ποτέ με τις δουλειές της.

Τα πράγματα είναι όμως διαφορετικά στο όγδοο άλμπουμ. Δεν μοιράζεται το βάρος της υπόλοιπης δισκογραφίας των Αμερικανών το I Am Easy To Find, παρ' όλο που έρχεται συνοδευόμενο από μία ταινία μικρού μήκους του Mike Mills (ο οποίος είναι μάλιστα παραγωγός του δίσκου) ως παράλληλο καλλιτεχνικό αφήγημα, από ένα πλήθος γυναικείων συνεργασιών με ενδιαφέρον και από μία νέα –αλλά τελικά όχι και τόσο φρέσκια– ματιά στο πώς οι ίδιοι θέλουν να τοποθετηθούν απέναντι στη μουσική τους.

Το I Am Easy To Find βγήκε σχεδόν 1,5 χρόνο έπειτα από το συναισθηματικό τσαλάκωμα και την αίσθηση του επείγοντος που ούρλιαζε η προηγούμενή τους δουλειά, Sleep Well Beast (2017). Μερικά λοιπόν από τα τραγούδια του γεννήθηκαν ως μέρος εκείνου του δημιουργικού κύκλου και κάποια ήρθαν στη συνέχεια, για να οδηγήσουν τους National στην ταχύτερή τους κυκλοφορία, χρονικά μιλώντας. Αυτό, όμως, στην πράξη, δεν αποτυπώνεται ως παρατεταμένη έμπνευση, αλλά ως βιασύνη. Κάνοντας το άλμπουμ να ακούγεται πρόχειρο και αναιμικό, (σχεδόν) σαν βεβιασμένη προσπάθεια χωρίς συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης.

Οπωσδήποτε, υπάρχει concept πίσω από το I Am Easy To Find. Και θέλει την τοποθέτηση της γυναικείας φωνής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των National, με τον παράλληλο περιορισμό της αντίστοιχης λευκής, αντρικής –επιχειρώντας πάντως περισσότερο μία δήλωση ενότητας ανάμεσα σε αγαπημένους ανθρώπους και φίλους της μπάντας που λειτουργούν σαν οικογένεια, παρά μία επίκαιρη τοποθέτηση κοινωνικοπολιτικής φύσης. Αυτό αντανακλούν, ουσιαστικά, τόσο οι συμμετοχές των Lisa Hannigan, Sharon Van Etten, Kate Stables, Mina Tindle και κυρίως της μπασίστριας του David Bowie, Gail Ann Dorsey, όσο και οι στίχοι, ένα μέρος των οποίων γράφτηκε από τη σύζυγο του Matt Berninger, Carin Besser.

«Βαρέθηκα ν' «ακούω» τον εαυτό μου στους δίσκους μας», δήλωσε σε μία συνέντευξή του στο Uncut ο frontman του γκρουπ. Και, πράγματι, δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ· αλλά κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι αναδεικνύονται οι αληθινοί ήρωες και κυρίως οι ηρωίδες του. Γιατί, τελικά, το υλικό προκύπτει τόσο ανέμπνευστο και αδύναμο, ώστε δεν τιμάει την παρουσία των εκλεκτών καλεσμένων.

Αυτή λοιπόν η αληθινή «καινοτομία» για τα δεδομένα μιας δουλειάς των National, χαραμίζεται σε έναν δίσκο επίπεδο, χωρίς κορυφώσεις ή κοιλιές, χαρακτηριζόμενο από μία εκνευριστική μονοτονία, η οποία μαραζώνει ακόμη και όσα λεπτά αισθήματα πάει να δημιουργήσει. Η απουσία μίας έστω στιβαρής σύνθεσης, είναι εξόφθαλμη: πέρα ίσως από το εισαγωγικό “You Had Your Soul With You”, τις ηλεκτρονικές αλχημείες του “The Pull Of You” και τους στίχους του “Not In Kansas”, τα υπόλοιπα δέκα τραγούδια αναλώνονται σε όλα τα κλισέ που συνοδεύουν τον ήχο του γκρουπ, στη χειρότερή τους μορφή.

Δεν υπάρχει επομένως κάτι να θαυμάσεις πραγματικά στο I Am Easy To Find, πέρα από μερικές τίμιες προθέσεις στην προσπάθεια του αμερικάνικου γκρουπ να αλλάξει τη γνωστή συνταγή. Τελικά, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι National γίνονται πιο National από ποτέ, και όχι με τον καλό τρόπο, αλλά σαν να ηχογράφησαν τον μέσο όρο των μουσικών τους δυνατοτήτων –εξ’ ου και η βαθμολογία. Είναι λοιπόν το low point της πεντάδας, αν και έχω την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για ένα πείραμα που δεν τους βγήκε, για ένα δυσάρεστο διάλειμμα. Το δικαιούνται.

{youtube}ifElv18k2O8{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured