Κάθε γενιά έχει τους δικούς της μουσικούς ήρωες, τους οποίους και ακολουθεί πιστά και στηρίζει. Αντίστοιχα, οι μεγαλύτεροι πάντα προσπαθούν να καταλάβουν τι στο καλό βρίσκουν οι νεότεροι στον εκάστοτε καλλιτέχνη, αφού για αυτούς δεν είναι, συνήθως, κάτι το ιδιαίτερο. Οι Avenged Sevenfold άρχισαν την καριέρα τους το 2001 και άνετα εμπίπτουν στην παραπάνω κατηγορία, καθώς στην Αμερική θεωρήθηκαν (από το ξεκίνημα ήδη) ως next big thing, αποκτώντας φανατικούς οπαδούς και πωλήσεις που ξεπερνούν πλέον τα 8 εκατομμύρια αντίτυπα.

Προσωπικά άρχισα να τους παρακολουθώ το 2006, καθώς επρόκειτο να τους δω στο Download εκείνης της χρονιάς· στην Ελλάδα ήταν άγνωστοι ή, σωστότερα, περνούσαν αδιάφοροι, καθώς «δεν ήταν metal» ή έστω έπαιζαν metalcore (που ποτέ δεν είχε πέραση στη χώρα μας), ο τραγουδιστής νιαούριζε, είχαν περίεργα κουρέματα και λοιπά αρνητικά. Εκείνοι βέβαια ήταν headliners στα μεγάλα αμερικανικά φεστιβάλ, σάρωναν σε διάφορα βραβεία και έβλεπαν τα άλμπουμ τους να πηγαίνουν νούμερο 1 στις Η.Π.Α. Στην πορεία τους έτυχαν και άσχημα συμβάντα, κυρίως ο θάνατος του ντράμερ και ιδρυτικού μέλους The Rev (2009). Άλλα, πάλι, τα προκάλεσαν μόνοι τους: στο άλμπουμ Hail To The King (2013), οι αθεόφοβοι είχαν τραγούδια copy/paste από αγαπημένα τους συγκροτήματα σαν τους Metallica και τους Guns 'N' Roses. Έμεινε μάλιστα θρυλικό το θάψιμο που τους έριξε τότε ο Robb Flynn των Machine Head.

Με το The Stage –την πρώτη τους κυκλοφορία με τον Brooks Wackerman, τον μακροβιότερο δηλαδή ντράμερ των Bad Religion– χρεώνονται πάντως το δεύτερο καλύτερο μάρκετινγκ του 2016 στον metal χώρο μετά τους Metallica, οι οποίοι κυκλοφόρησαν βιντεοκλίπ για όλα τα τραγούδια του Hardwired... To Self Destruct: το έβγαλαν σχεδόν από το πουθενά στις 28 του Οκτώβρη, πετυχαίνοντας να κάνουν αρκετό ντόρο. Είναι δε το μεγαλύτερο σε διάρκεια άλμπουμ τους (74 λεπτά) και σε αυτό περιέχεται το "Exist", το οποίο με τη σειρά του είναι το μεγαλύτερο τραγούδι που έχουν γράψει, καθώς ξεπερνάει τα 15 λεπτά. Επιπρόσθετες «πρωτιές», ότι πρόκειται για concept album (οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στην ανθρωπότητα) και ότι πειραματίζονται με τον ήχο τους, στρεφόμενοι προς το progressive. Μη φανταστείτε βέβαια ότι έγιναν και Dream Theater από τη μια στιγμή στην άλλη...

Ακούγοντας το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, δεν μπορείς να διαλέξεις τι σου αρέσει περισσότερο. Το intro tapping του Synyster Gates; Το στιβαρό drumming του Brooks Wackerman; Τα σόλο και οι κλασικές κιθάρες στο τέλος; Οι πολλαπλές αλλαγές από το γρήγορο στο αργό (και ανάποδα) tempo; Σε κάθε περίπτωση, είχα αρκετό καιρό να ενθουσιαστώ με τραγούδι. O Wackerman κλέβει την παράσταση και στο “Paradigm”, το οποίο φαίνεται να είναι «τυπικό» heavy στιγμιότυπο, μέχρι να έρθει το σόλο του Gates και να το απογειώσει· μια ανάλογη έκπληξη εμπεριέχεται και στο “Sunny Disposition”, στο σημείο με τα πνευστά, τα οποία του δίνουν μια φουτουριστική αίσθηση.

Η ίδια ανάλυση μπορεί να γίνει πάνω-κάτω για όλα τα τραγούδια του The Stage. Υπάρχουν πολλές αλλαγές στους ρυθμούς, έχουν χρησιμοποιηθεί keyboards, πιάνο, βιολιά, κοντραμπάσο, τσέλο, τρομπόνι, και όσο περισσότερο το ακούς, τόσο ανακαλύπτεις ωραία σημεία που δεν είχες προσέξει στις πρώτες ακροάσεις. Ξεχωρίζουν μάλιστα και ορισμένα πιο αργά κομμάτια, όπως π.χ. το “Angels” και το “Roman Sky”, οπου για πολλοστή φορά το σόλο του Synyster Gates είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.

Ένα progressive κατεύθυνσης άλμπουμ με τέτοια θεματολογία, θα πρέπει βέβαια να έχει και το ανάλογο «μεγάλο» κλείσιμο –δεν είναι άλλο από το προαναφερθέν “Exist”. Η εισαγωγή με τα διάφορα samples σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο διάστημα· ακολουθεί (για περίπου 6 λεπτά) ένα heavy instrumental, σαν να ακούς Metallica εποχής Master Of Puppets, στη συνέχεια ο ρυθμός αλλάζει στο πιο ήρεμο (εδώ μπαίνουν και τα φωνητικά), ενώ κλείνουμε με μια αφήγηση από τον διάσημο αστροφυσικό Neil deGrasse Tyson. Η οποία σε αφήνει κάπως μετέωρο, μην ξέροντας αν σηματοδοτεί το τέλος του The Stage ή την αρχή της επόμενης μουσικής περιπέτειας των Avenged Sevenfold.

Το Τhe Stage είναι επίσης άλμπουμ δουλεμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Οι Joe Barresi (παραγωγός), Andy Wallace, Josh Wilbur (μίξη) & Bob Ludwig (mastering) ανήκουν στα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου τους και δεν θα μπορούσαν να μην έκαναν φοβερή δουλειά. Ορισμένα μάλιστα περιοδικά το χαρακτήρισαν ως το καλύτερο metal άλμπουμ του 2016, ως προς τον ήχο. Φυσικά, όσα θαύματα και να κάνουν οι παραγωγοί, εάν δεν έχεις το κατάλληλο υλικό (τραγούδια) δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα.

Αν και είναι νωρίς, ο οδοστρωτήρας Wackerman μάλλον θα καταφέρει να μπει δίπλα στη θέση του The Rev στη συνείδηση των οπαδών, με τον μπασίστα Johnny Christ να κρατάει διακριτικό ρόλο στο πλάι του. Το κιθαριστικό δίδυμο Synyster Gates/Zacky Vengeance αποδεικνύει και εδώ ότι ίσως είναι το καλύτερο της γενιάς του, ενώ όσον αφορά τον τραγουδιστή M. Shadows, ο Axl Rose θα πρέπει να νιώθει υπερήφανος –πρόκειται σαφώς για πνευματικό του «παιδί». Σε όσους τώρα δεν αρέσει ότι τραγουδάει με «clean» φωνή, μην φοβόσαστε: όταν θέλει, πετάει και τις γνωστές του κραυγές ("Paradigm"), δείχνοντας ότι ακόμα διαθέτει το λαρύγγι που τον έκανε διάσημο.

Όπως φάνηκε από την αδυναμία του The Stage να πιάσει την κορυφή των αμερικάνικων charts (έμεινε στην «ταπεινή» θέση 4), υπήρξαν οπαδοί στους οποίους δεν άρεσε η ηχητική στροφή των Avenged Sevenfold. Στα δικά μου πάντως αυτιά, είναι το καλύτερό τους άλμπουμ μέχρι σήμερα. Μάλλον το κράξιμο του Robb Flynn, έφερε καρπούς….

{youtube}fBYVlFXsEME{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured