Όταν τους πρωτοάκουσα γύρω στο 2000, οι Refused είχαν ήδη σταματήσει να υπάρχουν. Είχαν χαθεί μέσα στον στρόβιλο που οι ίδιοι δημιούργησαν μ’ εκείνες τις «12 ριπές χιμαιρικών ηχητικών δονήσεων», όπως περιγραφόταν στον υπότιτλό του το Shape Of Punk To Come (1998). Και πώς να μην, δηλαδή; Ήταν ένας δίσκος πολύστροφος μουσικά, μαχητικός πολιτικά, αλλά κυρίως δίσκος που είχε μέσα του φλόγα, μια οργιαστική έξαψη που τον έκανε να μοιάζει επικίνδυνος –απηχώντας κι εκείνον τον καταστασιακό αφορισμό στο “Protest Song ‘68”: «we could be dangerous / art as a real threat». 

Το οριστικό, όπως φαινόταν, τέλος των Refused αναγγέλθηκε με δύο διαφορετικά μέσα: μ’ ένα μανιφέστο του τραγουδιστή Dennis Lyxzén, το οποίο επισημοποιούσε το ρήγμα και μ’ ένα ντοκιμαντέρ του κιθαρίστα Kristofer Steen (2006), που εστίαζε στο ταραχώδες φθινόπωρο του ’98, στις τελευταίες μέρες του γκρουπ. Και τα δύο μοιράζονταν τον ιδιαίτερα εύγλωττο τίτλο: Refused Are Fucking Dead. 

Κι όμως· το 2012 οι Σουηδοί αναδύθηκαν από τον κόσμο των νεκρών για να γυρίσουν τα μεγάλα φεστιβάλ εκείνου του καλοκαιριού, ενώ 3 χρόνια αργότερα, στα τέλη Ιουνίου του τρέχοντος, ήρθε και η δισκογραφική τους ανάσταση. Ακούγοντας το αποτέλεσμα της τελευταίας, ομολογώ πως ένα μέρος του εαυτού μου ευχήθηκε εκείνο το «fucking dead» να ήταν όντως όσο τελεσίδικο ακουγόταν. 

Κι αυτό μολονότι το Freedom δεν είναι κακός δίσκος –τουλάχιστον όχι τόσο. Δεν έχει όμως την ένταση που προσέφερε αφειδώς το Shape Of Punk To Come, εκείνη που, πριν απ’ όλα, σε έπειθε ότι «αυτοί οι τύποι το εννοούν». Λογικό βέβαια, από μία άποψη: οι Refused είναι πλέον 40άρηδες και όχι οι θυμωμένοι πιτσιρικάδες που ηδονίζονταν με τον Guy Debord και τα οδοφράγματα του ’68. Απ’ την άλλη, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα (στο μυαλό μου αβίαστα έρχονται οι Ex) που έχουν καταφέρει να «μείνουν αληθινοί» σε τέτοια αφετηριακά ερεθίσματα, μετασχηματίζοντας παράλληλα την οργή των νεανικών τους χρόνων σε γόνιμες και ανοιχτές μουσικοτροπίες

Οι Refused, από την πλευρά τους, επιλέγουν να ξεκινήσουν το άλμπουμ με το single “Elektra”· ένα τραγούδι που επιχειρεί να επανατοποθετήσει τα πιο catchy στοιχεία της τότε ιδιοσυγκρασίας τους (όπως αυτά συμπυκνώνονται στο “New Noise” του 1998), με τον Lyxzén στο ρεφρέν να προσπαθεί να μας πείσει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει («nothing has changed», μας τραγουδά). Δυστυχώς για τους συντρόφους από το Ούμεο, είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει... Το ευτύχημα είναι ότι το αντιλαμβάνονται νωρίς και δεν κάνουν το Freedom μια ανούσια απομίμηση του παρελθόντος τους. 

Κατεβάζουν λοιπόν ταχύτητα στους ρυθμούς και αφήνουν μόνο κάτι υπολείμματα από τον hardcore εαυτό τους. Βρίσκουν κάτι που μοιάζει με hard rock, το πασπαλίζουν με αναφορές από τον ευρύτερο σκληρό ήχο, δίνουν έμφαση στη μελωδία και τελικώς καταλήγουν να φτιάχνουν έναν ροκ δίσκο, ο οποίος φλερτάρει αρκετές φορές με τα όρια του mainstream. Κανένα πρόβλημα με όλα αυτά. Αρκεί, βέβαια, να οδηγούν κάπου. 

Και μολονότι μπορώ να αναφέρω ορισμένες συνδέσεις που έχουν όντως το ενδιαφέρον τους (π.χ. στα “Destroy The Man”, “Dawkins Christ” και “Useless Europeans”), νομίζω πως σε γενικές γραμμές οι επιλογές των Refused είναι αρκετά κοινότοπες. Περισσότερο κι από εκείνη την ορμή του Shape Of Punk To Come, στο Freedom λείπει η φαντασία, η τόλμη που θα το πάει πέρα από το προφανές. Κι η αλήθεια είναι ότι οι Σουηδοί δοκιμάζουν αρκετές διαφορετικές συνταγές (σε σημείο που ο δίσκος να γίνεται κάπως ανομοιογενής), ωστόσο βρίσκουν ελάχιστες φορές τον τρόπο γίνουν διεισδυτικοί.

Οι δε στίχοι του Lyxzén προσπαθούν και πάλι να υψώσουν ένα κάποιο λάβαρο, όμως κι αυτοί δεν δείχνουν στα καλύτερά τους: πολλές φορές βολεύονται σε ευκολίες ή ανουσιότητες. Μπορεί να θίγουν ορισμένα ενδιαφέροντα ζητήματα –όπως ας πούμε το ότι η πολυθρύλητη κληρονομιά της Ευρώπης δεν είναι μόνον ο Διαφωτισμός (όπως θέλει η ίδια να πιστεύει), αλλά και τα σκοτάδια της αποικιοκρατικής βιαιότητας– το κάνουν όμως με τρόπο που δύσκολα γίνεται πειστικός και εξίσου δύσκολα μπορεί να βρει άλλη χρησιμότητα από ένα δυνητικό γκελ στις ροκ αρένες (βλ. το τραγούδι “Françafrique”). 

Δεν είναι ακριβώς ροκ συνταξιούχων αυτό που παίζουν σήμερα οι Refused. Ακούγεται όμως σαν μία είδους συνθηκολόγηση: μια μουσική που θέλει να φαίνεται σκληρή και επικίνδυνη, αλλά που ξέρει πολύ καλά πως πλέον δεν φοβίζει κανέναν –και πορεύεται μάλιστα έχοντας αυτή τη γνώση. Ως δουλειά που σηματοδοτεί ένα reunion, μου φέρνει στον νου ό,τι στη γλώσσα του μάρκετινγκ ονομάζεται «rebranding»· και θεωρώ πως δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω γιατί το να μου ’ρχονται όροι του μάρκετινγκ ώστε να περιγράψω τη δραστηριότητα κάποιων που αυτοπροβάλλονται ως αντικαπιταλιστές, δεν είναι και το πιο θετικό πράγμα στον κόσμο…

{youtube}4sqx7jGPyTY{/youtube} 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured