Παρότι τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια για τη Natalie Imbruglia και ειδικά στα υπέροχα, μπιρμπιλωτά της μάτια (το βιντεοκλίπ του "Want" κατορθώνει πάντοτε να με γραπώνει, ακόμα και στο mute) δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός πως η κίνησή της να επιστρέψει δισκογραφικά μετά από 6 χρόνια αδράνειας με ένα άλμπουμ αποτελούμενο αποκλειστικά με διασκευές αποτελεί ένα νέο ναδίρ στην ήδη φθίνουσα πορεία της. Στηριζόμενη σε ένα ασθενές concept, βάσει του οποίου επιλέγει να διασκευάσει 12 στον αριθμό τραγούδια προερχόμενα από άνδρες καλλιτέχνες, καταθέτει όχι μόνο τη χειρότερη δική της δουλειά, αλλά ταυτόχρονα και έναν από τους χειρότερους δίσκους διασκευών που έχουν κυκλοφορήσει εδώ και πολύ καιρό.

Κάτι που ίσως αποτελεί από μόνο του κατόρθωμα, μιας και είναι μάλλον σύνηθες φαινόμενο η συντριπτική πλειονότητα αντίστοιχων δισκογραφημάτων –ακόμα και όταν αυτά προέρχονται από καλλιτέχνες πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς– να μην δρέπουν ιδιαίτερες δάφνες ποιότητας. Αποτελούν δε σαφή ένδειξη δημιουργικής πενίας και συχνά διακατέχονται από μια έντονη (εκ)πνοή συνταξιοδοτικού χαρακτήρα. Έτσι λοιπόν, στον βωμό της πρόωρης συμπλήρωσης των απαραίτητων ενσήμων, η Natalie Imbruglia δοκιμάζει κι εκείνη να πατήσει στις συνθετικές δόξες άλλων προς τέρψη της ίδιας. Και αποτυγχάνει εντυπωσιακά.

Θα ήταν ίσως προτιμότερο αν το Male εκκινούσε με μεγαλύτερη δόση ειλικρίνειας, παραφράζοντας το "Instant Crush" σε "Instant Failure" (sic). Όντας ένα από τα καλύτερα τραγούδια του τελευταίου δίσκου των Daft Punk με τη vocoder-heavy περφόμανς του Julian Casablancas να κάνει τη διαφορά, επιλέγεται εδώ ως πρώτο single και βιντεοκλίπ: ως το «ιδανικό» (στερητικό) πρόθεμα της όλης προσπάθειας. Αποτυγχάνει όμως οικτρά να σταθεί στο ύψος του πρωτότυπου, αφού του στερεί όλο το electro-funk μπρίο που το διαπερνάει για χάρη μιας εντελώς πεζής προσέγγισης. Αυτή η έλλειψη φαντασίας χαρακτηρίζει και τον υπόλοιπο δίσκο, όπου μεταξύ άλλων δολοφονείται και το "Friday, I'm In Love" των Cure. Είναι μάλιστα τόσο κακόγουστη η επιλογή της country ατμόσφαιρας και του μπάντζο σολαρίσματος που το κατακλύζει, ώστε μόνο κλαυσίγελο θα προκαλέσει στους οπαδούς του Robert Smith.

Το ίδιο μοτίβο επικρατεί και στο "Canonball" του Damien Rice, αλλά και στα υπόλοιπα alt-folk κομμάτια τα οποία διασκευάζονται εδώ: κάθε ένα μετατρέπεται δηλαδή στο γλυκανάλατο alter-ego του πρωτότυπου, χάνοντας την υποβόσκουσα μελαγχολία, την πικρία και τον πόνο του τραγουδοποιού (στον βαθμό που το καθένα εκπέμπει τέτοια συναισθήματα). Υπάρχουν βέβαια και οι ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν αρκούν για να σώσουν τα προσχήματα. Αυτές φαίνεται να εξαντλούνται γοργά στο "This Summer" του Josh Pyke –το μόνο τραγούδι εδώ που θα μπορούσε και να έχει γραφτεί απευθείας για την Imbruglia– και στο "Naked As We Came" των Iron & Wine, όπου τηρείται ευλαβικά η ορίτζιναλ σύλληψη.

Με το φταίξιμο να μοιράζεται λοιπόν μεταξύ της ίδιας της Imbruglia –τόσο για την ατυχή επιλογή των τραγουδιών που διασκευάζει, όσο και για την πέρα ως πέρα μπανάλ ερμηνευτική απόδοση– της ανεκδιήγητης παραγωγής του Billy Mann και όσων μουσικών πλαισιώνουν την προσπάθεια για τις αδιάφορες έως και ενοχλητικές ενορχηστρώσεις που επιχειρούν, το Male μπορεί με άνεση να χαρακτηριστεί ως απόλυτη αποτυχία. Σίγουρα κυκλοφορούν και χειρότεροι δίσκοι εκεί έξω, λίγοι όμως έχουν μικρότερο λόγο ύπαρξης από αυτό, εν έτει 2015.

{youtube}nkBxRHvdvXM{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured