two . . . three . . . four…

Το εναρκτήριο μέτρημα της φωνής του Springsteen είναι μία από τις ψηλότερες βουνοκορφές στην οροσειρά της Αμερικάνικης μουσικής ιστορίας. Όπως η τρομπέτα του Miles Davis, τα μαύρα γυαλιά του Roy Orbison, τα ακόρντα του Woody Guthrie, τα «Good-God» αγκομαχητά του James Brown, το «whoo» του Marvin Gaye, η μοναξιά του Hank Williams και τα μαύρα ρούχα του Johnny Cash.

Το μέτρημα καλά κρατεί από τον Ιανουάριο του 1973 και ακόμα εδρεύει με καμάρι στο Νιού Τζέρσεϊ. Το Ashbury Park (όπως το Λίβερπουλ ή το Tupelo) ήταν η γενέτειρα και το καινούριο άλμπουμ είναι μία ακόμη –η 18η– στάση μιας πυκνής και μακροημερεύουσαςδισκογραφίας, που έχει ακόμα χιλιόμετρα να διανύσει. Η μετά βαΐων και κλάδων συμμετοχή του Springsteen σε ένα all time super band (που περιέγραψα παραπάνω) και η πιστή κοινότητα όσων ζηλωτών πίνουν νερό στο όνομα του πατριάρχη τους, δίνουν δικαίωμα και κίνητρο στο 63χρονο «Αφεντικό» να κυκλοφορεί από ένα άλμπουμ κάθε χρόνο, με ό,τι υλικό θέλει –είτε με «γυμνά», ακουστικά κομμάτια, είτε με διασκευές, είτε απλά με μια ντουζίνα από νέες συνθέσεις– και κανείς να μην έχει αντίρρηση. Και γιατί να έχει άλλωστε; Ο Bruce έχει κορώνα στο κεφάλι του ότι δεν πρόδωσε ποτέ το κοινό και τις ιδέες του.

Όμως μια κριτική δεν απευθύνεται σε ορκισμένους λάτρεις που λιβανίζουν τον εστεμμένο τους, ούτε σε ορκισμένους συλλέκτες αναμνηστικών, όσους κάνουν ολονυχτίες έξω από τα στάδια, αντιμετωπίζουν τις χαμένες ηχογραφήσεις σαν ιερά δισκοπότηρα και τσακώνονται για το αν στο τάδε σπάνιο bootleg (κάποιας χρονιάς) αλλοιώθηκαν οι στίχοι του “Badlands” στο τελευταίο κουπλέ. Απευθύνεται σε εμάς τους υπόλοιπους, που αδιαφορούμε για outtakes, ηχογραφήσεις κινητού και ανέκδοτα home videos και χρειαζόμαστε περισσότερους λόγους από τη (δεδομένη) πειθώ του Springsteen και την πεπατημένη θεματολογία από «όνειρα» και «υποσχέσεις» για να ασχοληθούμε μαζί του, πόσο μάλλον για ν’ αγαπήσουμε κάποιον καινούριο δίσκο του. Και το High Hopes μας τους προσφέρει.

Το άλμπουμ αποτελείται από αναξιοποίητο υλικό της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο δεν κόπηκε ακριβώς, αλλά δεν βρήκε ποτέ τη θέση του στις τελευταίες δουλειές του Springsteen. Ο παραγωγός Ron Aniello μάζεψε λοιπόν ανολοκλήρωτες ηχογραφήσεις από τα session του Brendan O’ Brian, παραμελημένα demo και σκόρπιες ιδέες που κυοφορούσαν οι λάιβ εμφανίσεις. Τα νοικοκύρεψε, τους έδωσε σχήμα και τους εμφύσησε ζωή. Οι διαυγείς ιδέες του ωθούν το «Αφεντικό» να έχει το χρονικό προβάδισμα των μεγάλων κυκλοφοριών του 2014, βολοδέρνοντας με άνεση στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής και των κανιβαλιστικών της αναγκών.

Το πρώτο μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του High Hopes είναι ότι ο Springsteen δίνει ακόμα μάχη να κρατηθεί σε επαφή με το σήμερα, χωρίς να χολοσκάει να αναπτύξει τάσεις μοντερνισμού. Εκεί που υπερτερεί από τους Rolling Stones (ένα από τα ελάχιστα συγκρίσιμα παραδείγματα) είναι ότι δεν τον αφορά η ανακύκλωση της μυθολογίας του. Εκεί που οι συνομήλικοι του ξεκινούν παγκόσμιες τουρνέ για να παραθερίζουν σε ευρωπαϊκές σουίτες ή εμφανίζονται με μια συνεχή πόζα μεγαλοαστερισμού, ο ίδιος ψάχνει τα «σωτήρια» τραγούδια που θα τον στείλουν να οργώσει ξανά τη σκηνή, με σκοπό την κάθαρση από την ακανθώδη μνήμη των προσφάτως εκλιπόντων μελών της E Street οικογένειας. Επιπλέον, η φωνή του (όπως του Bob Dylan, της Nina Simone ή του Tom Waits) βελτιώθηκε με τα χρόνια και οι αγωνιώδεις διακυμάνσεις εκφράζονται καλύτερα στις ερμηνείες του. Πρέπει να έχεις χάσει μερικές μάχες για να τραγουδάς πιο αληθινά και πρέπει να σε έχει τσακίσει η απόρριψη για να αποκτήσεις αυτοπεποίθηση στο μικρόφωνο. Οι οκτάβες περισσεύουν.

Το άλλο σημαντικό συστατικό είναι η παρουσία του κιθαρίστα Tom Morello, ο οποίος έχει αναπτύξει μια δημιουργική συνδιαλλαγή με τον Springsteen: ο καθένας λειτουργεί και ως αντίβαρο, μα και ως σωσίβια λέμβος για τον άλλο. Με αυτήν λοιπόν την εύστοχη «μεταγραφή», ο Springsteen καταφέρνει να ανακατέψει την τράπουλα των προσδοκιών. Γιατί ο Morello διαθέτει μια ατόφια φιλοσοφία, η οποία αντιλαμβάνεται τα riff και τα σόλο σαν  εξίσωση άλγεβρας· και, χάρη στη βιρτουοζιτέ του, τα κάνει τόσο εθιστικά, ώστε τα επιβάλλει σαν πατρόν απόλαυσης. Σε 8 από τα νέα τραγούδια, ο πειραματισμός της κιθάρας του γίνεται αντικείμενο ευφάνταστης εξερεύνησης και βρίσκεται σε απόλυτη χημεία με τις επάλξεις στα φωνητικά.

Ο Bruce, από τη μεριά του, κρατάει από μία συναισθηματική κορύφωση για κάθε τραγούδι. Δίνει έναν παράξενα «βαλκανικό» τόνο στο ομώνυμο “High Hopes”, δίνει υπερδραματοποιημένο ύφος στο “American Skin” –φέρνει στον νου τις εποχές που ο μπροστάρης ρόκερ ένοιωθε «γεννημένος να τρέχει»– αφήνει να ακουστούν οι παραινέσεις του σαξοφώνου του Clarence Clemons στο “Harry's Place” και φροντίζει να μας θυμίσει τον γήινο συναισθηματισμό του στις μπαλάντες “Down In The Hole” και “The Wall”, οι οποίες μαρτυρούν ότι η «ύβρις» ενός σταρ που στο παρελθόν ήταν μαθημένος στην ταύτιση και στον θαυμασμό έχει φύγει κλοτσηδόν. Ξεχωρίζει επίσης με άνεση το ανυψωτικό “Heaven's Wall”, που πατάει στο gospel συντακτικό με μια υπέροχη ενορχήστρωση, αλλά το χρυσό μετάλλιο ανήκει στο αποστομωτικό επαναδούλεμα του unplugged μανιφέστου “The Ghost Of Tom Joad”, από το 1995. Το τραγούδι (ιερό τοτέμ για τον Morello) απογειώνεται εδώ σε μια εποποιία κοινωνικής διαμαρτυρίας και κιθαριστικού ξεσπάσματος, η οποία θα κάνει και τον πιο αμύητο ακροατή να μειδιάσει ηδονικά.

Οι «Υψηλές Ελπίδες» του Springsteen δεν είναι ασφαλώς φετινές. Έχουν την αφετηρία τους πολλά χρόνια πίσω, στην εποχή που απεγκλωβίστηκε απ’ τα country/rock στερεότυπα για να γίνει κοινωνός των φόβων και των ενοχών της εργατικής τάξης: τότε δηλαδή που μίλησε για προδομένους βετεράνους, για ερειπωμένα εργοστάσια και για πολιτείες-φαντάσματα, εκφράζοντας τις αυταπάτες ενός στείρου πατριωτισμού· όταν αφέθηκε στη μελαγχολική ενατένιση ανοιχτών αυτοκινητόδρομων σαν μόνη φυγή από την κινούμενη άμμο της επαρχιακής σκατούπολης. Το High Hopes εκπληρώνει μερικές ελπίδες ακόμη, κι αν τελικά στερείται της εννοιολογικής ενότητας που πιθανόν φιλοδοξούσε να διαθέτει, ποιος νοιάζεται… «Dream, Baby, Dream» μας ψιθυρίζει στο φινάλε.

Έτσι, το μυστικό PIN για τα «όνειρα» και τις «υποσχέσεις» παραμένει μέχρι και σήμερα τριψήφιο και ευκολομνημόνευτο: είναι τοtwothreefour

 

{youtube}rOPDhoZH91g{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured