Ήταν πολύ εύκολο να απορρίψεις τον Danny Brown στο ξεκίνημα της καριέρας του, εστιάζοντας στη σχεδόν καρτουνίστικη φωνή και στη γενικότερη συμπεριφορά του. Σε αυτήν την παγίδα είχα πέσει και ο ίδιος, όπως φαντάζομαι και αρκετοί ακόμα, όταν το 2011 έβλεπα το δεύτερό του δισκογράφημα (το XXX) να βρίσκει τον δρόμο για αρκετές λίστες «της χρονιάς», αδυνατώντας να καταλάβω γιατί κατάφερνε να συγκεντρώσει τόση προσοχή επάνω του.

Δεν παίρνω πίσω τις σκέψεις μου για εκείνο το άλμπουμ· εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι επιδεικτικά άνισο και όχι και τόσο φιλόδοξο καλλιτεχνικά. Όσο όμως ο Danny Brown προχωρούσε, τόσο πιο δύσκολο γινόταν να τον αγνοήσεις. Και έρχεται τώρα το Old να πάψει (τις περισσότερες από) αυτές τις κουβέντες, φορτωμένο κουπλέ που πετάνε φωτιές, τα οποία –όποτε κάθονται επάνω στα beats των κομματιών– τα αρπάζουν από τα κέρατα, επιβάλλοντας τον ρυθμό τους. Αν δεν δώσεις βέβαια την απαραίτητη προσοχή, θα νομίζεις ότι ακούς κάποιον να μιλάει ακαταλαβίστικα. Αλλά η εστίαση στα λεκτικά δρώμενα αποκαλύπτει έναν MC που οδηγεί τη ροή των τραγουδιών, όχι το αντίθετο. Έναν MC που διαθέτει εκείνο το ιδιαίτερο, ξεχωριστό στοιχείο, στη βάση του οποίου απαιτεί την προσοχή. Γιατί ο Danny Brown επιδεικνύει εδώ κάτι που πολλοί νέοι συνάδελφοί του στερούνται: τη θέληση για καινοτομία, για άπλετη τόλμη, για ένα γενικότερο όραμα περί του πού επιθυμεί να βρεθεί μουσικά.

Το ανορθόδοξο στυλ του στο μικρόφωνο βοηθάει για τέτοια μουσικά πειράματα, καθώς μπορεί να αντεπεξέρχεται τόσο στα χαμηλότονα και πιο παραδοσιακά ακούσματα, όσο και στις πιο ηλεκτρονικές, επιθετικές στιγμές. Στιγμές της δεύτερης κατηγορίας συναντάμε μάλιστα αρκετές στο Old, καθώς γίνεται ένα αβίαστο μπλέξιμο μεταξύ της golden era παράδοσης του αμερικάνικου χιπ χοπ και των electronica εξελίξεων. Καταλήγουμε έτσι σε ένα χαρμάνι σύγχρονης μαύρης μουσικής, το οποίο λοξοκοιτάει προς ετερόκλητες μεριές (trap, bass music, ανατολίτικα στοιχεία, εκλεκτικό funk) χωρίς να ξενίζει με την πολυσυλλεκτικότητά του. Τα εύσημα βεβαίως για το αμιγώς μουσικό μέρος λαμβάνουν, πέρα του Brown, μερικά πολύ σημαντικά ονόματα που βρίσκονται πίσω από τις κονσόλες του Old: A-Trak, BadBadNotGood, Oh No, Paul White & Rustie.

Θα μπορούσες ίσως να πάρεις τον Danny Brown για τσαρλατάνο, για καρικατούρα ή απλά για κάποιον που ζει σε μια παράλληλη πραγματικότητα, στο μυαλό του. Είναι όμως τελικά στη βάση αυτού ακριβώς του εξτραβαγκάντ χαρακτήρα που χτίζεται μια περσόνα η οποία δύσκολα δεν θα σου τραβήξει το ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα, αναλαμβάνουν ασφαλώς οι ικανότητες στο μικρόφωνο να προσφέρουν την ουσία, δίνοντας καλλιτεχνική υπόσταση σε ό,τι επιχειρεί να οικοδομήσει ο 32χρονος ράπερ. Επιπλέον, στο Old επιδεικνύει και εξαιρετικό «αυτί», χάρη στο οποίο βρίσκει τις μελωδίες εκείνες που μπλέκουν –όπως είπαμε– το χιπ χοπ με την ηλεκτρονική μουσική, δημιουργώντας έτσι ένα μουσικό χαλί ατόφιας τρέλας, ιδανικό για τη φιλοξενία των ιδιόμορφων raps του.

Είναι η πρώτη φορά που τα δύο αυτά στοιχεία της τέχνης του συναντώνται τόσο αρμονικά μεταξύ τους. Ωθώντας έτσι τον Brown όχι μόνο στο καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο δισκογράφημα που έχει μέχρι τώρα κυκλοφορήσει, αλλά και σ' ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς που μόλις μας άφησε.

{youtube}KXfCpYIFsHY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured