Αλήθεια, υπάρχει αμφιβολία πως αν δεν είχε προηγηθεί ο καινούργιος μετά από χρόνια δίσκος των Daft Punk μερικούς μήνες νωρίτερα, το Reflektor θα έτρεχε μόνο του στην κούρσα για το πιο αναμενόμενο άλμπουμ της φετινής χρονιάς; Δίσκο με τον δίσκο εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, ο μύθος των Arcade Fire χτιζόταν όλο και περισσότερο, με το Suburbs του 2010 να βάζει την πάλαι ποτέ indie αποκάλυψη στις αρένες, πραγματοποιώντας το εμπορικό άνοιγμα που προφανώς επεδίωκαν και οι ίδιοι –και που δεν θα τους συγχωρήσουν ποτέ οι πιουρίστες της indie κοινότητας.

Λίγο το ότι στην παραγωγή του Reflektor έβαλε το χέρι του ο James Murphy, λίγο ότι το συγκρότημα μεταφέρθηκε στην Τζαμάικα για κάποιες ηχογραφήσεις, συν την ανακοίνωση ότι ο νέος δίσκος θα ήταν διπλός, δεν ήθελε και πολύ να ξεκινήσει η κουβέντα. Ειδικά από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο προάγγελος του νέου πονήματος των Καναδών, το single "Reflektor", το οποίο παίχτηκε πολύ, συζητήθηκε πολύ, διαφημίστηκε ακόμα περισσότερο. Σε προσωπική πάντως βάση δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, με αποτέλεσμα να έχω χαμηλές προσδοκίες για το άλμπουμ. Δεν έχουμε άλλωστε ακούσει τέτοια –και καλύτερα– πράγματα από τους LCD Soundsystem στο παρελθόν;

Τις προσδοκίες αυτές τις επιβεβαίωσαν οι πρώτες ακροάσεις, στις οποίες το Reflektor έδειξε ως ένα ογκώδες ηχογράφημα χωρίς σαφή κατεύθυνση, παρά την παρουσία ορισμένων τραγουδιών ικανών να σε κερδίσουν άμεσα ("You Already Know", "We Exist"). Και ίσως πολλοί μουσικόφιλοι να μείνουν τελικά σε τέτοιες αρχικές εντυπώσεις. Ωστόσο, όσο ο αριθμός των ακροάσεων αυξανόταν, τόσο αναδεικνύονταν ολοένα και περισσότερο χάρες και μικρολεπτομέρειες από εκείνες που κάνουν τη διαφορά, ειδικά σε πιο εσωστρεφή κομμάτια –όπως λ.χ. το “Awful Sound (Oh Eurydice)” με τις Mercury Rev αποχρώσεις ή το βραδυφλεγές “Afterlife”. Χώρια το οργιαστικό τελείωμα του “Normal Person” ή το ύπουλα υποβόσκον γκάζι του “It's Never Over (Oh Orpheus)”, στιγμές προορισμένες ν' ακουστούν κατά κόρον στα εγχώρια indie στέκια.

Κι έλα που το άλμπουμ δεν σταματάει στα παραπάνω, αλλά προσπαθεί και για το βήμα παραπάνω, για να χωρέσει όσες περισσότερες ιδέες μπορεί στα 75 του λεπτά. Ακόμα κι αν αυτές δεν έπρεπε τελικά να βρεθούν εκεί. Γιατί ένα σημαντικό μέρος της διάρκειας του Reflektor ξοδεύεται ομολογουμένως σε μέτρια έως και αδιάφορα τραγούδια ή σε πειράματα και ηχητικές δοκιμές, που στην πράξη είτε δεν λειτουργούν, είτε τραβάνε αχρείαστα σε μήκος, χάνοντας έτσι το όποιο αρχικό ενδιαφέρον. Είναι επικίνδυνα τα νερά ενός διπλού άλμπουμ και λίγοι καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να τα διασχίσουν αλώβητοι. Τα δύο "Here Comes The Night", το "Supersymmetry", το "Flashbulb Eyes" και το κρυφό δεκάλεπτο track πριν το "Reflektor" είναι χαρακτηριστικές αποκλίσεις, οι οποίες αποδεικνύουν πως η εισαγωγή νέων ηχητικών στοιχείων ή η στροφή ενός καλλιτέχνη σε διαφορετικές κατευθύνσεις μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ αν το τελικό προϊόν δεν συναρπάζει. 

Είναι λοιπόν διχαστικό το τέταρτο άλμπουμ των Arcade Fire, καταδικασμένο να απορριφθεί εύκολα και εξίσου εύκολα να ανακηρυχτεί σε «αριστούργημα». Το παρατηρώ άλλωστε και στον ίδιο μου τον εαυτό: τη μια θέλω να το αγαπήσω χωρίς ενδοιασμούς –ακόμα και με τα εμφανή του ελαττώματα– την άλλη δυσανασχετώ μαζί του, κεντράροντας στις περιττές στιγμές και σκεπτόμενος πως αποτελεί κλασικό παράδειγμα μη ξεσκαρταρίσματος των ιδεών πίσω από τη δημιουργία του.

Ακόμα όμως κι αν οι επιλογές των Arcade Fire χαντάκωσαν το Reflektor, αφήνοντάς το σε ένα έκδηλα άνισο επίπεδο, μέσα του κρύβεται τελικά ένας πολύ ωραίος δίσκος. Στον οποίον δεν θα επιστρέψεις μεν για επανειλημμένες, συνολικές ακροάσεις, θα παίξεις εντούτοις ξανά και ξανά μεμονωμένα τραγούδια του. Για την ιστορία, αν στο site βάζαμε και μισά στις βαθμολογίες, τότε το Reflektor  θα με ανάγκαζε να του χαρίσω ένα... 

 

{youtube}r75BFcH4u2k{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured