«Καταφέρνει» κάτι παράδοξο αυτό το τρίτο LP του Δανού παραγωγού Andres Trentemøller: να τινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του αντιγράφου, αλλά να μην πείθει και ως πρωτότυπο. Να αποτυπώνει δηλαδή μια κίνηση και ταυτόχρονα να υποδηλώνει μια ακινησία· κάπως σαν να περπατάει κάποιος στο κατάστρωμα ενός αγκυροβολημένου πλοίου: όσες βόλτες και να φέρει, το τοπίο γύρω του θα μένει πεισματικά ίδιο.

Είναι γεγονός ότι στο Lost η τραγουδοποιητική φλέβα την οποία ο Trentemøller ανακάλυψε στο προ τριετίας Into The Great Wild Yonder, χαίρει πλέον εκτεταμένης φροντίδας. Μαζί έρχεται και μια τάση προς το electro-pop να ολοκληρώσει την ψευδαίσθηση της κίνησης. Ψευδαίσθηση, γιατί είναι αμφίβολο εάν αυτές οι διαφοροποιήσεις (ή άλλες λιγότερο σημαντικές) προσθέτουν κάτι νέο σε ό,τι ήδη γνωρίζαμε για τον Δανό παραγωγό, αν τον οδηγούν σε περιοχές άλλες από εκείνες που έχει ήδη εξερευνήσει παλαιότερα –ή έχει έστω ψηλαφίσει. Το ότι στο Lost, υπό μία έννοια, στέκεται κάπως πιο ευθύς απέναντι στον indie ή στον ποπ εαυτό του, δεν συνιστά δα και καμιά σημαντική μεταστροφή: είναι ζήτημα που έγκειται περισσότερο στη δοσολογία και όχι τόσο στην ουσία. Συν τοις άλλοις, προς αυτήν την κατεύθυνση λαμβάνει και την κατάλληλη υποστήριξη, συνεργαζόμενος λ.χ. με τους Low ή με τραγουδιστές/τριες όπως ο Jonathan Pierce των Drums, η Kazu Makino των Blonde Redhead ή η Sune Rose Wagner των Raveonettes. Ούτε αποτελεί καμιά ιδιαίτερη καινοτομία το ότι χρησιμοποιεί τα φωνητικά όχι μόνον ως μέσο προς την indie μελαγχολία, αλλά και σε περισσότερο εμπροσθοβαρείς περιστάσεις (βλ. το “Deceive”, στο οποίο συμμετέχει η Wagner ή το “River Of Life” με τους Ghost Society). 

Από την άλλη, είναι στα όρια του αυτονόητου ότι δεν έχει απολέσει τα χαρακτηριστικά που πίσω στο 2006 είχαν κάνει αρκετούς να μουρμουράνε και να τον βολιδοσκοπούν ως τον ανερχόμενο εναλλακτικό αστέρα της χορευτικής κουλτούρας (δικαίως, αν φέρει κανείς κατά νου το Last Resort ή αν ανακαλέσει τις τότε ζωντανές του εμφανίσεις). Την στιγμή ειδικά που –παράλληλα με το τραγουδιστικό άνοιγμα– διατηρεί και τον ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη ορχηστρικών συνθέσεων. Το αν έχει εξελίξει αυτά τα χαρακτηριστικά, όμως, σηκώνει και πάλι συζήτηση. Το Lost βλέπετε είναι δίσκος ο οποίος επιχειρεί συντμήσεις· περισσότερο ανακαλεί δηλαδή, παρά ανιχνεύει. Και –όπως συχνά συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις– τείνει να απαλείφει τις αιχμές των επί μέρους στοιχείων, παρά να εξαντλεί τη συλλογιστική τους.

Παρ' όλα αυτά, ο Trentemøller δεν βαλτώνει αγκαλιά με τις στρογγυλεμένες του άκρες. Καλύτερος (για τα δικά μου τουλάχιστον γούστα) όταν θυμάται εκείνη την open-plan αρχιτεκτονική του (βλ. κυρίως το “Morphine”), αλλά και επαρκής ως beat-maker (βλέπε λ.χ. το “Still On Fire”), πειστικός όταν ακολουθεί τους Low στο αργόσυρτο σύμπαν τους (“The Dream”) και με σωστές αποστάσεις μεταξύ electro-pop και glitch στο “Deceive”. Κι όπου κάτι αντίστοιχο δεν είναι αρκετό, ρετουσάρει τα κομμάτια καταλλήλως ώστε να καμουφλάρεται (ή τέλος πάντων να έρχεται σε δεύτερη μοίρα) η απλοϊκότητα ορισμένων συνθετικών επιλογών.

Παραμένει βεβαίως δεδομένο πως σε όποιο σημείο του Lost κι αν προσγειωθεί κανείς δεν θα βρεθεί σε terra incognita· θα ήταν άδικο ωστόσο να μην παραδεχθείς πως πρόκειται για ένα σύνολο από γενικώς καλοφτιαγμένα κομμάτια. Με ελάχιστες μεν κορυφές, αλλά και με εξίσου σπάνια την καταβύθιση στην ανυποληψία. 

{youtube}liHjofQBAeM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured