Στα πλαίσια της αποχαιρετιστήριας περιοδείας του 2000 κινηματογραφήθηκε το περιεχόμενο αυτού του DVD. Και περιέχει, σε μουσικό επίπεδο, τους λόγους που, έναν μήνα πριν, ο Billy Corgan είχε ανακοινώσει τη διάλυση της μπάντας. Το γιατί θα το διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε παρακολουθήσει το live των Κολοκύθων το βράδυ της (Παρασκευής της) 30ης Ιουνίου, στο φημισμένο θέατρο Budokan του Τόκιο.

Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μία μεγάλη μπάντα σε αποσύνθεση, είναι παρόντα. Τουτέστιν, η ηλιοκεντρική φόρμα των Pumpkins έχει εξοκείλει. Ο Corgan, χαρακτηριστικά, έχει δικαίωμα να κολλάει την προσωπική του κάμερα στις παρίες του James Iha την ώρα που αυτός μιλάει –λίγο πριν το τέλος– στο κοινό, ενώ, αν υπήρχε ισότητα, είναι σίγουρο ότι θα είχε προσγειωθεί καντήλι στη γυμνοκεφαλή του. Φανταστείτε λ.χ. κάτι τέτοιο να είχε γίνει σε μία μη προσωποπαγή μπάντα, όπως π.χ. οι Deep Purple επί εποχής Ritchie Blackmore: ακόμα θα έτρεχε ο Gillan. Πάντα ήταν βέβαια γνωστή η έπαρση του Corgan (δεκτόν, αλλά όχι σεβαστό) αλλά όταν κάτι τέτοιο φτάνει, όπως εδώ, σε τέτοια σημεία, τα πράγματα έχουν πάρει τη λάθος στροφή.

Όμως η έπαρση του ηγήτορά τους δεν είναι το μόνο πρόβλημα των Smashing Pumpkins στο Live In Tokyo. Η (έτσι κι αλλιώς περιορισμένη) κινητικότητά τους είναι μειωμένη σε βαθμό που σε κάνει σχεδόν να βαριέσαι. Και σε αυτό δεν βοηθάει καθόλου η φτωχή σε ιδέες σκηνοθεσία, ούτε και το μοντάζ του εγχειρήματος αποτύπωσης της συναυλίας –παρόλο που καταμέτρησα τουλάχιστον 3 κάμερες επί σκηνής και άλλες 4 διάσπαρτες στον χώρο. Τα τραγούδια πάλι, ενίοτε κινούνται λες και η μπάντα έχει επιθέσει νέφτι πάνω τους... Και, φυσικά, έτσι καταστρέφονται οι μεσαίας λογικής ρυθμολογίες τραγουδιών όπως το “Cherub Rock”, στοιχείο που αντικειμενικά είναι από όσα ορίσανε την υπέρμετρη ομορφιά του στην πρώτη (στουντιακή) του εκτέλεση. Τα φώτα επίσης είναι μεγαλεπήβολα, χωρίς ωστόσο να εμπεριέχουν εμπνεύσεις όσον αφορά στον τρόπο που πλαισιώνουν τα κομμάτια. Απλά αποθεώνουν, με κλασικούς τρόπους του στυλ «στρόμπο σε 1-2 σημεία και δαφνοστεφάνωμα από πανσπερμία χρωμάτων». Κλασική δηλαδή τυπολογία αμερικάνικου συγκροτήματος, η οποία είναι τόσο βαρετή όσο ακούγεται.

Επιπλέον, ο Corgan αποδεικνύεται φάλτσος σε βαθμό κακουργήματος. Ειδικότερα στο “Bullet With Butterfly Wings” σου έρχεται να κλείσεις το DVD player, απλά. Υπάρχουν επίσης, πάνσπερμα, κλισέ σημεία αμερικάνικης αρενολογίας, τύπου κραυγάζουμε/παροτρύνουμε το κοινό να κάνει το ίδιο, ατελείωτα «ευχαριστώ» (με τον Corgan πάντως να ακούγεται, η αλήθεια είναι, αρκετά ειλικρινής), ενώ ο Iha αφήνεται σε μια ακατάσχετη πολυλογία χωρίς κανένα σχεδόν θέμα προς επικοινωνία, παρεκτός του ότι λαμβάνει το δικαίωμα της εκτενούς παρουσίας στο μικρόφωνο ένεκα Ιαπωνίας –αν και ως γνωστόν μιλάει ελάχιστα τη γλώσσα. Τέλος, δεν ακούγεται ούτε ένα τραγούδι από το Gish, περίεργο αν όχι λάθος από τη στιγμή που μιλάμε για αποχαιρετιστήρια περιοδεία.

Όχι πως δεν υπάρχουν και ορισμένα θετικά στοιχεία στο Live In Tokyo. Ο Jimmy Chamberlin, ως γνωστόν, είναι εξαίρετος drummer και το δείχνει σε κάθε στιγμή της συναυλίας χωρίς περιττά χτυπήματα (πόσα εξάλλου θα μπορούσε ακόμα να χωρέσει;). Παράλληλα υπάρχει –και κοσμεί τη σκηνή– η πάντα υπέροχη (σε θωριά, ντύσιμο, συμπεριφορική, κινησιολογία, ακόμα και στο εκπληκτικό χρυσοποίκιλτο Fender μπάσο το οποίο ακονίζει κάποια στιγμή) Melissa Auf Der Maur. Και υπάρχει και μια θαυμάσια εκτέλεση στο “1979”, και είναι αυτό που σώζει τις εντυπώσεις, ακριβώς επειδή κλείνει τη συναυλία. Ας σημειωθεί ακόμα πως το υλικό είναι αρκετό –σχεδόν 2 ώρες παρά 10 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα διαρκεί το DVD, αποφεύγοντας στο τσακ τον τίτλο της αρπαχτής. Διότι, κατά άλλα, δεν υπάρχει ούτε το κλασικό μενού για αυτόνομη επιλογή τραγουδιού (αν και οι τίτλοι σκάνε ευφυώς ως λεζάντες, όταν πέφτουν οι πρώτες νότες κάθε σύνθεσης), ενώ ο ήχος και η εικόνα λαμβάνουν το παράσημο της «τραγικότητας», με θάρρος και παρρησία. Η εικόνα ειδικά έχει έναν κακώς εννοούμενο κόκκο. Για το μοντάζ τα είπαμε πιο πάνω, ο ήχος τώρα πικάρει και ανεβοκατεβαίνει, ενώ η μίξη είναι ισάξια απόφοιτου ΙΕΚ ηχοληψίας.

Οι Pumkins πάντως το διασκεδάζουν επί σκηνής… Μα άλλο τόσο φανερό είναι ότι αυτή η απόλαυση είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με το αίσθημα της αποθέωσης, όχι της δίψας για καταξίωση και δημιουργία. Λογικό, επειδή είναι η αποχαιρετιστήρια τουρνέ μιας μπάντας που βρέθηκε σε συνθετικό αδιέξοδο και γι’ αυτό επέλεξε την έξοδο. Billy Corgan has left the building, ίσως και (δυστυχώς) για πάντα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured