Αν, όπως εγώ, έχεις μεγαλώσει με τους δίσκους των Alan Parsons Project, των (ύστερων) Pink Floyd, του Giorgio Moroder, τα σάουντρακ για τις ταινίες Midnight Express και Scarface και το “I Feel Love” της Donna Summer, είσαι ένας από εμάς. Αν όλα τα παραπάνω δεν σου λένε απολύτως τίποτα, δες τι βαθμό έβαλα στο εν λόγω άλμπουμ και κατόπιν βρίσε με ανερυθρίαστα: δεν περιμένω να με καταλάβεις.

Το χαρακτήρισαν ως «the most anticipated album of 2010» επειδή οι δυο τύποι που απαρτίζανε μέχρι πρότινος τους Aeroplane –ο Βέλγος Vito De Luca κι ο Ιταλός Stephen Fasano– είχαν επιδοθεί σε μια σειρά από εξίσου «πολυαναμενόμενα» remixes κατά το 2008 και 2009 (θυμήσου π.χ. το “Paris” των Friendly Fires). Ο Ιταλός την έκανε τελικά το καλοκαίρι, κι έμεινε ο De Luca ως πρώτος κυβερνήτης του οχήματος, να ορίζει τη μουσική του πορεία χωρίς συγκυβερνήτη.

Αυτό που κατάφεραν οι Aeroplane στο We Can’t Fly είναι άξιον απορίας: έκαναν ένα άλμπουμ το οποίο δεν είναι ντίσκο (ενώ ακούγεται καταφανώς έτσι), ούτε ελιτίστικα εναλλακτικό (παρόλο που κινείται στις παρυφές του), ούτε electro pop (αν και η παραγωγή μιλάει από μόνη της): το We Can’t Fly έχει τα πάντα –«και τίποτα», όπως σπεύδει να υπερτονίσει η έγκυρη (και έγκαιρη) κριτική του «πώς-καταντήσαμε-ρε-Pitchfork-ποιος-είμαι-εγώ-ποιο-είσαι-εσύ». Και κυρίως τα έχει στις σωστές ποσότητες, δηλαδή εν αφθονία, ήτοι σε στρώματα ήχου –layers– το ένα πάνω από το άλλο, όπως επιτάσσει το γαργαντουανικό μουσικό credo του ηγήτορα της italo disco, πατέρα Moroder.

Το άλμπουμ ξεκινάει με το “Mountains Of Moscow” κι αμέσως καταλαβαίνεις πού το πάει το παστέλι ο De Luca: σε εκείνες τις over the top παραγωγές των Alan Parsons Project, ειδικά στα πέντε οριακά τους άλμπουμ των τελών των 1970s (Tales Of Mystery And Imagination, I Robot, Pyramid, Eve και The Turn Of A Friendly Card). Οποιαδήποτε ομοιότητα με το εναρκτήριο “Genesis” στο άλμπουμ Cross των Justice κάθε άλλο παρά συμπτωματική να τη θεωρήσετε, αφού τα δυο συγκροτήματα μοιράζονται κοινές μουσικές ρίζες. Το δεύτερο κι ομώνυμο κομμάτι του We Can’t Fly είναι κάτι μεταξύ 10cc εποχής “Dreadlock Holiday” και Police, αν ο Sting σταματούσε να πίνει πράσινο τσάι, έκανε λιγότερο ταντρικό σεξ κι έπαιρνε speed μαζί με τον Lemmy. Οι κιθάρες ακούγονται πάλι σαν να βγήκαν από το Final Cut των Floyd (των οποίων μέγας οπαδός είναι ο De Luca) κι αν μου έλεγαν πως παίζει ο ίδιος ο Gilmour με την αγαπημένη του Sunburst Fender Stratocaster θα το πίστευα –ο ήχος είναι κοπιαρισμένος τονικότητα προς τονικότητα. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Το MOR-rock του “Superstar” οδηγείται από ένα πιάνο α-λα-Billy Joel εποχής Glass Houses, αλλά στο τέλος αλλάζει προς το ηλεκτρονικότερο και κάπου εκεί, με τη χρήση του vocoder, μπαίνει ολοκληρωτικά στην εξίσωση και η μοροντερική επιρροή. Το “London Bridge”, με τη σειρά του, ανήκει στην κατηγορία «άκουσα το σάουντρακ του Εξπρές Του Μεσονυχτίου κι επειδή είναι τόσο τέλειο, βαρέθηκα να κάνω κάτι δικό μου, οπότε απλώς το αντέγραψα». Μετά, πάρε το “I Don’t Feel”, στο οποίο στρατολογείται –μετά από δεν ξέρω κι εγώ πόσα χρόνια– το χρυσό γυναικείο λαρύγγι που μας έδωσε ένα από τα 10-15 καλύτερα τραγούδια στην ιστορία του ροκ: η Mary Clayton (έκανε τα δεύτερα φωνητικά στο “Gimme Shelter”) «I hear the footsteps drop and I knock on the doooooor», αγνοώντας ντεσιμπέλ, ώρες κοινής ησυχίας, μπάτσους, γέρους που κοιμούνται στον πάνω όροφο και λοιπά. Το “The Point Of No Return” (ακόμη μια MOR αναφορά σε μπάντες τύπου Kansas) ακούγεται σαν οι Alan Parsons εποχής “Damned If I Do” να αγκομαχούν ιδρωμένοι πάνω από τις κασέτες του σάουντρακ του Scarface –χωρίς ταυτόχρονα να μένουν αμέτοχοι από όλες εκείνες τις παράνομες ουσίες οι οποίες οδήγησαν τον Tony Montana στην αδελφοκτονία. Ας προσπεράσουμε πιο κάτω τα “Good Riddance” και “Without Lies”, τα μοναδικά αδιάφορα τραγούδια του άλμπουμ, ρίχνοντας μια ακρόαση στο “Fish In The Sky” –κυρίως λόγω των φωνητικών του Nicolas Ker των Poni Hoax– και φτάνοντας στο “My Enemy”. Όπου συμπεραίνουμε πως, σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο De Luca κάνει απόσβεση τόσων και τόσων ετών εξ’ αποστάσεων μαθητείας δίπλα στα άλμπουμ του Moroder: δραματικά έγχορδα σκάνε σαν τσουνάμι πάνω από balearic beats, γεφυρώνοντας την ηλεκτρονική χασμωδία 20 ετών ανάμεσα στο E=MC² του Giorgio και στο Dig Your Own Hole των Chemicals. Σίγουρα το καλύτερο instrumental κομμάτι του 2010.

Αν το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν μια κινηματογραφική ταινία, θα ήταν σίγουρα το Anchorman: The Legend Of Ron Burgundy του Adam McKay, ένα φιλμ του 2004 που χρησιμοποιεί όλα τα, ενδεχομένως και γελοία, 1970s στερεότυπα για να βγάλει γέλιο (και μουσική ηδονή) στο παρόν. Στο είπα, άλλωστε: αν πιστεύεις ότι τα αγαπημένα μας άλμπουμ (ή ταινίες) πρέπει να είναι και λίγο cheesy κατά βάθος, είσαι δικό μας παιδί...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured