Έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που ο Peter Gabriel κυκλοφορησε το τελευταίο του κανονικό album... Σήμερα το εμπορικό του status δεν είναι το ίδιο, γι' αυτό και η νέα του κυκλοφορία δεν συνοδεύεται πλέον με τον ίδιο θόρυβο, όμως υπάρχουν οι παλιοί φίλοι που και τι δεν θα 'διναν για μια σεβαστή δισκογραφική κατάθεση. Μέσα σ'αυτό το πλαίσιο είναι σίγουρο ότι ο Peter Gabriel δεν απογοητεύει. Το νέο lp του δεν πρόκειται να τον συστήσει σε νέους ακροατές, αλλά διαθέτει την ποιότητα για να αναγκάσει τους middle-aged πλέον fans να χαμογελάσουν με νόημα κι ευχαρίστηση.

Δύο είναι τα επίθετα που μου έρχονται στο μυαλό μετά τις πρώτες, επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Σκοτεινή και πυκνή. Ο Peter Gabriel δεν προσπαθεί να εισέλθει στο εθνομουσικολογικό χάος της Real World, αλλά ούτε και το απορρίπτει. Συνδυάζοντας την επιστρωματική καταγραφή του "Us", τις ατμοσφαιρικές βάσεις των "Security" και "Birdy", αλλά με λιγότερη αμεσότητα και prog διάθεση (είναι ίσως η πιο prog solo δουλειά του), μας προσφέρει ένα πολύ αξιόλογο σύνολο. Δεν είναι άλλωστε και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου να προσπαθείς να βρεις κοινό άξονα αναφοράς σε ένα album δέκα χρόνων δημιουργίας και αμέτρητων εμπειριών, συναισθηματικών σκαμπανευασμάτων και μουσικών κολλημάτων. Ίσως η μόνη κοινή συνισταμένη να είναι η τελειομανία, η ατέλειωτη δουλειά και η σκοτεινή, σχεδόν κλειστοφοβική, ανά στιγμές, διάθεση.

Σε κομμάτια, μάλιστα, όπως το εναρκτήριο "Darkness" τα ηχοτοπία αγγίζουν τις εξάρσεις του Trent Reznor, αλλά μη νομίζετε ότι το παρατραβάει. Η 80s ευφορία που βγαίνει ευθύς αμέσως καταλαγιάζει τον ανυποψίαστο στην αρχή ακροατή. Σιγά σιγά το όραμα που είχε ο Peter γι' αυτό το album γίνεται πιο ευδιάκριτο. Είναι περισσότερο μια καταγραφή μιας δύσκολης ανθρώπινης πορείας, με τις πολλές δυσκολίες της, τα ευχάριστα διαλείμματα, αλλά και τις καταστροφικές εξάρσεις, είτε προέρχονται εκ των έσω, είτε εκ του περιβάλλοντος.

Έτσι λοιπόν ακολουθεί ο δυνατός ρυθμός και το σχεδόν funk groove του "Growing Up", η soulful, γαλήνια ακτινοβολία του "Sky Blue", η συνέχειά του με το πιο world "No Way Out", με το φόβο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου να πλανάται και φτάνουμε στο καταπληκτικό "I Grieve" (αρχικά γραμμένο για το soundtrack του "City Of Angels") που θυμίζει την ατμόσφαιρα μετά από καταστροφή ή θανάτο και αλλάζει ξαφνικά tempo και γίνεται μια καθόλα ευφορική γιορτή της ζωής. Με το διάλειμμα του πραγματικά κακού και παρωχημένου "The Barry Williams Show", που ήταν και πρώτο single (!?), ακολουθεί το Pink Floyd αίσθημα από το "My Head Sounds Like That", με ένα μικρό διάλλειμμα industrial έκρηξης. Οι τόνοι ανεβαίνουν στο αξιοπρεπές "More Than This" για να πέσουμε με τη μία στον ιμπρεσσιονιστικό τοίχο του "Signal to Noise", ένα tribute στον μακαρίτη Nusrat Fateh Ali Khan, που προσθέτει τις φωνητικές του ακροβασίες σε θαυμάσια έγχορδα.

Όπως αντιληφθήκατε, δεν έχουμε σαφώς να κάνουμε με ένα party album, αλλά αντίθετα οι επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις του φόβου και του θανάτου αρκούν από μόνες τους και χωρίς τη μουσική για να μας πουν τι είναι εν τέλει το "Up". Eίναι γεμάτο τραγούδια που γράφτηκαν μέσα από και για το πέρασμα του χρόνου και την ωριμότητα, τραγούδια που μιλούν για νοητικά ταξίδια σε μέρη υπαρκτά ή μη, για το θάνατο, τη διαστροφή της popular κουλτούρας. Η ανησυχία είναι έκδηλη, η κλεισούρα επίσης, κι αυτό που προσφέρει στον εαυτό του είναι ένα άερινο χάδι στο πέρασμα του χρόνου. Δυστυχώς είναι και μια overproduced και καθόλου λιτή (ούτε και σε χρόνο, αφού το επτάλεπτο μοιάζει με standard για τα κομμάτια του) άσκηση σε σοφιστικέ δημιουργίες με πλήθος φωνών, παραμορφώσεων, εγχόρδων, κρουστών, πολύ ελαφρών ethnic γεύσεων και προοδευτικών αναμνήσεων, πάντα με ελάχιστες αποκλίσεις από το ιδιαίτερο ηχητικό πλέγμα που φωνάζει από μακριά ότι πατέρας του είναι ο Gabriel. Ένα βραδυφλεγές album για ένα ειδικό κι εκπαιδευμένο κοινό, που προφανώς δεν χρειάζεται τις συστάσεις του Avopolis για να το αποκτήσει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured