Στις σημειώσεις του “Everyday” των Λονδρέζων The Cinematic Orchestra, o σπουδαίος βρετανός ραδιοφωνικός παραγωγός, dj και ιδρυτής της Talkin’ Loud, μεταξύ άλλων, ο Gilles Peterson, γράφει ότι δεν υπάρχει χώρος για να αναπνεύσεις μέσα σε σε αυτό το album. Ο guru του Worldwide έχει δίκιο, και ποιος είμαι άλλωστε εγώ για να διαφωνήσω μαζί του;

Πάρα πολύ σπάνια συναντάμε τα τελευταία χρόνια μία δισκογραφική κυκλοφορία τόσο δεμένη, τόσο πλούσια και καλοδουλεμένη όσο το τελευταίο πόνημα της μουσικής κολεκτίβας σπουδαίων,κυριολεκτικά, καλλιτεχνών υπό την αριστοτεχνική μαεστρία πάντα του συνθέτη/παραγωγού/πολυμουσικού Jason Swinscoe. Δεν θα είναι ψέματα αν απερίφραστα υποστηρίξω ότι το “Everyday” έχει περισσότερα κοινά ως μουσικό έργο με τις διαχρονικές ηχογραφήσεις των Miles Davis και Gil Evans εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ή τα μεγαλοφυιούς εμπνεύσεως και συλλήψεως έπη του Sun Ra και της ορχήστρας του, παρά με οποιαδήποτε άλλη ηχογράφηση των δεκαετιών που ακολούθησαν και προηγήθηκαν.

Χωρίς βέβαια να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι The Cinematic Orchestra παρελθοντολογούν και βαδίζουν χωρίς δημιουργικότητα πάνω στις κλασσικές αυτές ηχογραφήσεις. Αντίθετα, μοιάζουν σαν να έχουν συνειδητοποιήσει την ιστορική και καλλιτεχνική συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα στις κλασικότροπες ενορχηστρώσεις, στον jazz αυτοσχεδιασμό, στη Soul της Philadelphia, στο νεοϋορκέζικο hip hop , και την σύγχρονη ταυτότητα της ηλεκτρονικής μουσικής επανάστασης. Όλα αυτά περασμένα και φιλτραρισμένα μέσα από το μάτι, την αισθητική και την ιδιάζουσα πνευματική ιδιοσυγκρασία του street-wise μουσικού του 2002.

Μέσα στα 60 και κάτι λεπτά που διαρκούν οι 7 συνθέσεις που απαρτίζουν με απόλυτη συνοχή και συνέχεια το “Everyday” δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο που να πηγαίνει χαμένο, ούτε μία στιγμή που να περνάει χωρίς αναλυτική αξιοποίηση. Από τα πρώτα αρπίσματα του Rhodri Davis, που είναι αδύνατον να μην φέρνουν στο νου την Θεά Alice Coltrane, έως την στιγμή που μπαίνει η φωνή της θρυλικής Fontella Bass στο “All That You Give” που ανοίγει το album, o ανυποψίαστος ακροατής έχει την δυνατότητα, μέσα στα δυόμιση αυτά λεπτά, να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και το ειδικό βάρος του καλλιτεχνήματος που βρέθηκε να αντηχεί στα αυτιά του.

Όταν πάλι έρχεται η σειρά της Fontella Bass, δεν μπορείς παρά να ανατριχιάσεις ακούγοντάς την να τραγουδάει σπαρακτικά αλλά και μεγαλοπρεπέστατα “I’m grieving / from my head to my toe!”, σαν να πενθεί για πρώτη φορά τον πεθαμένο μόλις πριν από δύο χρόνια, άντρα της, τραγουδιστή των Art Ensemble of Chicago, Lester Bowie.

Από εκεί και πέρα, τα solo στο ηλεκτρικό πιάνο περιπλέκονται με samples άλλων εποχών, και τα turntablism tricks, με μαγευτικά πνευστά, απίστευτης δεξιοτεχνίας jazzy drumming και πολλά άλλα ευρήματα-έκπληξη έτσι ώστε να συνθέσουν ένα σύνολο άξιο και κατάλληλα για τις πρώτες θέσεις της λίστας όχι μόνο με τα καλύτερα της χρονιάς που διανύουμε, αλλά και των τελευταίων πόσων χρόνων.

Προσθέστε και την ερμηνεία της Fontella Bass στο “Evolution”, χωρίς σχόλια, πρέπει να την ακούσετε για να την πιστέψετε, την καλύτερη ηχογράφηση στην έως τώρα καριέρα του Roots Manuva στο, κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικό του νου και των σκέψεων του, “All Things To All Men”, καθώς και την, μου-τελείωσαν –τα- επίθετα- θαυμασμού, εννιάλεπτη σύνθεση “Man With The Movie Camera”, η οποία δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ζωντανής μουσικής κάλυψης της ομώνυμης ρωσικής avant-garde κινηματογραφικής ταινίας του Dziga Vertov στο film festival του Porto. Εκεί, μπροστά σε 3.500 τυχερούς θεατές, γεννήθηκε η κύρια ιδέα πίσω από το “Everyday”, διότι πώς αλλιώς θα δικαιολογούσαν το όνομα τους, οι The Cinematic Orchestra.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured