Δέκα χρόνια περίπου λειτουργούν παρέα το σχήμα των Hometaping οι Νίκος Αίμα και Άρης Σιαφάς, δισκογραφικά τουλάχιστον. Ξεκινήσανε τις ηχογραφήσεις τους στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, πρώτη φορά όμως η μουσική τους αποτυπώθηκε σε βινύλιο (δέκα ιντσών) το 2001, με το Homemade EP –ενώ ακολούθησαν τα άλμπουμ Hometaping Are Killing Music (2002) και The B-Sides (2004).

Γίνεται φανερό από τους  τίτλους αυτούς ότι το ντουέτο γοητεύεται απ’ την αισθητική της δεκαετίας του 1980 και νιώθει πως δημιουργεί ακόμη σε μία εποχή όπου οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του καθενός μπορούν να βρουν τον εκφραστικό τους δρόμο εύκολα, μέσω σπιτικών καταγραφών σε μαγνητοταινίες με ερασιτεχνικά μέσα, που δεν υπολείπονται πάντως άρτιας στιλιστικής και ηχητικής άρθρωσης.  Λογικό επακόλουθο, απ’ τη στιγμή που και τα δύο μέλη του σχήματος δρουν παράλληλα και σε άλλα μουσικά project: ο μεν πρώτος ηχογραφεί και κάτω από το όνομα Αίμα, ενώ ο δεύτερος είναι γνωστότερος σαν ο παλιός (μα και νυν) τραγουδιστής των Matisse.

Ανέκαθεν στα τραγούδια των Hometaping έπνεε ένας άνεμος τον οποίον εντόπιζες ως προερχόμενο από τα 1980s κι αυτό δεν αλλάζει ούτε και τώρα, παρά το ότι έχουν περάσει επτά χρόνια από τον προηγούμενό τους δίσκο. Δεν το λέμε για κακό: εκτός του ότι υπάρχουν πάμπολλοι ακροατές που γοητεύονται ακόμη από τα ξεχωριστά ηχητικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, υπάρχουν πλείστα πατήματα σ’ αυτήν τη μουσική σχολή με τα οποία μπορεί και σήμερα κανείς να χτίσει εντυπωσιακά μουσικά οικοδομήματα. Το ντουέτο δεν έχει απογοητεύσει με τις προηγούμενες δουλειές του και δεν το κάνει ούτε και τώρα με το Red Coffee. Όσο κι αν οι αναφορές σε γνωστά μας σχήματα είναι αρκετές και εμφανείς, είναι αδύνατον να μη δεις ότι οι Hometaping έχουν και μπόλικα προσωπικά στοιχεία στα τραγούδια τους: δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις σαν κοινούς αντιγραφείς μιας εποχής, ενός ήχου ή κάποιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας που σε συγκινεί εκβιαστικά. 

Το φερώνυμο του δίσκου κομμάτι σε εισάγει με έγχορδα σ’ ένα επιβλητικό, γοτθικό σχεδόν περιβάλλον, αλλά ευτυχώς υπάρχει πάντα η ηλεκτρική κιθάρα και οι μηχανικοί ρυθμοί για να σε βάζουν στο σωστό πλαίσιο –εκείνο τουλάχιστον που αντιπροσωπεύει καλύτερα και περισσότερο ολοκληρωμένα το καλλιτεχνικό όραμα των Hometaping. Η συνέχεια του Red Coffee κινείται βασικά σε baroque pop επίπεδα, με ποικίλα λοιπά στοιχεία διάσπαρτα εντός της μουσικής του. Ένα όνομα που σίγουρα θα σας έρθει σαν σημείο αναφοράς ακούγοντάς το είναι οι Soft Cell, τους οποίους ούτως ή άλλως οι Hometaping έχουν δηλώσει σαν επιρροή σε συνεντεύξεις τους (έχουν ανοίξει και μία συναυλία τους παλιότερα, στην Αθήνα). Τα κοινά χαρακτηριστικά είναι πολλά εξάλλου για να παραβλέψει κανείς τις ομοιότητες: ντουέτα όπου ο ένας φροντίζει όλα τα του ήχου κι ο άλλος τους στίχους και τα φωνητικά, ηλεκτρονικά αναλογικά beats και κολλητικές μελωδίες παρέχει ο ένας και παθιασμένες ερμηνείες επάνω σε παράδοξες ιστορίες χαρίζει ο έτερος, οπότε; Τη φαντασία τους κεντρίζουν επίσης τα ίδια πράγματα (παρακμιακά υπόγεια καμπαρέ όπου ο έρωτας και το πάθος είναι τόσο φτηνά όσο τα ποτά που σερβίρονται), έχουν τα ίδια ηχητικά ερεθίσματα και μιλούν για τις ίδιες αδιέξοδες συναισθηματικές σχέσεις. Μη φανταστείτε βέβαια ότι έχουμε να κάνουμε με καμιά tribute μπάντα, κάθε άλλο. Κι ας φτάνουν επικίνδυνα κοντά σε κάτι τέτοιο με τραγούδια όπως το “Fields And Frames” –θα τους αδικούσαμε αν στεκόμασταν εκεί, έναντι του υπόλοιπου άλμπουμ.

Το σχήμα έχει έτοιμο κι άλλο υλικό, λόγω του ότι δεν σταματάει να δουλεύει επάνω σε ιδέες –άλλο αν οι δυσχερείς δισκογραφικές συνθήκες τους δίνουν ελάχιστες ευκαιρίες να κυκλοφορούν τη δουλειά τους. Όσον αφορά πάντως αυτά τα γραμμένα και ηχογραφημένα την τελευταία τριετία τραγούδια, τα έχω ακούσει καμιά δεκαριά φορές και κάθε φορά ακούγονται καλύτερα. Το ίδιο και τα πέντε οργανικά κομμάτια, που συμπληρώνουν διάσπαρτα στα δέκα τραγούδια τον υπόλοιπο δίσκο. Όπως είπα και παραπάνω, το περίμενα κάτι τέτοιο: οι Hometaping «χτυπούν» δισκογραφικά σε άτακτα και σχετικά αραιά χρονικά διαστήματα κι όταν το κάνουν είναι επειδή έχει κατασταλάξει στον ήχο τους η γνώση ότι το σύνολο του προς κυκλοφορία υλικού αποτελεί ένα γκροτέσκο και γοητευτικό ταξίδι σε ημίφωτα δωμάτια όπου βρίσκουν καταφύγιο σκοτεινές, παράξενες ανθρώπινες φιγούρες, τις οποίες φοβάσαι λίγο να γνωρίσεις μα βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι έχουν τις συναρπαστικότερες ιστορίες να διηγηθούν. Παίρνεις λοιπόν το θάρρος να τους μιλήσεις και σύντομα η ζωή σου αλλάζει με τρόπους που δεν περίμενες.

Ο Κόκκινος Καφές απαιτεί λοιπόν κουράγιο να τον δοκιμάσεις, μα κάτι μου λέει ότι θα είναι από τους αρωματικότερους που έχετε πιει ποτέ!


 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured