Στο Black Tower, ο Harry Elektron παρουσιάζει δεκατρείς συνθέσεις του, πολλές από τις οποίες (όπως πληροφορούμαι) ήταν μέρος της ομότιτλης παράστασης που έστησε πριν από ένα-δυο χρόνια. Λέω παράσταση, διότι –από όσο μπορώ να καταλάβω από σκόρπια αποσπάσματα τα οποία πετυχαίνω στο ίντερνετ, αλλά κι από όσα διαβάζω εδώ κι εκεί– η μουσική δεν παρουσιάζεται ως αυτοτελής καλλιτεχνική δραστηριότητα, αλλά ως μέρος ενός συνόλου, που συμπληρώνεται από χειροποίητα σκηνικά (του ιδίου), καθώς και θεατρικές ή και χοροθεατρικές παρεμβάσεις.  Είναι, ομολογουμένως, λιγάκι περίεργο να ακούς έναν τέτοιον δίσκο, ο οποίος όχι μόνο διαπνέεται από έντονη θεατρικότητα, μα οι συνθέσεις του αποτελούσαν πρωταρχικά μέρος ενός συνολικότερου δρώμενου. Διότι, πέρα από τους ατραπούς που συναντά γενικότερα η θεατρικότητα ως έννοια στην μουσική (είναι πάντα επίφοβο το ποτισμένο στη λεπτή ειρωνεία παιχνίδι ανάμεσα στη σοβαρότητα και στην ιλαρότητα να καταλήξει θύμα της ίδιας του της ειρωνείας), εδώ προστίθεται κι ένα ακόμα: το ηχητικό αποτέλεσμα να φανεί ημιτελές, αποκομμένο καθώς παρουσιάζεται από το σιαμαίο του ήμισυ, το οπτικό μέρος.  Ακόμα όμως κι αν αντιμετωπίσουμε το Black Tower απλώς ως ένα σύνολο δεκατριών τραγουδιών, μη νομίζετε ότι τα ζητήματα λύνονται. Το κύριο που απασχόλησε τα δικά μου αυτιά, ως λαμπρό πεδίο αμφισημιών, είναι το πώς χρησιμοποιεί ο Harry Electron τη φωνή του. Αν στο εισαγωγικό “Is This A Miracle” γίνεται κατανοητό ότι υπάρχει μια ιδιάζουσα αντιμετώπιση (η φωνή ακούγεται όπως ένας δίσκος 45 στροφών που παίζει στις 33), το “Could You” που ακολουθεί σε φέρνει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα: ο Harry Elektron, σε αρκετές από τις συνθέσεις του Black Tower, ακούγεται λες και ξύνει τις φωνητικές του χορδές: προφέροντας τις λέξεις με βαριά και άχαρη (τρόπον τινά) προφορά, λες και σκοπός του είναι να τονιστούν όσο γίνεται τα αρνητικά χαρακτηριστικά της. Στο “Bobby Doo’s Song”, για παράδειγμα, κάπως έτσι επιχειρείται να δοθεί μια δραματικότητα, πριν το κομμάτι εξελιχθεί σε ένα προσωπικό gospel, ενώ στα “Ο Άσπρος Πύργος” και “Ο Μαύρος Πύργος” (ο μαύρος πύργος δηλαδή σε αντιδιαστολή με το σήμα κατατεθέν της γενέτειράς του, της Θεσσαλονίκης, τον λευκό), ο Harry συλλαβίζει την πρώτη στροφή με φωνή που παλεύει ανάμεσα στην απάθεια και στην παραφωνία.  “Ο Άσπρος Πύργος” είναι ένα χαρακτηριστικό κομμάτι του δίσκου. Όσον αφορά στα φωνητικά, καθώς, μετά την πρώτη στροφή, είναι τα φωνητικά που αλλάζουν διαδοχικά ύφος –εκφερόμενα αρχικά με μία ισχυρή παραμόρφωση, μετατρεπόμενα κατόπιν σε κάτι που μοιάζει με rapping, για να καταλήξουν στο τέλος με τον ίδιο άτονο συλλαβισμό με τον οποίο ξεκίνησαν. Αλλά και από συνθετικής απόψεως: ψηφιακά συνθεσάιζερ υποβάλλουν την ατμόσφαιρα, ένα υποτυπώδες beat υπενθυμίζει τον ρυθμό, ενώ η ηλεκτρική κιθάρα του Nolan Cook (των θρυλικών Residents) γλιστράει πάνω στις γραμμές των πλήκτρων. Υπάρχει μία έντονη μυρωδιά 1980s στον δίσκο (άντε και αρχές 1990s), θυμίζοντας πότε την ιδιότροπη pop των Yello και πότε εκδοχές της μετα-Kraftwerk σκοτεινής electronica ή σχήματα τύπου Residents. Ό,τι, τέλος πάντων, το promotion της Defkaz χαρακτηρίζει (ελαφρώς αδόκιμα, κατά τη γνώμη μου) ως retronika.  Κατά τα λοιπά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το “Cincinnati Airport”, το οποίο μετατρέπει (έστω και για λίγο) τον Harry Elektron σε έναν ιδιόρρυθμο crooner ενόσω δεσπόζουν (εκτός της κιθάρας του Cook) τα τύμπανα του Αλέξη Αποστολάκη, το “Αν Ποτέ Σου”, το οποίο δείχνει ότι ο Harry μπορεί να γράψει εξαιρετικά ποπ τραγούδια, η “Απάτη”, ένα έξυπνο σκοτεινό παραμύθι καθώς και “Το Φιλί”, ένα βρώμικο garage/rockabilly.  Το Black Tower, όπως ίσως καταλάβατε, ενέχει πολλές αμφισημίες. Αν όμως του δοθεί η απαιτούμενη προσοχή νομίζω πως έχει τη δύναμη να υπερβεί τις όποιες (φαινομενικές ή μη) αστοχίες του. Στην αρχή, πιθανότατα, ξενίζει με τις μπόλικες ιδιοτροπίες του, όπως όμως το “Bobby Doo’s Song” φτάνει σε αυτό το περίεργο gospel και αυτές οι ιδιοτροπίες γίνονται τελικά όμορφες ιδιαιτερότητες, έτσι και το σύνολο –κάπως αλλοπρόσαλλο εν πρώτοις– τελικά δένει, αποκαλύπτοντας μια ενδιαφέρουσα μουσική ιδιοσυγκρασία. Όσο κι αν δυσκολεύτηκα να την εντοπίσω και να την εκτιμήσω, οφείλω τελικά να βγάλω το καπέλο στον κύριο Elektron, διότι αφενός κατάφερε να συμπυκνώσει το θεατρικό παιχνίδι της σκηνικής του παρουσίας στον ψηφιακό δίσκο –χαρίζοντας έτσι στη μουσική οντότητα την απαραίτητη αυθυπαρξία– και αφετέρου με οδήγησε σε ένα ταξίδι, το οποίο, με ορισμένες παραδοχές, είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο. Ίσως και σαγηνευτικό, με τον δικό του περίεργο τρόπο.    

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured