Μια στο τόσο, το μουσικογραφιάδικο σινάφι προσπαθεί να ανιχνεύσει αν υπάρχει κάποιο είδος «σκηνής» στα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Τούτη η προσπάθεια είναι ουσιαστικά ένας ευσεβής πόθος να δημιουργηθεί –με τρόπο αυτοαναφορικό– ένα αξιοπρόσεχτο μουσικό περιβάλλον. Πιο απλά, το σινάφι ψάχνει να βρει, από τη μια, έναν λόγο ύπαρξης, ενώ από την άλλη αποπειράται να φτιάξει ένα φαντασιακό τοπίο με αξιόλογα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Μέχρι τώρα όμως τα αποτελέσματα είναι –στην πραγματικότητα– πενιχρά. Και οι μεγαλοστομίες εξυπηρετούν μονάχα την αυτοεπιβεβαίωση μιας κλίκας η οποία φοβάται να ψάξει (και να βρει) την ταυτότητά της. Η αναζήτηση αυτή είναι λαθεμένη γιατί πραγματοποιείται με όρους παρωχημένους ή τουλάχιστον αναντίστοιχους της εγχώριας πραγματικότητας, προσπερνώντας το οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Αντί λοιπόν να αναλωνόμαστε σε ένα κυνήγι στο οποίο ουσιαστικά αδυνατούμε να προσδιορίσουμε το θήραμα, η καλύτερη εναλλακτική θα ήταν να ανιχνεύσουμε τις μουσικές προσπάθειες που, σε πρώτο επίπεδο, αναπαράγουν επιρροές και σε δεύτερο τις περνούν από τη δύσκολη διαδικασία της ώσμωσης.  Η εγχώρια παραγωγή είναι σποραδική, αποσπασματική και παραζαλισμένη. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο το αθηναϊκό ντουέτο των Burgundy Grapes κάνει μια μοναχική αλλά αξιόλογη δουλειά, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος. Οι δυο δίσκοι που έχει κυκλοφορήσει ως τώρα αποπνέουν την ειλικρίνεια του γνώθι σ’ αυτόν. Στο φετινό Man In The Lighthouse έχουν μάλιστα μαζί τους την ούτως ή άλλως προσεγμένη εικαστική βοήθεια της Inner Ear παρουσιάζοντας ένα αποτέλεσμα τουλάχιστον αξιοπρόσεχτο (στο επίπεδο του artwork). Στις προθέσεις λοιπόν οι Burgundy Grapes τα πάνε περίφημα. Στο μουσικό μέρος ωστόσο υπάρχει μια αδυναμία καθοριστική. Το πρώτο (ομώνυμο) δισκογραφικό δημιούργημά τους είχε θέσει τον πήχη ψηλά. Σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο για κάτι το εξαίσιο, αλλά σε γέμιζε αισιοδοξία για το μέλλον, σου έδινε τη σιγουριά πως τούτο το σχήμα θα μπορούσε να φτάσει, με την κατάλληλη ώθηση, ακόμα και σε δυσθεώρητα ύψη. Σε καμιά περίπτωση το εν λόγω δεύτερο δημιούργημά τους δεν απογοητεύει, αποδεικνύεται, όμως, κατώτερο των προσμονών.  Υπάρχει μια γραμμή με ερείσματα στο ένστικτο και στο γούστο, η οποία χωρίζει τους απλά καλούς δίσκους από τους εξαιρετικούς. Και στην περίπτωση της Ελλάδας οι δίσκοι που ξεπερνούν αυτή τη γραμμή είναι –λόγω μεγέθους– τρομερά λίγοι στον αριθμό. Το Man In The Lighthouse των Burgundy Grapes κινείται πολύ κοντά σε αυτή τη γραμμή, αλλά δεν έχει το στοιχείο εκείνο που θα του δώσει την καθοριστική σπρωξιά για να ανέβει παραπάνω. Γιατί είναι ένας δίσκος καλός αλλά άτολμος. Σε 58 λεπτά είναι δύσκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον σε εγρήγορση και, επί του συγκεκριμένου, οι μελωδίες περνούν χωρίς να αφήνουν ίχνη –παρά μόνον μιαν οσμή. Εξ’ άλλου είναι τρομερά δύσκολο να φτιάξεις μια ηχητική εικόνα από το μηδέν. Υπάρχουν βέβαια διάφορα τρικ για να το κάνεις και δεν είναι κακό να τα χρησιμοποιείς. Αν όμως ένα μουσικό σχήμα διαλέξει να μην τα χρησιμοποιήσει, τότε θα χρειαστεί έναν ικανό αριθμό δυνατών μελωδιών και μουσικών θεμάτων ώστε να συνθέσει ένα σύνολο ορχηστρικών κομματιών. Το “On The Train To Berlin” είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Δυστυχώς όμως οι χαμηλοί ρυθμοί και η απαράλλακτη αντίληψη στο υπόλοιπο άλμπουμ κάνουν ορισμένες φορές το αποτέλεσμα να ασθμαίνει. Όλα ασφαλώς τα παραπάνω ανήκουν στην κριτική ματιά κάποιου που θα περίμενε κάτι πολύ καλύτερο. Αν οποιοσδήποτε συμβιβαζόταν με την ιδέα της μετριότητας και της αρχής «το μη χείρον βέλτιστο» (και διακρίνω ότι οι Burgundy Grapes δεν έχουν αυτό τον σκοπό) θα εντυπωσιαζόταν από τις ηχηρές συμμετοχές του δίσκου, όπως του Φώτη Σιώτα και του Νίκου Βελιώτη. Δεν αρκεί όμως κάτι τέτοιο.  Ασφαλώς και το Man In The Lighthouse είναι ένας καλός δίσκος. Μέχρι εκεί όμως. Υπάρχει πολλή σαβούρα στην ελληνική δισκογραφία, σαβούρα την οποία συχνά μερικοί του σιναφιού προσπαθούν να εντάξουν σε κάποια απροσδιόριστη «σκηνή». Οι Burgundy Grapes δεν ανήκουν εκεί, γιατί έχουν επίγνωση του ποιοι και τι είναι. Κάτι ωστόσο που δεν πρέπει να γίνεται βαρίδι ατολμίας στα πόδια τους. Οφείλουν και αυτοί –όπως όλοι οι καλλιτέχνες– να τολμήσουν να σπάσουν όσα δεσμά τους περιορίζουν, θέτοντας ακόμα και τον εαυτό τους σε αμφισβήτηση. Τότε θα περάσουν την (προαναφερόμενη) διαχωριστική γραμμή.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured