Όσοι παρακολουθήσατε την πορεία της Klik Records από τη γέννησή της, είναι πολύ πιθανό να θυμάστε έντονα το όνομα Chris Nemmo. Από τους πρώτους που στελέχωσαν το roster της νεοσύστατης (τότε) εταιρείας, ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος πρέσβευε στο ντεμπούτο του τα ηχητικά μονοπάτια του deep και progressive house. Και στάθηκε άξιος αντιπρόσωπός τους, όπως φάνηκε και από το γεγονός ότι κομμάτια του συμπεριελήφθησαν κατόπιν σε διεθνείς συλλογές και παίχτηκαν αρκετά στα εγχώρια ερτζιανά.Αυτά όμως συνέβησαν 6 χρόνια πριν –τόσα χρειάστηκε ο Chris Nemmo για να στήσει το Nautilus Project, τη συνέχεια δηλαδή του Forbidden Paths. Και είναι ένας δίσκος απόλαυση, ο οποίος ηχητικά δεν έμεινε ανεπηρέαστος από το πέρασμα των χρόνων. Πλέον η κατεύθυνση που ακολουθεί ο Παναγιωτόπουλος, αν και περιέχει ακόμα μέσα της το house, προεκτείνεται προς το nu funk και την κοσμική disco, ενώ επιδεικνύει και μια χορευτική διάθεση η οποία σε πηγαίνει πίσω στα 1970s, αλλά με εμφανώς σύγχρονη ματιά. Beats που κάνουν τα κορμιά να λικνίζονται απενοχοποιημένα, μελωδίες που θυμίζουν demos από παλιά Yamaha σύνθια, κιθάρες οι οποίες προσθέτουν funky πινελιές δεξιά κι αριστερά και φυσικά οι μπασογραμμές σε πρώτο πλάνο, να οδηγούν το άρμα αποφασιστικά. Όταν δε συναντούμε φωνητικά στο Nautilus Project, αυτά είναι εξαιρετικά –όπως λ.χ. στο “Keep Me Loving You” (από τη Θάλια Παλιβιδά) ή στο “Game Without Fun” (από τη Θώμη Απέργη). Όσο για το τέμπο, κάνει συνέχεια εναλλαγές κατευθυνόμενο πότε σε χορευτικά μανιφέστα και πότε σε στιγμές χαλάρωσης, κυμαινόμενες μεν σε downbeat διαδρομές, μα με ένα τρόπο πολύ πιο ευφυή και εμπνευσμένο από τα υπόλοιπα ανάλογα κομμάτια του συρμού.Συχνά γίνεται λόγος περί της άποψης «καλό είναι για ελληνικό» και παρεμφερών τέτοιων τσιτάτων. Εντούτοις υπάρχουν δίσκοι οι οποίοι δεν είναι καλοί απλά για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά στέκονται άνετα στο ύψος των διεθνών στάνταρ. Το Nautilus Project του Chris Nemmo ανήκει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, διαθέτοντας ήχο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις πιο επώνυμες κυκλοφορίες του συγκεκριμένου χώρου και μια παραγωγή τόσο κρυστάλλινη, ώστε να ντροπιάζει αρκετούς από τους αυτοεπονομαζόμενους «μάγους του στούντιο». Ωστόσο το πιο ουσιώδες είναι η τραγουδοποιία του. Η οποία βασίζεται στο παρελθόν, δημιουργεί αφουγκραζόμενη το παρόν και θεωρώ σχεδόν δεδομένο ότι, όταν έρθει το μέλλον, θα ακούγεται το ίδιο φρέσκια όσο φαντάζει σήμερα, ένα ζεστό καλοκαίρι του 2010. Η δοκιμή λοιπόν δεν πρέπει να γίνει μόνο άφοβα από μέρους σας, αλλά είναι και επιβεβλημένη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured