Το Πάσχα που μας πέρασε (για την ακρίβεια το μεγάλο Σάββατο) έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στην οποία, μεταξύ άλλων, εξαπέλυσε επίθεση ενάντια στους μουσικοκριτικούς, με το παμπάλαιο επιχείρημα «ποιος τους έχρισε». Και λυπήθηκα, για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ο εν λόγω καλλιτέχνης και συμπαθής μου είναι και έχει όντως αποδείξει το ήθος του –ειδικότερα κάτω από τη σκηνή, στην καθημερινότητα. Δεύτερον, επειδή φαντάζομαι ότι, αν τα τελευταία χρόνια η κριτική του χάριζε πολλά άστρα και επαίνους, δεν θα καταφερόταν με αυτό τον τρόπο εναντίον της. Παρόλα αυτά, όταν ήρθε στα χέρια μου ο νέος δίσκος ακτίνας του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τίτλο Το Παιχνίδι Παίζεται, τον έβαλα μόλις την επόμενη μέρα σε θέση play και πήρα θέση ακρόασης. Κι αυτό γιατί ο Παπακωνσταντίνου παραμένει αδιαφιλονίκητα μια θαυμάσια σε μέταλλο και εκφραστικότητα φωνή, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και στην καινούργια του δουλειά. Εν πρώτοις, το τραγούδι “Μαμά” (διασκευή στο “La Mamma” του Charles Aznavour) κερδίζει τις εντυπώσεις από τη βιωματικότητα με την οποία ο Παπακωνσταντίνου ενσαρκώνει τους στίχους, φέρνοντας ένα μικρό χαμόγελο σε όλους τους Ελληνόπαιδες περί της φιγούρας που με τον α ή β τρόπο δρα υπερπροστατευτικά σε όλο το μήκος και πλάτος της ζωής μας. Το μέσο και αργό τέμπο του “Μαμά” ενυπάρχει εντωμεταξύ μέσα σε όλον τον δίσκο. Αν εξαιρέσει κάποιος το πατερναλιστικό & μανιερίστικο “Χρόνια Φορτώνω”, αλλά και τη χωρίς λόγο ύπαρξης εκτράχυνση του μέχρι εκείνη τη στιγμή καλού “Καρουσέλ”, διακρίνεται εύκολα το εξής: ο Παπακωνσταντίνου, όταν έχει τον χρόνο να ξεδιπλώσει τον στίχο πάνω στη στοματική του κοιλότητα –δίχως να πιέζεται από ρυθμοφλεγή ακόρντα αμφίβολων ροκ καταβολών και ηχολογίας από τους εκάστοτε session κιθαρίστες του– παράγει μία καθαρά συναισθηματική επαφή. Δυστυχώς, όμως, όταν παρεμβαίνουν παράγοντες σαν τους παραπάνω, αυτή γίνεται απλώς συνθηματική. Είναι γενικά αξιοπρόσεχτη η προσπάθεια του Παπακωνσταντίνου να αφουγκραστεί εκ νέου την κοινωνία –έστω και μέσω απλών μανιχαϊστικών σχημάτων– αλλά να δοκιμάσει και νέες φόρμες, έστω και με μισά βήματα. Στον παρόντα δίσκο η προσπάθεια αυτή διακρίνεται σε δύο τραγούδια: πρώτον, στο “Το Πάρτι Αρχίζει” (μια ακόμα διασκευή, αυτή τη φορά στον μεγάλο Ιταλό διασκεδαστή Andriano Celentano), όπου ωστόσο κρίνεται ως άστοχη μουσική επιλογή αυτή η ανθυποφανκ εξέλιξη και εκτέλεση της μελωδίας. Στην πρωτότυπη της μορφή είχε να υπηρετήσει μία τελείως διαφορετική γλώσσα, με ανθοφορούσες νταλκάντζες, όπως και τη νομοτυπία ενός τελείως διαφορετικού καλλιτέχνη, στον οποίον το χιούμορ καραδοκεί ακόμα και σε σημεία όπου δεν το αντιλαμβάνεσαι άμεσα. Δεύτερον, στο τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το “Γέλα Μου”, όπου αναγνωρίζεις (έστω και με την άστοχη ηλεκτρική κιθάρα του Τάκη Σκούρα) τη δυνατότητα του Παπακωνσταντίνου να ακουμπήσει (και μάλιστα χωρίς να υποκρίνεται) τη λαϊκή κλίμακα. Όταν όμως, στο “Σαν Ναυαγός”, η σύζευξη επιχειρείται με μια φωνή που συμβολίζει με αρχετυπικό τρόπο τη λαϊκή εμπροσθογεμή φρουρά, δηλαδή τον Δημήτρη Μητροπάνο (πρωταγωνιστεί με τα χαρακτηριστικά του τραβήγματα), τα αποτελέσματα κρίνονται ως απλώς συμπαθητικά. Το βασικότερο πρόβλημα στο Το Παιχνίδι Παίζεται είναι το γνώριμο απ’ όλες τις δουλειές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου τα τελευταία χρόνια: οι ηλεκτρικές κιθάρες. Ακούγονται για μία ακόμα φορά παρωχημένες σε επίπεδο ενορχήστρωσης και δομής, απηχώντας έναν παλιομοδίτικο ηλεκτρισμό και επιμένοντας να δίνουν μία επίστρωση/επίφαση ροκ, που ο καλλιτέχνης έχει εξερευνήσει (και φτάσει στο τέρμα) αρκετούς δίσκους πίσω. Προσωπικά περιμένω έναν ακόμα γενναίο δίσκο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ας κρατήσει τους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, οι οποίοι –ακόμα και στις περιπτώσεις που κινούνται προσχηματικά εντούτοις κολλάνε απόλυτα στη φωνή του– και ας ανοιχθεί σε δρόμους πιο εσωτερικούς, όπου το κραυγαλέο (που και το έχει υπηρετήσει και μπορεί ακόμα στις συναυλίες να το εξασκεί) δεν θα κυλάει ως λογική στη μουσική, ξεκινώντας μάλιστα από το εξώφυλλο. Όπως στην παρούσα έκδοση, όπου η φωτό του Παπακωνσταντίνου κρίνεται ως απλοϊκή ακόμα και σε σχέση με το υλικό που προλογίζει, επιμένοντας σε έναν άξονα αμεσότητας/χιούμορ/ροκ, ο οποίος έχει χάσει τον καταλύτη στο χαρμάνι του.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured