Σιωπή, θόρυβος, μελωδικότητα, ατονικότητα, νηνεμία, ένταση, φυσικοί ήχοι, ηλεκτρονικα drones… Μοιάζει καλή πνευματική άσκηση να ασχολείσαι με αντίρροπες δυνάμεις, να βουτάς στον ένα πόλο και ύστερα να αναδύεσαι από τα έγκατα του άλλου ή να εξετάζεις τα ενδιάμεσα διαστήματα ως ξεχωριστές και ετεροπροσδιορισμένες οντότητες. Μία τέτοια αισθάνομαι ότι προσπαθεί να καταγράψει ο Γιάννης Κοτσώνης υπό το καλλιτεχνικό προσωνύμιο Sister Overdrive στο Annick/Philomela άλμπουμ. Και με δύο συνθέσεις (κάθε μία αποτελούμενη από πέντε μέρη), διαμορφώνει αυτό που ορθότατα αναγράφεται στο site της Low Impedance ως «multi-layered soundscapes», ήτοι πολυεπίπεδα ηχοτόπια, μουσική που διαδραματίζεται σε αρκετούς παράλληλους ηχοχώρους. Έχεις, για παράδειγμα, τη μία στιγμή έναν παρατεταμένο ήχο από τα ηλεκτρονικά synthesizer, ενώ παράλληλα στην άλλη διάσταση –με ανάλογη όμως βαρύτητα– ακούς πόρτες να τρίζουν ή να ανοιγοκλείνουν, σφυριά να χτυπούν καρφιά, samples, εν πάση περιπτώσει, από διάφορες πρώτες ύλες, όχι αμιγώς «μουσικές». Και αυτό (ή περίπου αυτό), έχω την αίσθηση, είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται ο Κοτσώνης: Τι τελικά ορίζεται ως μουσικότητα; Για ποιον λόγο, ας πούμε, το να χτυπάς τη μεμβράνη ενός τυμπάνου έχει μεγαλύτερη μουσική αξία από το χτύπημα ενός απελέκητου ξύλου ή ενός τραπεζιού; Εφόσον δηλαδή δεχτούμε ότι η μουσική είναι μια έντεχνη ομαδοποίηση ήχων, θα πρέπει να υποθέσουμε πως οποιοσδήποτε ήχος μπορεί εν δυνάμει να αποτελέσει την πρώτη ύλη ενός μουσικού έργου. Ή μήπως όχι; Μια προϋπόθεση μοιάζει να είναι η ένταξη αυτού του τυχαίου, του περιβαλλοντικού, οικιακού, αστικού, βιομηχανικού ή άλλου ήχου σε ένα concept, η ενσωμάτωσή του μέσα στα πλαίσια ενός μουσικού (με αυτήν την ευρεία έννοια) κειμένου. Έπειτα έρχεται η επιλογή του στόχου –το φάντασμα της φόρμας– όπου σημαντικό είναι να μην μείνεις στο αναμάσημα έτοιμων λύσεων αλλά να προσηλωθείς στη θέσπιση ερωτημάτων με στόχο την έκφραση, ανεξαρτήτως προσδιοριστικών πλαισίων. Εδώ μοιάζει να ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της επιτήδευσης, η προσπάθεια ένταξης σε μια πειραματική (εν προκειμένω) ιντελιγκέντσια, η οποία σε τελική ανάλυση γίνεται αυτοσκοπός και επομένως χάνεις κάποια από τα (κύρια) χαρακτηριστικά της τέχνης της οποίας μετέρχεσαι. Θέλω να πω πως δεν γίνεσαι αυτομάτως τρανός και σοφός καλλιτέχνης, αν πάρεις ένα field recorder και αρχίσεις να ηχογραφείς οτιδήποτε σου καπνίσει –βαφτίζοντας την πράξη σου ως καλλιτεχνική. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, ποτέ δεν ήταν. Ο Κοτσώνης όμως μου φαίνεται πως δημιουργεί βάση σχεδίου και στόχευσης και όχι ανακυκλώνοντας στερεότυπα, έστω και του avant garde. Σίγουρα δεν εφευρίσκει τον τροχό και είμαι εξίσου βέβαιος πως ο καθένας που ασχολείται με το είδος θα μπορέσει να θυμηθεί κάποιον δίσκο, όπου αυτό το ανήσυχο, σκοτεινό ambient έχει βρει καλύτερη εφαρμογή. Νομίζω πάντως ότι λίγη σημασία έχει (τουλάχιστον για τη σημερινή εποχή). Περισσότερο μετράει η έλλειψη επιτήδευσης, το ότι τα πράγματα συμβαίνουν γιατί αποτελούν μέρος μιας διανοητικής διαδικασίας και όχι απλώς επειδή είναι «cool» να είσαι πειραματικός. Υπάρχει καθάρια η προσωπική φωνή, η οποία βεβαίως κι έχει επηρεαστεί και λαξευτεί από προπάτορες, αλλά δεν στέκεται εκεί –είτε από δημιουργική άρνηση, είτε από καλλιτεχνική ανάγκη.  Στο άλμπουμ, οι δημιουργούμενες ατμόσφαιρες είναι επιβλητικές αν και ελλειπτικές, το προσκήνιο γίνεται παρασκήνιο και τανάπαλιν, τα επεξεργασμένα field recordings μπλέκονται όμορφα με τους ηλεκτρονικούς ήχους, τις υποψίες beat ή τα drone των synthesizer, η ένταση είναι εσωτερική και δεν εξωτερικεύεται παρά ελάχιστα. Κι όμως τα δύο έργα, τόσο το “Annick”, στο οποίο παρουσιάζεται πιο εύγλωττα η διάδραση μεταξύ των συλλεγμένων ήχων και των ηλεκτρονικών, όσο και το πιο σκοτεινό και ακόμα πιο υπόκωφο “Philomela” (το οποίο είχε αρχικώς γραφτεί για ένα θεατρικό του Θέμελη Γλυνάτση) διαθέτουν μπόλικη ένταση –ακόμα κι αν αυτή εκφράζεται με παύσεις, σιωπές, λυρισμό, μινιμαλιστικούς θορύβους ή ελεγειακές ψαλμωδίες (part 2 του “Philomela”). Η εξαιρετική δε παραγωγή βοηθάει τα μέγιστα ώστε οι ιδέες του Κοτσώνη να αποκτούν καθαρότητα και ηχητική διαύγεια, τα διαφορετικά επίπεδα της σύνθεσης να γίνονται ευδιάκριτα και να αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά.  Σε τελική ανάλυση και έπειτα από αρκετές ακροάσεις, φθάνεις να πιστεύεις πως το Annick/Philomela του Sister Overdrive πρότζεκτ φτιάχτηκε για να μελοποιηθούν οι σκοτεινές εικόνες που δίνουν τη δική τους παράσταση στο μυαλό του δημιουργού και πως η αποτύπωσή τους γίνεται με έναν ελευθεριακό και αφηρημένο τρόπο γραφής: ο οποίος τις κάνει εύπλαστες, σαν σχήματα από καπνό, ελεύθερες να πάρουν όποια μορφή επιθυμεί ο ακροατής. Όπως και να έχει, το ταξίδι που προτείνει εδώ ο Γιάννης Κοτσώνης είναι σαγηνευτικό μέσα στην εσωτερικότητά του και δελεαστικό γιατί αρνείται να εγκλωβιστεί σε συγκεκριμένους δομικούς περιορισμούς. Αποτελεί, τέλος, μια συνέχεια στις εξαιρετικές κυκλοφορίες που μας έχει δώσει αυτή η σκηνή της … πειραματικής διαχείρισης ηλεκτρονικών ή ηλεκτροακουστικών στοιχείων. Ενός μουσικού χώρου, τέλος πάντων, ο οποίος –εκτός από σχετική (για τα πληθυσμιακά δεδομένα) πληθώρα εκφραστών– διαθέτει λαμπρό παρελθόν, παρόν και, όπως όλα δείχνουν, και μέλλον.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured