Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το Driven By An Unholy Desire, η δεύτερη δισκογραφική παρουσία των Plus Dots, δεν είναι άσχημος δίσκος: αποτελείται από καλοδουλεμένες συνθέσεις, διαθέτει άφθονη ενέργεια, και (ανά στιγμές) αρκετά πετυχημένες συνδέσεις των αναμειγνυόμενων ιδιωμάτων. Όμως το δύσκολο, έτσι τουλάχιστον όπως το αντιμετώπισα εγώ, είναι να αποφασίσεις αν το ζύγι ισορροπεί στη μετριότητα ή αν γέρνει προς το θετικό πρόσημο. Όπως και να έχει, ο δίσκος δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με την ανία. Δεν βαρυγκωμάς να πατήσεις ξανά το play, αλλά γνωρίζεις πως θα ακούσεις μια δουλειά που θα σου μεταδώσει βασικώς την ανόθευτη ενέργειά της και όχι κάτι που θα σου ανοίξει νέους ορίζοντες ή, έστω, θα διευρύνει τους υπάρχοντες. Κοινώς, αυτή την επιμιξία του punk με το ska και τη reggae την έχεις ξανακούσει (δεν είναι δα καινούργια εφεύρεση) και μάλιστα την έχεις ακούσει και καλύτερα – πάρτε για παράδειγμα δυο εκ των μεγάλων επιρροών των Plus Dots, τους Sublime και τους Rancid. Πώς, λοιπόν, επιλέγει το συγκρότημα να διαφοροποιηθεί από αυτές του τις διεθνείς επιρροές; Πολύ απλά, δεν το επιλέγει. Προσπαθεί μόνο να τις συνδυάσει υπό το πρίσμα καλοστεκούμενων συνθέσεων, οι οποίες υποστηρίζονται από ένα δυναμικό rhythm section και τις όμορφες πινελιές των πνευστών – ακόμα και σε καθαρά punk στιγμές, π.χ. το “Victim”.  Highlights του Driven By An Unholy Desire αναδεικνύονται τραγούδια όπως το εκρηκτικό “Time Is Up”, το ska/punk διαμαντάκι “Blame Authority”, το “E.M.S.” – το οποίο μου θυμίζει εντόνως την πρώτη, δυνατή περίοδο των Γερμανών Slut – και το εναρκτήριο “My War”. Στον αντίποδα βρίσκονται κομμάτια όπως το “65”, το οποίο ξεκινάει με ένα «ποπίζον» punk κουπλέ/ρεφρέν σχετικά αδιάφορης βαρύτητας, κάπου στη μέση γυρνάει σε μία απροσδιόριστη jazzy γέφυρα, για να επανέλθει αργότερα με μεγαλύτερη δριμύτητα στο αρχικό μοτίβο. Το παραπάνω παράδειγμα καταδεικνύει αφενός την προσπάθεια των Plus Dots να συμπτύξουν στην ίδια σύνθεση διαφορετικά ιδιώματα – δίνοντας πολλές φορές ενδιαφέρον σε μια αδιάφορη (κατά τα λοιπά) μελωδική ιδέα – αφετέρου, όμως, και την αδυναμία τους να ξεφύγουν από δομές αναμενόμενες. Στα τραγούδια τους ενυπάρχουν, έτσι, κάποια ενδιαφέροντα σημεία και στοιχεία, ακόμα κι αν το σύνολο της σύνθεσης δεν αναδεικνύεται ως ισότιμα καλό με αυτά: η εξαιρετική reggae γέφυρα στο “Morning” αποτελεί μια ακόμη τέτοια περίπτωση. Υπάρχει, τέλος, κι ένα θεματάκι με τη βασική φωνή των Plus Dots, του οποίου η χροιά και η προφορά (κυρίως) μου χτυπήσανε λιγάκι άσχημα, σε αντίθεση με τα βραχνά δεύτερα – νομίζω του τρομπετίστα – που μου φαίνονται ότι ταιριάζουν ιδανικά στο ύφος των συνθέσεων (ως δεύτερα φωνητικά πάντα). Εν κατακλείδι, με μια απλή άθροιση των συνιστωσών, θα έλεγα ότι το Driven By An Unholy Desire δεν παγιδεύεται μεν στη στείρα μετριότητα, αλλά υπολείπεται κατά τι και από το να χαρακτηριστεί καλό. Κρίνοντας, πάντως, από το υψηλό ενεργειακό βαρόμετρο του ήχου των Plus Dots, καθώς και από την τεχνική επάρκεια την οποία επιδεικνύουν οι ίδιοι ως μουσικοί, φαντάζομαι πως σε μια ζωντανή εμφάνιση η δουλειά τους θα αποκτά κάτι το παραπάνω. Δείχνουν, όπως και να έχει, πως διαθέτουν τα φόντα ώστε να δώσουν κάτι ακόμα καλύτερο στο μέλλον.       

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured