Το δίδυμο ερμηνεύτριας/συνθέτη ο υπογράφων το είχε παρακολουθήσει επί σειρά ετών ως μέλη της ομάδας Σπείρα Σπείρα του Σταμάτη Κραουνάκη. Και, ακόμα και αν ακούγεται δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος σε μια πολυπληθή και ταλαντούχα ομάδα (πόσο μάλιστα όταν ηγήτορα έχει τη μορφή του Κραουνακη), εντούτοις πιστέψτε με ότι η Βικτωρία Ταγκούλη με τον Χρίστο Θεοδώρου βρίσκονταν στην πρώτη πεντάδα που σου έμενε κατόπιν στο μυαλό. Συμπέρασμα και ένστικτο που επιβεβαιώθηκαν με τον κοινό τους αυτό δίσκο. Στο (α) διακρίνονται εύκολα οι allegro συνθετικές γραμμές του Κραουνάκη, δεν το λέω όμως ως μομφή για τη δουλειά του Χρίστου Θεοδώρου, αλλά περισσότερο ως λογικό επακόλουθο. Γιατί η επιρροή αυτή δεν γίνεται σκιά. Τρανή απόδειξη, το εναρκτήριο λάκτισμα του δίσκου με την παράθεση τριών θαυμάσιων συνθέσεων (“Οι Άγγελοι Τα Βράδια”, “Μάτια Κλειστά”, “Η Ζημιά”) οι οποίες σε καθηλώνουν με τη λιτότητα τους και κυρίως με τη φωνή της Ταγκούλη, που ηχεί σαν ένας συγκερασμός παλαιότερων Ελληνίδων ερμηνευτριών της μεταπολεμικής περιόδου, με μία γενναία δόση από Ελευθερία Αρβανιτάκη. Χωρίς όμως τους ιδιαίτερους λαρυγγισμούς της τελευταίας, μιας και η Ταγκούλη διαθέτει ένα διαφορετικό μέταλλο, με γεμάτα (αλλά στρογγυλά) σύμφωνα και με μια λυρικότητα ευπρόσδεκτη ακόμα και στις υπερβολές της. Υπερβολές ιδιαίτερα ευδιάκριτες στις μετουσιώσεις του ποιητικού λόγου του Ναπολέωντα Λαπαθιώτη: δεκτό μεν ότι σποτελεί εκ φύσεως δύσκολο στοίχημα, όμως τα στοιχήματα θέτονται για να κερδίζονται. Στην παρούσα λοιπόν έμεινα με την εντύπωση ότι όντως έγινε δουλειά στην ενορχήστρωση, αλλά ουσιαστικά δεν έγινε καμία υπέρβαση πέρα από όσα αυτονόητα αναδίδουν οι στίχοι του ποιητή. Αντιθέτως, προέκυψε πραγματικά θαυμάσια η μουσική και φωνητική ανάγνωση των “Γιασεμιών” του Κωστή Παλαμά, όπως και το επόμενο τραγούδι, μια καινούργια εκτέλεση ενός (όπως πάντα) θαυμάσιου πονήματος της Ελευθερίας Παπαγιαννοπούλου. Μιλώ εδώ για το τραγούδι “Ο Μπάρμπας Μου Ο Παναγής”, που κατά μια έννοια αποτελεί μία σοφή κορύφωση στη μέση της ακρόασης του (α). Όχι ότι μετά παύουν οι καλές στιγμές. Απλά δημιουργείται η εντύπωση ότι μέχρι εκείνο το σημείο – με μοναδική ίσως υπερβολή τον βερμπαλισμό στα μέσα εκφοράς του άσματος “Το Κόκκινο Ποτό” – χτίζεται το ποιοτικό βάρος του άλμπουμ, καθώς στα τέσσερα τελευταία τραγούδια η προσοχή αποσπάται περισσότερο χάρη στην ευρύτητα της Ταγκούλη και την ευρηματικότητα των ενορχηστρώσεων, πάρα εξ’ αιτίας της πρωτογενούς σύνθεσης. Σε τελική σούμα πάντως θα πρέπει εδώ να αποτιμήσουμε έναν δίσκο με σωστή ηχοληψία – ειδικότερα στον χώρο που έδωσε στη φωνή της Ταγκούλη – με μια διάρκεια η οποία δεν κουράζει με περιττολογίες, αλλά αντιθέτως κυλάει ως γάργαρο νερό ακόμα και όταν πάει να σκοντάψει σε μικρά βραχάκια-παγίδες που η συγκεκριμένη του νεώτερου «έντεχνου» ελληνικού τραγουδιού έχει θέσει στον ίδιο τον εαυτό της. Κοντολογίς, το (α) προκύπτει ως ένα σχεδόν ιδανικό ξεκίνημα για τις σόλο πορείες τόσο της Βικτωρίας Ταγκούλη, όσο και του Χρίστου Θεοδώρου.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured