Δεν μπορώ παρά να χαιρετίσω τη σκέψη και την ιδέα του Βασίλη Χατζηνικολάου πίσω από τη δημιουργία του εν λόγω album, το οποίο έρχεται να προστεθεί σε μια ήδη πλούσια δισκογραφία. Κι αυτό γιατί με το Τα Μπλουζ Της Ψυχής Μου, ο Θεσσαλονικιός συνθέτης επιχείρησε να «εκκοσμικεύσει» κείμενα και στίχους από την εκκλησιαστική υμνολογία, ντύνοντάς τα με μουσικά ρούχα όχι απλώς κοσμικά, μα και δυτικά. Επιχείρησε, με λίγα λόγια, να φέρει δίπλα-δίπλα το Βυζάντιο με τα αμερικανικά blues, όπως αυτό συμβαίνει στον δικό του εσωτερικό κόσμο. Βγάζοντας έτσι τη λεγόμενη βυζαντινή μουσική από το αυστηρό εορταστικό-πασχαλινό πλαίσιο, στην οποία την έχουμε τοποθετήσει (αδικώντας τη), και δείχνοντας ότι η διαχρονική της ομορφιά μπορεί να λειτουργήσει και σε ένα ολότελα διαφορετικό πλαίσιο, δίχως να χάσει την ευλαβικότητά της και το έντονα χριστιανικό της στοιχείο. Αν όμως, σε επίπεδο προθέσεων, αναγνωρίζω και επικροτώ την πρωτοτυπία του εγχειρήματος του Χατζηνικολάου - ο οποίος, ας σημειωθεί, έχει μάλιστα και σπουδές βυζαντινής μουσικής, ενώ ψέλνει και στον Άγιο Ανδρέα Πετραλώνων - θεωρώ πως, ως αποτέλεσμα, τα Μπλουζ Της Ψυχής Μου υπήρξαν απογοητευτικά, για μια σειρά από λόγους. Ο κυριότερος είναι πως δεν αποδείχτηκε πειστική η διασύνδεση των θρησκευτικών ύμνων με το μπλουζ χρώμα. Παρά τη φροντισμένη παραγωγή και τη λεπτοδουλειά στις ενορχηστρώσεις (ιδιαίτερα διακριτή στο “Τις Θεός” και στο οργανικό “Όρθρου Βαθέως”, όπου ξεχωρίζει η πολίτικη λύρα του Σωκράτη Σινόπουλου), η διασύνδεση δεν δούλεψε, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις (“Μη Καταπιστεύσης Με”, “Ψαλμός 83”). Αντιθέτως, κυριάρχησε μια εικόνα αποστείρωσης, στην οποία οι μεν ύμνοι παρέμειναν ερμητικά κλεισμένοι στο δικό τους περιβάλλον και το δε μπλουζ (και ευρύτερα κοσμικό) χρώμα αρκέστηκε σε μια υπερβολικά διακοσμητική και χλιαρή παρουσία, μη γενόμενο σώμα ένα με τα κείμενα. Νομίζω μάλιστα πως, ακόμα και με τα στενότερα κριτήρια του μπλουζ αν κριθούν οι μελωδίες, προκύπτουν κάπως ουδέτερες και αποχρωματισμένες, οδηγώντας σε στο ερώτημα τι ακριβώς νοεί ως μπλουζ ο συνθέτης τους και πόσο γενική είναι η θέασή του στο τελευταίο. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά την επιπεδότητα και τη μονοτονία του album ως καλλιτεχνικού συνόλου. Προσεκτικές ακροάσεις δείχνουν μεν ότι δεν είναι έτσι σε ένα αυστηρά τεχνικό επίπεδο, ως γενική όμως αίσθηση, από αισθητικής πλευράς, εισπράττεις κάτι το επαναλαμβανόμενο - και σε αυτό μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι ερμηνείες του Χατζηνικολάου. Από την άλλη, σε περιπτώσεις όπου επιχειρείται μια πιο ζωηρή προσέγγιση, συμβατή με το χαρμόσυνο του αναστάσιμου μηνύματος (όπως π.χ. στο “Αναστήτω Ο Θεός - Πάσχα Των Ελλήνων” και στο τραγουδισμένο σε ελληνικά, αραβικά, αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά “Χριστός Ανέστη”), επικρατεί το υπερβολικά φαντεζί, κάνοντας τα εν λόγω τραγούδια να ακούγονται μέχρι και αστεία, αντί για ζωηρά. Αν λοιπόν η πρόθεση του Χατζηνικολάου ήταν να αναδειχθεί η διασύνδεση δύο διαφορετικών μουσικών κόσμων μέσα από τις διόδους της δικής του καρδιάς, φοβάμαι πως τελικά πείθει τον ακροατή για το ακριβώς αντίθετο: ότι δηλαδή όντως πρόκειται για δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους, οι οποίοι δεν γίνεται, τελικά, να συνομιλήσουν. Συμφωνώ και επαυξάνω με το να βάλουμε τα βυζαντινά ακούσματα στον 21ο αιώνα. Θεωρώ όμως, για τους παραπάνω λόγους, πως κάτι τέτοιο δεν έγινε πράξη - στο παρόν τουλάχιστον album.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured